«Αυτός ο ένδοξος
μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς ήταν επίσκοπος της Μητροπόλεως Αμασείας (που
βρίσκεται στη Μαύρη θάλασσα), κατά τους χρόνους του Λικινίου, ο οποίος ως
γαμπρός του Μ. Κωνσταντίνου από την αδελφή του Κωνσταντίνα, στάλθηκε από τον
Κωνσταντίνο κατά του Μαξιμίνου που είχε επαναστατήσει και είχε κρατήσει ως
τύραννος κάποια μέρη της Ανατολής. Βρέθηκε λοιπόν ο Λικίνιος στη Νικομήδεια,
επειδή τελείωσε η επανάσταση, και πρόσφερε θυσίες στα είδωλα. Διέταξε μάλιστα
να οδηγηθούν σ’ αυτόν ο άγιος Βασιλεύς από την Αμάσεια μαζί με μία κοπέλα που
ονομαζόταν Γλαφύρα. Αυτή η Γλαφύρα ήταν υπηρέτρια της γυναίκας του Λικινίου
Κωνσταντίνας και είχε καταλάβει ότι ο Λικίνιος λυσσούσε από έρωτα γι’ αυτήν,
κάτι που ανέφερε στην κυρία της Κωνσταντίνα. Η Κωνσταντίνα τότε της έδωσε
χρήματα και την έστειλε στην Ανατολή, μέχρις ότου από τόπου σε τόπο έφτασε στην
Αμάσεια. Πληροφορήθηκε λοιπόν ο Λικίνιος πού πήγε και ότι τα χρήματα που της έδωσε
η γυναίκα του δόθηκαν στον επίσκοπο της Αμασείας για να οικοδομήσει εκκλησία,
οπότε διέταξε να συλληφθούν και οι δύο και να οδηγηθούν προς αυτόν. Αλλά η μεν
Γλαφύρα είχε φύγει ήδη από τη ζωή αυτή, ο δε μακάριος επίσκοπος Βασιλεύς
οδηγήθηκε στη Νικομήδεια προς τον βασιλιά και δέχτηκε τον διά ξίφους θάνατο,
αφού ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και κατέπτυσε την πλάνη των νομιζομένων θεών
και τη ματαιότητά τους. Του κόψανε λοιπόν τον αυχένα και από το πλοίο που τον
έβαλαν τον έριξαν στη θάλασσα, ρίχνοντας από τη μια μεριά το κεφάλι του και από
την άλλη το σώμα του, τα οποία όμως ενώθηκαν θαυματουργικά στη φυσική τους πριν
αρμονία. Βρέθηκε λοιπόν σώος ο άγιος στον κόλπο της Σινώπης, όταν κάποιοι
ψαράδες τον έπιασαν στα δίχτυα τους τραβώντας τον προς την ξηρά, γεγονός που
έμαθε από άγγελο Κυρίου ένας χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος, ο οποίος ήταν και
ο πρώτος που υποδέχτηκε στον σπίτι του τον άγιο στη Νικομήδεια. Ο Ελπιδοφόρος,
μαζί με τους διακόνους του αγίου που τον είχαν ακολουθήσει από την Αμάσεια, τον
Θεότιμο και τον Παρθένιο, ήλθαν και πήραν το άγιο λείψανο και αφού το τίμησαν
με μύρα και ωδές, το έφεραν στην Αμάσεια».
Τρία είναι τα κύρια σημεία στα οποία εμμένει ο άγιος υμνογράφος
Ιωσήφ για τον άγιο Βασιλέα: Πρώτον, η οσία βιοτή του Βασιλέως˙ δεύτερον, το
μαρτυρικό τέλος του με το οποίο ο ίδιος έγινε ιερέας του εαυτού του˙ τρίτον, η βοήθεια
που παρέσχε στην αγία Γλαφύρα που εξίσου εορτάζει σήμερα.
Πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος
επίσκοπος Αμασείας δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, έστω καλός χριστιανός. Ήταν
από εκείνους τους θερμουργούς της πίστεως που το Πνεύμα το Άγιον είχε βρει
τόπον αναπαύσεως στην ύπαρξή του λόγω της καθαρής του καρδιάς. Άλλωστε τούτο
συνιστά ένα από τα κύρια στοιχεία της πίστεώς μας κατά τον λόγο του ίδιου του
Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος
επίσκοπος λοιπόν αγωνιζόταν τον πνευματικό αγώνα «εκ βρέφους» (ωδή η΄),
προσβλέποντας πάντοτε σ’ αυτό που συνιστά το τέλος όλων: τη θέωσή του, την «ατέτελεστη»
αυτή τελειότητα, η οποία προϋποθέτει τον από τον Κύριο φωτισμό και τον αγώνα της
καθάρσεως της καρδιάς. «Θεούμενος» λοιπόν από την ένωσή του με τον Κύριο και
βλέποντάς Τον ήδη εν πίστει από τη ζωή αυτή, αριθμήθηκε στην εκκλησία των
πρωτοτόκων αδελφών, των αγίων δηλαδή, οπότε έκτοτε τον θεωρεί καθαρότερα, «πρόσωπον
προς πρόσωπον». «Αριθμήθηκες στην ομάδα των πρωτοτόκων, καθώς θεωνόσουν από τη
μέθεξη των θείων ενεργειών, βλέποντας τώρα καθαρότερα την ωραιότητα του
Δεσπότου Χριστού, μάρτυς αήττητε, Βασιλέα θεόσοφε και μακάριε» (ωδή γ΄). «Έκανες
τον λογισμό σου αυτοκράτορα και παρίστασαι επάξια ενώπιον του Θεού. Κι αυτό
γιατί κυριάρχησες απέναντι σε όλα τα πάθη σου, μακάριε, ενισχυμένος από τον
θεϊκό νόμο» (στιχ. εσπ.). Και μέσα στον πνευματικό αυτόν αγώνα αυτονόητα
εντάσσεται και το έργο του ως αρχιερέα: και οι προσευχές του και το κήρυγμά
του, να φανερώνει τα της πίστεως και να εξαρθρώνει κάθε τι αιρετικό και
ειδωλολατρικό. «Διέλυσες τον χειμώνα των αιρέσεων με τη θέρμη των πανσόφων σου
διδαγμάτων, όπως και καθάρισες την ομίχλη των ειδώλων με το φως των άθλων σου»
(ωδή γ΄).
Το μαρτυρικό τέλος του αγίου Βασιλέως αποτελεί ξεχωριστό
αντικείμενο προσέγγισης από τον άγιο υμνογράφο, ιδίως η ρίψη του στη θάλασσα με
τη θαυμαστή ένωση και πάλι της κεφαλής του με το υπόλοιπο σώμα του – δώρο Θεού στους
πιστούς (ωδή ε΄). Ιερουργεί τον εαυτό του, σημειώνει ο υμνογράφος, όντας
ταυτόχρονα ιερέας και θύμα – μία συνέχεια του ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος ως ο
Μόνος και Απόλυτος Αρχιερέας θυσιάζει όχι κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο Του τον
εαυτό. «Έγινες ιερέας του εαυτού σου θυσιάζοντάς τον ως πανάμωμο αρνί,
παμμακάριστε» (ωδή δ΄)˙ «έγινες ιερέας του εαυτού σου, γι’ αυτό και οδηγήθηκες
ως ιερέας και σφάγιο μαζί στην αθάνατη και μυστική τράπεζα» (ωδή η΄). Για να
επισημάνει μία πνευματική αλήθεια που διαφεύγει τις εξωτερικές προσεγγίσεις: «Με
τις ροές των αιμάτων σου, θεία χάριτι, ξήρανες τη θάλασσα της πονηρής αθεΐας»
(ωδή δ΄). «Ξήρανες τα νερά της πλάνης με τα ρεύματα των ιερών αιμάτων σου» (ωδή
ς΄). Η πνευματική αυτή αλήθεια εξαγγέλλει το μυστήριο της χριστιανικής πίστεως:
όσο τα όργανα του σκότους και της πλάνης στρέφονται κατά των χριστιανών με
σκοπό τη βίαια εξάλειψή τους, τόσο το αίμα τους θεριεύει το δέντρο της πίστεως.
