«Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς
καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πρ. ᾽Απ. 6, 3)
Μία
θεωρούμενη παράδοξη ἀπάντηση, ἰδίως
γιά τά σημερινά δεδομένα, εἶναι ἡ ἀπάντηση τῶν ἀποστόλων μπροστά στό κοινωνικό
πρόβλημα πού παρουσιάστηκε στήν πρώτη κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων: μπροστά στόν
γογγυσμό τῶν ἑλληνοφώνων πιστῶν κατά τῶν ἑβραιοφώνων ὅτι παραθεωροῦνταν στήν
διανομή τῶν τροφίμων οἱ ἑλληνόφωνες χῆρες, οἱ ἀπόστολοι ἀρνοῦνται νά ἀσχοληθοῦν
οἱ ἴδιοι μέ τό πρόβλημα. «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ
Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Δέν εἶναι σωστό ἐμεῖς νά ἀφήσουμε τό κήρυγμα τοῦ
λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά ἀσχολούμαστε μέ διανομές τροφίμων). Παραπέμπουν γιά τήν
λύση του στόν ἴδιο τόν λαό, λέγοντας νά ἐκλέξει ὁ λαός αὐτός ἄνδρες μέ Πνεῦμα
Θεοῦ καί σοφία, ὥστε αὐτοί νά ἀναλάβουν τήν συγκεκριμένη διακονία τῆς διανομῆς.
Καί πράγματι, ὁ λαός συμφωνώντας μέ τήν πρόταση ἐκλέγει ἑπτά ἄνδρες, τούς ἑπτά
διακόνους τῆς πρώτης ᾽Εκκλησίας μέ πρῶτον τόν ἅγιο Στέφανο, τούς ὁποίους
χειροτονοῦν οἱ ἀπόστολοι γιά τόν σκοπό αὐτόν. Τό πρόβλημα ἐπιλύεται καί ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ συνεχίζει νά διαδίδεται, μέ ἀποτέλεσμα τήν διαρκή αὔξηση τῶν πιστῶν τῆς
᾽Εκκλησίας.
1. ῾Η φαινομενική ἄρνηση τῶν ἀποστόλων νά ἀσχοληθοῦν
οἱ ἴδιοι μέ τήν προκειμένη ἐνώπιόν τους ἀδικία στήν διανομή τῶν τροφίμων δέν εἶναι
στήν οὐσία ἄρνηση. Οἱ ἀπόστολοι μόλις μαθαίνουν γιά τό πρόβλημα πού εἶχε
παρουσιαστεῖ, ἀμέσως ἀνταποκρίνονται: κινητοποιοῦνται γιά νά δώσουν λύση. Διότι
αὐτοί εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας: οἱ ποιμένες πού
κατεστάθησαν ἀπό τόν Κύριο γιά νά ὁδηγοῦν τό ποίμνιο ῾εἰς νομάς σωτηρίους᾽,
συνεπῶς κάθε τι πού ἀπασχολεῖ τό ποίμνιο ἔχει ἀντίκτυπο σέ ἐκείνους. Γι᾽ αὐτό
καί ἡ λύση πού προτείνουν ἔχει ἀπολύτως ἐκκλησιαστικά κριτήρια.
2. ῎Ισως ὁρισμένοι
σημερινοί χριστιανοί νά σπεύδουν νά τούς κρίνουν ἀρνητικά, ὅτι τάχα δηλαδή δέν ἀσχολήθηκαν
οἱ ἴδιοι, ἀλλά ἡ κρίση τους αὐτή ὀφείλεται στά ἐλαττωματικά τους πνευματικά αἰσθητήρια.
Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι στήν ἐποχή μας, τήν πλήρη κρίσεων καί όχι μόνο οἰκονομική,
πολλοί θεωροῦν ὅτι ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν, ἡ κοινωνική προσφορά δηλαδή, εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν προτεραιότητα. ᾽Αλλά τοῦτο εἶναι
λανθασμένο. Οἱ ἀπόστολοι μᾶς καθοδηγοῦν. Κινοῦνται εἴπαμε μέ ἐκκλησιαστικά
κριτήρια, κατά τά ὁποῖα ἀφενός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικό ὄν μέ αἰώνια
προοπτική, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽, ἀφετέρου ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, ὁ καθένας δέ εἶναι ἀλλήλων μέλος. Συνεπῶς ἡ λύση πού δίνουν στό
πρόβλημα φανερώνει τήν ἱεράρχηση πού πρέπει νά γίνεται πάντοτε: βεβαίως μᾶς ἐνδιαφέρει
ὁ συνάνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί κρυμμένη παρουσία Χριστοῦ καί δική μας, ὁ
συνάνθρωπος ὅμως αὐτός δέν ἔχει μόνο ὑλικές ἀνάγκες, ἀλλά πρωτίστως πνευματικές.
῾Οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλά ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά
στόματος Θεοῦ᾽. Καί ὁ καθένας ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά λειτουργεῖ μέ βάση τήν
διακονία πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ καθόρισε χάριν αὐτοῦ τοῦ συνανθρώπου.
3. Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν κλήθηκαν
ἀπό τόν Κύριο νά εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ζωῆς καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του, συνεπῶς ἱεραρχώντας
τά πράγματα ἀφενός οἱ ἴδιοι δίνονται στό ἔργο αὐτό: ῾ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ
καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν᾽, ἀφετέρου ἀναθέτουν σέ ἄλλα μέλη τήν διακονία τῶν τραπεζῶν.
Δέν εἶναι ὅλοι γιά ὅλα, ἀλλά ῾ἕκαστος ἐφ᾽ ᾧ ἐτάχθη ἐκεῖ μενέτω᾽. Τυχόν ἐνασχόληση
τῶν ἀποστόλων καί μέ τό κήρυγμα καί μέ τήν διακονία τῶν τραπεζῶν θά ἀπεκάλυπτε ἕναν
μεγάλο ἐγωϊσμό αὐτῶν καί μία ἀλαζονική στάση τους, ἀφοῦ θά ἔδειχνε ὅτι μόνον αὐτοί
εἶναι ἱκανοί γιά ὅλα. ῾Η ταπείνωσή τους ὅμως εἶναι προφανής: ἐμπιστεύονται σέ ἄλλους
τό σπουδαῖο καί ἀναγκαῖο ἔργο τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς, γιά νά μείνουν οἱ ἴδιοι
σταθεροί στήν κλήση τους ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων συνιστᾶ αὐτό
πού σφραγίζει τό ἔργο τῆς ᾽Εκκλησίας. ῞Ο,τι ὁ Κύριος πρότεινε: ῾ζητεῖτε πρῶτον
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (ὅλα τά ἀνθρώπινα δηλαδή) προστεθήσεται ὑμῖν᾽, αὐτό συνεχίζει ἀδιάκοπα νά κάνει καί ἡ ᾽Εκκλησία Του ὡς
συνέχεια Αὐτοῦ.
4. ῾Η προτεραιότητα τῶν ἀποστόλων
γιά τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐξηγηθεῖ περισσότερο. ῾Ο λόγος τοῦ
Θεοῦ εἴτε ὡς προσφορά τῆς Θείας Κοινωνίας (προσευχή) εἴτε ὡς ἐξαγγελία στόν λαό
τοῦ Θεοῦ (κήρυγμα) συνιστᾶ προσφορά τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι τό ἔλλειμμα
στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός, ὅπου μαρτυρεῖται καί γίνεται ἀποδεκτός, δίνει τήν
ἀληθινή ζωή πού τρέφει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Χωρίς Χριστό ἡ ματαιότητα ἀποτελεῖ
τό γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί ἀποτελοῦν τούς ῾κερδισμένους᾽ τῆς ζωῆς μέ
τήν δόξα τους καί τά χρήματά τους καί τίς ἀπολαύσεις τους, εἴτε τούς ῾χαμένους᾽
μέ τήν καταφρόνια τους, τήν φτώχεια τους, τίς στερήσεις τους. ᾽Αποδοχή λοιπόν
τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σημαίνει ἀποδοχή τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος καθοδηγεῖ ἔτσι
τά βήματα τῶν ἀνθρώπων μέσα στό μυστικό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιά νά ὑπάρξει
ἡ πλήρης συσσωμάτωσή τους μέ Αὐτόν καί ἡ δυνατότητα συνεπῶς ὑπέρβασης τῆς ἁμαρτίας
καί τοῦ θανάτου. Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν διακονοῦσαν αὐτό τό ἔργο τῆς ἑνώσεως μέ τόν
Σωτήρα Χριστό καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔκαναν ὅ,τι πιό σημαντικό ὑπῆρχε ἐπί γῆς.
