«Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδέν μεριμνᾶτε» (Φιλ. 4, 6)
῾Η Κυριακή τῶν Βαΐων σηματοδοτεῖ τήν ἀπαρχή τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος. ῾Ο Κύριος,
λίγες ἡμέρες πρό τοῦ ἐπιγείου τέλους Του, ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό φίλο του
Λάζαρο καί δίνει μέ τόν θριαμβευτικό ἐρχομό Του στά ῾Ιεροσόλυμα «ἐπί πῶλον ὄνου»
τή δυναμική τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου, κάτι πού θά σφραγιστεῖ μέ τή δική Του
τριήμερη μετά τόν Σταυρό ᾽Ανάσταση. ῎Ετσι ἀπό τήν εἴσοδο ἤδη τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος
προβάλλεται ὁ χαρμολυπικός χαρακτήρας αὐτῆς: ἔρχονται τά γεγονότα τοῦ Πάθους μέ
τή δραματική ἔντασή τους, μέσα ὅμως στό φῶς τῆς νίκης πού φέρνει ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ
Κυρίου. Τό ᾽Αποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου
στοιχεῖ στή χαρμολυπική αὐτή λογική. Προβάλλει τήν ἐν Κυρίῳ χαρά καί εἰρήνη τοῦ
πιστοῦ, τήν ὑπέρβαση τοῦ ἄγχους πού προκαλεῖ ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος,
τόν ἀπόλυτο προσανατολισμό τῆς σκέψεως τοῦ πιστοῦ στόν Κύριο καί τίς ἀρετές
Του. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀκριβῶς «ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδέν (λοιπόν) μεριμνᾶτε». ῾Ο
Κύριος εἶναι κοντά κι ὅπου νά ᾽ναι ἔρχεται. Γιά τίποτε νά μή σᾶς πιάνει ἄγχος.
1. ῾Η προτροπή τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἡ πιό ἐπίκαιρη προτροπή. Γιατί χωρίς ὑπερβολή ἡ
μεγαλύτερη ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ σχεδόν ὅλους τούς ἀνθρώπους,
καί τούς χριστιανούς, εἶναι τό ἄγχος, αὐτό πού μπορεῖ νά καταστρέψει ὅλα τά πνευματικά ἀντισώματα
τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν ὁδηγήσει στόν πνευματικό θάνατο, τήν ὁριστική ἀπομάκρυνσή
του ἀπό τόν Θεό. Καί βεβαίως γιά τήν ἀρνητική αὐτή κατάσταση ὑπάρχουν πολλά
δικαιολογητικά – τά ἀτομικά καί οἰκογενειακά προβλήματά του, τά ἐπαγγελματικά
καί τά κοινωνικά, τά ἐθνικά καί τά παγκόσμια. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο λόγος τοῦ
Θεοῦ διά στόματος τοῦ ἀποστόλου εἶνα σαφής: «Μηδέν μεριμνᾶτε». Μήν ἔχετε
ἄγχος γιά ὁτιδήποτε. Μήπως ὁ ἅγιος Παῦλος κινεῖται στό χῶρο τῆς οὐτοπίας; ᾽Ασφαλῶς
ὄχι. Ξέρει τί ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος στήν καθημερινότητά του. ῾Ο ἴδιος ἄλλωστε
«καθ᾽ ἡμέραν ἀπέθνησκεν» (Α´ Κορ. 15, 31), γι᾽ αὐτό καί παράλληλα μέ τήν
προτροπή αὐτή θέτει καί τούς ὅρους ὑπερβάσεως τοῦ ἄγχους καί τῆς μέριμνας.