Τα αίματα των αγίων μαρτύρων ως χαρισματική συνέχεια του Αίματος του Πρώτου
Μάρτυρος Κυρίου Ιησού Χριστού συνιστούν τη μεγαλύτερη δύναμη εξάλειψης της πλάνης
και της αθεΐας – «εξοντώνεται» ένας άγιος; Πολλαπλασιάζεται και απλώνεται η
αλήθεια, ενώ καταργείται η πλάνη. Όλη η χριστιανική ιστορία αποτελεί την
επιβεβαίωση της πραγματικότητας αυτής. Και πώς αλλιώς, όταν στον Σταυρό του
Κυρίου που σ’ Αυτόν μετέχουν και όλοι οι άγιοι μάρτυρες και όλοι οι χριστιανοί
καταργήθηκε η αμαρτία, πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο διάβολος;
Κι ακόμη ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος παίρνει αφορμή για να
εξάρει τη μεγάλη και σπουδαία προσωπικότητα της Γλαφύρας, μίας κατά κόσμο απλής
γυναίκας, υπηρέτριας, που όμως το μέγεθός της ξεπερνά και τους ουρανούς! Γιατί;
Διότι υπήρξε γνήσιο μέλος Χριστού και εν Αυτώ αγκαλιάζει και αυτή τα σύμπαντα.
Θυμίζει η Γλαφύρα τον άγιο πάγκαλο Ιωσήφ από την Π. Διαθήκη, αυτόν που προτυπώνει
τον Κύριο Ιησού Χριστό. Κι εκείνος έχοντας ενώπιόν Του τον Κύριο ξέφυγε από τις
αμαρτωλές ορέξεις της κυρίας του, της γυναίκας του αξωματούχου της Αιγύπτου
Πετεφρή. Προτίμησε μάλιστα να βγει στους δρόμους γυμνός παρά να υποκύψει στην
πονηρία, αναδεικνυόμενος μέγιστος από τους Πατριάρχες και στον κόσμο τούτο αλλά
και στη βασιλεία του Θεού. Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη Γλαφύρα;
Δέχεται τις δαιμονικές επιθέσεις του βασιλιά Λικίνιου και όχι μόνο δεν τις «εκμεταλλεύεται»
όπως πιθανόν θα έκαναν άλλες, αλλά φυγαδεύεται από την κυρία της, για να μείνει
αγνή και καθαρή ενώπιον του Κυρίου της. Ο ποιητής με λυρισμό μεγάλο σημειώνει: «Η
Γλαφύρα ξέφυγε από τον καταστροφικό για την ψυχή της βόθρο και βρήκε εσένα,
Πατέρα Βασιλέα, ως λιμάνι της σωτηρίας. Γι’
αυτό και γενόμενη νύμφη Χριστού του Δημιουργού της χαίρεται
κραυγάζοντας: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει άγιος εκτός από Εσένα, Κύριε»
(ωδή γ΄). Κι αλλού: «Πατέρα, οδήγησες τη Γλαφύρα στον Νυμφίο Χριστό ως νύμφη
λαμπροφορεμένη όλη από τις αρετές και από την παρθενία, κι αφού την κόσμησες με
τις διδαχές σου την έκανες άξια του νυμφώνα Του, όπου μαζί χαίρεστε στις ουράνιες
σκηνές» (ωδή ζ΄).
Είθε ο μεγάλος άγιος και προορατικός και διορατικός (ωδή ε΄) Βασιλεύς να πρεσβεύει αδιάκοπα και για εμάς διοχετεύοντας τη χάρη του Κυρίου σε κάθε ψυχικό και σωματικό αρρώστημά μας (ωδή θ΄).