Τό κήρυγμα λοιπόν τῶν ἀποστόλων
ὡς μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ εἶχε τήν προτεραιότητα γι᾽ αὐτούς ἀκόμη καί ἔναντι τῶν
κοινωνικῶν προβλημάτων, γιατί χωρίς νά ὑποβαθμίζονται αὐτά ὀξύτερα ἦταν (καί εἶναι)
τά πνευματικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου – σέ ὅ,τι κυρίως ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ. Μέ τόν λόγο αὐτόν τῶν ἀποστόλων ὁ ἄνθρωπος καλεῖτο σέ μετάνοια, συνεπῶς
σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ, δι᾽ Αὐτοῦ δέ σέ εὕρεση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ
γύρω του φυσικοῦ περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια φωτιζόταν αὐτός καί ἀπεγκλωβίζετο
ἀπό τήν ἀνισορροπία τῆς ζωῆς του, ἀπό ὅ,τι δηλαδή τόν εἶχε ρίξει ὁ πονηρός καί ὁ
πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος μέ τήν γοητεία πού ἀσκεῖ πάντοτε μέσω τῶν ἀνθρωπίνων
παθῶν. Μέ ῾λυμένο᾽ ἔτσι τό βασικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό
τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, δέν δημιουργοῦνται συνθῆκες ὑπέρβασης καί τῶν
κοινωνικῶν προβλημάτων του; ῎Ανθρωπος πού τά ἔχει βρεῖ μέ τόν ἑαυτό του, καθώς λέμε,
ὅπου καί ὅπως κι ἄν ζεῖ, μέ κάποιον τρόπο θά ἐπιβιώσει καί θά ἀντέξει. ῾Η ἐμπειρία
αὐτό μᾶς διδάσκει: ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν τίποτε, ἐπειδή ὅμως ἔχουν βρεῖ τόν
Θεό καί ἔχουν εἰρηνεύσει μέ τόν ἑαυτό τους, χαίρονται καί εἶναι μακάριοι ἀκόμη
καί μέσα στήν ἀπόλυτη ἔνδειά τους.
῎Αν οἱ ἀπόστολοι
ἱεράρχησαν σωστά τά πράγματα καί μᾶς
δίδαξαν παρομοίως νά κινούμαστε κι ἐμεῖς, ἦταν γιατί ἦσαν ἑνωμένοι μέ τόν
Χριστό. ῾Η διάκριση πού εἶχαν ἦταν καρπός τῆς φωτισμένης ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ
Χριστοῦ καρδιᾶς τους. Κι ἔτσι γίνονται οἱ καθοδηγητές μας. Σέ κάθε πρόβλημα πού
ἀναφύεται στήν ζωή μας δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τό πρώτιστο: τήν σχέση μας μέ
τόν Χριστό καί τήν προσπάθειά μας νά βρισκόμαστε πάνω στόν λόγο Του. Ἡ
προτεραιότητα αὐτή θά βλέπουμε ἄμεσα ὅτι θά μᾶς φωτίζει καί γιά τήν λύση τοῦ ὅποιου
προβλήματος. ῎Ισως τελικά νά μήν ὑπάρχουν ἄλλα οὐσιαστικά προβλήματα πέρα ἀπό
τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί τήν ζωντανή ἤ μή πίστη μας.