2. ᾽Απαιτεῖται ὅμως μία διευκρίνηση. Τό «μηδέν μεριμνᾶτε»
τοῦ ἀποστόλου δέν νοεῖται ὡς παντελής ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος τοῦ ἀνθρώπου γιά τή
ζωή του. Κάτι τέτοιο θά ἦταν σαφής ἄρνηση τῆς ζωῆς καί ἄρα καί τοῦ θελήματος τοῦ
Θεοῦ. ῾Ο Θεός μᾶς ἔδωσε νοῦ καί δυνάμεις γιά νά μποροῦμε νά φροντίζουμε τόν ἑαυτό
μας, ὅπως καί αὐτούς πού ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς. Τό «μηδέν μεριμνᾶτε»
λοιπόν πρέπει νά νοηθεῖ ὡς ἀπομάκρυνση καί ἄρνηση τῆς ἀγωνιώδους μέριμνας, αὐτοῦ πού χαρακτηρίσαμε ὡς ἄγχος. Εἶναι τό ἴδιο
πού εἶπε ὁ Κύριος: «μήν ἀγχώνεστε λέγοντας τί θά φᾶμε ἤ τί θά πιοῦμε ἤ τί θά
ντυθοῦμε. Διότι ὅλα αὐτά τά ἐπιζητοῦν οἱ ἐκτός τῆς πίστεως ἄνθρωποι. Γνωρίζει ὀ
Πατέρας σας ὁ Οὐράνιος ὅτι τά ἔχετε ἀνάγκη ὅλα αὐτά» (Ματθ. 6, 31-32). Ὁπότε
καταδικάζεται ἐκείνη ἡ μέριμνα πού προϋποθέτει τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης τοῦ ἀνθρώπου
στόν Θεό.
3. ῾Η ἀρνητική προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου
συμπληρώνεται καί ἑρμηνεύεται. Νά μήν ἔχουμε ἄγχος, διότι ὡς χριστιανοί «σέ
κάθε περίπτωση μέ τήν προσευχή καί τήν δέησή μας πού γίνεται μέ εὐχαριστία ἀναφέρουμε
τά αἰτήματά μας πρός τόν Θεό». Γιά τή χριστιανική πίστη μας δηλαδή τό ἄγχος δέν
ὑπερβαίνεται πρωτίστως μέ τά διάφορα ψυχοφάρμακα, μέ τήν ἀποκλειστική καταφυγή
στόν ἰατρό, μέ τήν ἀποφυγή ἴσως τῶν διαφόρων εὐθυνῶν πού ἔχουμε ἀναλάβει στόν
κόσμο τοῦτο. Τό ἄγχος ὑπερβαίνεται μέ τήν ἀναφορά μας διά τῆς προσευχῆς στόν
Θεό.
Ποιός ὁ βαθύτερος λόγος τῆς ἀλήθειας αὐτῆς; «῾Ο Κύριος
ἐγγύς». ῾Ο Κύριος εἶναι κοντά μας. Κι ἀφοῦ εἶναι κοντά μας, γιατί νά
μεριμνοῦμε, γιατί νά ἔχουμε ἄγχος; ῞Οταν ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔλεγε καί λέγει «ὁ
Κύριος ἐγγύς» ἐννοεῖ δύο πράγματα: Πρῶτον, ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας, διότι ὄχι
μόνον εἶναι ὁ Δημιουργός μας, ἀλλά καί ὁ συντηρητής καί ὁ προνοητής τῆς ζωῆς
μας. Εἶναι ᾽Εκεῖνος ἀπό τόν ῾Οποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας. «Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ
διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» (Πρ. ᾽Απ. 17, 25). Εἶναι μάλιστα
περισσότερο κοντά μας ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στόν ἑαυτό μας. «῾Υμῶν δέ καί
αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30). ῎Αν μάλιστα
σκεφτοῦμε ὅτι εἴμαστε μέλη Του καί συνεχῶς μᾶς προσφέρει «πρός βρῶσιν καί
πόσιν» τό σῶμα καί τό αἷμα Του, καταλαβαίνουμε ὅτι εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον,
«σύσσωμοι καί σύναιμοι Αὐτῷ», μέ προοπτική νά αὐξήσουμε στό ἀνώτερο
δυνατό τή μεταξύ μας σχέση. Δεύτερον, εἶναι κοντά μας καί μέ μία ἄλλη ἔννοια: ὅτι
ὅπου νά ᾽ναι ὁ Κύριος ξανάρχεται στήν Δευτέρα Παρουσία Του – μία προσμονή πού ἔκανε
τούς πρώτους ἰδίως χριστιανούς νά ζοῦν ἁγία καί συνεπή ζωή, πέρα ἀπό ἄγχη καί ἀνασφάλειες.
Κι ἡ προσμονή αὐτή βεβαίως πρέπει νά εἶναι προσμονή καί τῆς δικῆς μας ζωῆς. Διότι
πράγματι, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἦλθε στήν Πρώτη ἐπί γῆς παρουσία Του, εἶναι ἕτοιμος νά
ξανάρθει ἀνά πᾶσα στιγμή. Βρισκόμαστε ἔτσι κι ἀλλιῶς μετά Χριστόν στά ἔσχατα τῶν
καιρῶν.
4. ῎Ετσι ἡ αἴσθηση τῆς ἐγγύτητας τοῦ Κυρίου στήν ζωή μας ἀποτελεῖ
τό ἰσχυρό ἀντίδοτο τῆς θανατηφόρας ἀρρώστιας τοῦ ἄγχους. Πού θά πεῖ: ἄν τό ἄγχος
δέν ἀντιμετωπισθεῖ ὡς πνευματική ἀρνητική κατάσταση, δηλαδή μέσα στό πλαίσιο τῆς
σχέσεως μέ τόν Θεό, δέν πρόκειται ποτέ νά ξεπεραστεῖ. Θά ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή
τῆς ψυχικῆς μας ἰσορροπίας καί ὑγείας. Κατά συνέπεια, στόν βαθμό πού δέν
πιστεύουμε στόν Θεό ἤ στόν βαθμό πού ὀλιγοπιστοῦμε, βιώνουμε τόν θάνατο τοῦ ἄγχους
μέσα μας. ᾽Από τήν ἄλλη: στόν βαθμό πού ἐμπιστευόμαστε τήν ὕπαρξή μας στόν Θεό,
δηλαδή ἐπιρρίπτουμε τήν μέριμνά μας σέ Αὐτόν, κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: «ἐπίρριψον
ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί Αὐτός σέ διαθρέψει», γαληνεύουμε καί εἰρηνεύουμε
μέσα μας. Διότι αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς μέ πίστη ἀναφορᾶς μας στόν Κύριο:
«ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν». Ζοῦμε δηλαδή τήν ἴδια τήν
παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, τοῦ χορηγοῦ τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης.
5. Τί πρέπει λοιπόν νά κάνουμε, ὥστε μέ πίστη νά ἔχουμε
τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τόν Θεό; ῾Ο ἀπόστολος κι ἐδῶ μᾶς δίνει τήν λύση: νά
προσέχουμε τούς λογισμούς μας καί τίς πράξεις μας. Νά λογιζόμαστε δηλαδή «ὅσα ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα
εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος», μέ ἄλλα λόγια ὁ νοῦς κι ὁ λογισμός μας νά εἶναι στόν
Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, διότι Αὐτός εἶναι ὅλα τά παραπάνω. Καί τί νά πράττουμε; «Ταῦτα
πράσσετε, ὅσα ἐμάθετε καί παρελάβετε καί ἠκούσατε καί εἴδετε ἐν ἐμοί’. Κι ὅλα
αὐτά πού ζοῦσε καί παρέδωσε ὀ ἀπόστολος ἦταν ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε, ὅταν
προσπαθοῦμε νά σκεπτόμαστε τόν Χριστό καί νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στή ζωή ᾽Εκείνου,
νιώθουμε ἐκείνη τή χάρη πού μᾶς ἀνάγει στήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί μᾶς κάνει νά ὑπερβαίνουμε
τά ἄγχη καί τίς ἀγωνιώδεις μέριμνες τῆς ζωῆς μας.
῾Η ᾽Εκκλησία μας μᾶς καλεῖ συνεχῶς, κατεξοχήν ὅμως στήν πιό ἱερή περίοδο τῆς
ζωῆς της, τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, σέ μετοχή αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Δέν ἔχουμε
παρά νά προσέλθουμε στό ἰατρεῖο της καί νά παραδοθοῦμε στά θεραπευτικά χέρια τοῦ
Χριστοῦ. Εἶναι τά χέρια πού ἁπλωμένα ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀγκάλιασαν τόν κόσμο ὅλο,
προσφέροντάς του τή λύτρωση καί τήν ἀπόλυτη καί μοναδική ἀσφάλεια πού ὑπάρχει.