«Οι γονείς των
αγίων αυτών ήταν ευσεβείς άνθρωποι που έμεναν στην Παλαιστίνη και ήταν
ιδιαιτέρως φιλόξενοι. Με τη φροντίδα τους τα παιδιά τους εκπαιδεύτηκαν σε κάθε
φιλοσοφία, και τη χριστιανική και την εξωεκκλησιαστική, οπότε μετέπειτα έγιναν
μοναχοί και μάλιστα χειροτονήθηκαν και πρεσβύτεροι. Όταν ο δυσσεβής βασιλιάς
Θεόφιλος, τις πρώτες δεκαετίες του ένατου αιώνα, στράφηκε με μανία κατά των
αγίων εικόνων κι εμπόδιζε την προσκύνησή τους, οι άγιοι αυτοί, ως πάνσοφοι,
απεστάλησαν από τον πατριάρχη των Ιεροσολύμων προς τον μισόχριστο βασιλιά με
έναν λίβελλο, δηλαδή με ένα έγγραφο που εξέθετε επακριβώς και αταλάντευτα τη
χριστιανική πίστη. Στάθηκαν λοιπόν κατά πρόσωπον ενώπιόν του και τον έλεγξαν ως
θεομάχο για τις κατά των εικόνων ενέργειές του. Εκείνος εξοργισμένος τους
έκλεισε στη φυλακή για πολύ χρόνο. Έπειτα ο ανόσιος έστειλε και του έφεραν από
τη φυλακή τον μακάριο Θεόδωρο κι αφού τον κτύπησε με σφοδρότητα και σκάλισε
στην όψη του στίχους ιαμβικούς, τον έστειλε πίσω στη φυλακή. Τα ίδια έκανε και
στον αδελφό του Θεοφάνη, τον οποίο εξόρισε στη Θεσσαλονίκη. Ο Θεοφάνης μετά την
καταστροφή του δυσσεβούς Θεοφίλου ανακλήθηκε από τους νέους ευσεβείς βασιλείς
Μιχαήλ και Θεοδώρα και έγινε Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Νικαίας από τον
Πατριάρχη Μεθόδιο, ο οποίος κατέλυσε τη χριστιανομάχο αίρεση της εικονομαχίας.
Κι έτσι, αφού διακυβέρνησε με θεοφιλή τρόπο την Εκκλησία και το ποίμνιό του,
έφυγε από τη ζωή αυτή».
Τα δύο αυτά άγια αδέλφια, Θεοφάνης και Θεόδωρος,
αποτελούν ομολογητές της Εκκλησίας μας – βασανίστηκαν για την πίστη τους χωρίς
το μαρτύριό τους να τους οδηγήσει στο θάνατο. Κι ο μεν ένας, ο Θεόδωρος, πέθανε
τελικώς στην εξορία μετά τα βάσανα που υπέστη από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο
(ο άγιος εορτάζει ξεχωριστά την 27η Δεκεμβρίου), ο δε Θεοφάνης,
είδαμε και στο σύντομο συναξάρι του, υπέστη κι αυτός μαρτύρια, εξορίστηκε, αλλά
τελικώς έζησε, για να φύγει από τη ζωή αυτή ως Μητροπολίτης Νικαίας μέσα στην
αγάπη του ποιμνίου του. Εκείνο που είναι ξεχωριστό στην περίπτωσή τους είναι
ότι και των δύο τα πρόσωπα χαράχτηκαν από πυρωμένο σίδερο για να γραφούν πάνω τους
κάποιοι ιαμβικοί στίχοι. Κι οι στίχοι αυτοί είναι οι εξής:
«Πάντων ποθούντων
προστρέχειν προς την πόλιν / όπου πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες / έστησαν, εις
σύστασιν της οικουμένης, / ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω, / σκεύη πονηρά
δεισιδαίμονος πλάνης. / Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας, / πράξαντες δεινά
αισχρά δυσσεβοφρόνως, / εκείθεν ηλάθησαν, ως αποστάται, / προς την πόλιν δε του
κράτους πεφευγότες, / ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας. / Όθεν γραφέντες, ως
κακούργοι, την θέαν, / κατακρίνονται και διώκονται πάλιν» (Καθώς όλοι
ποθούν να προστρέχουν προς την πόλη στην οποία στάθηκαν οι πάναγνοι πόδες του
Θεού Λόγου, προκειμένου να φτιάξουν και να στερεώσουν την οικουμένη, φάνηκαν
στον σεβάσμιο αυτόν τόπο αυτοί που είναι τα πονηρά σκεύη της δεισιδαίμονος
πλάνης. Εκεί λοιπόν αφού έκαναν λόγω της απιστίας και τους δυσσεβούς φρονήματός
τους πολλά φοβερά και αισχρά, απελάθηκαν από εκεί ως αποστάτες. Κι ενώ
κατέφυγαν προς την πόλη του κράτους, δεν εγκατέλειψαν τις άνομες μωρίες τους.
Για τον λόγο αυτόν αφού γράφτηκαν στο πρόσωπό τους ως κακούργοι, κατακρίνονται
και διώκονται πάλι).
Κι αυτό είναι το τραγικό με την περίπτωση των αγίων
αυτών, (και πάμπολλων βεβαίως άλλων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη σκληρότατη
περίοδο της εικονομαχίας, η οποία ταλάνισε την Εκκλησία και τη βυζαντινή
αυτοκρατορία σε δύο φάσεις (717-787 και 815-843)): να βασανίζονται για την
ορθόδοξη πίστη τους από τους βασανιστές εκείνους που πίστευαν ότι αγωνίζονται
για την «καθαρότητα» της πίστεως αυτής! Θέλουμε να πούμε ότι οι εικονομάχοι,
αυτοί που ήταν ενάντιοι στις εικόνες, θεωρούσαν λόγω λανθασμένης πίστεως –
υποκρυπτόταν στην άρνηση των εικόνων η χριστολογική (μονοφυσιτισμός ή
νεστοριανισμός) αίρεσή τους – ότι αυτοί που αποδέχονται την εξεικόνιση του
Χριστού, της Παναγίας και των αγίων είναι ειδωλολάτρες. Συνεπώς θεωρούσαν ότι «διαφυλάσσουν»
την ορθή χριστιανική πίστη! Και βλέπουμε να επιβεβαιώνεται και σ’ αυτούς ό,τι ο
ίδιος ο Κύριος είχε πει στους μαθητές Του: θα έλθει ώρα που θα σας βασανίζουν
και θα σας σέρνουν στις φυλακές, πιστεύοντας ότι προσφέρουν έτσι λατρεία στον
Θεό!
Τι υπήρχε πίσω από τη χριστολογική αίρεση της εικονομαχίας,
η οποία έφτανε σε σημείο σκληροτάτων βασάνων και μαρτυρίων κατά των
αποδεχομένων τις εικόνες; Αυτό που επισημαίνουμε σε όλες τις αιρέσεις: η
αποθέωση της προσωπικής γνώμης, η επιβολή του «αυτό εγώ νομίζω», συνεπώς ο
εξοβελισμός κάθε εκκλησιαστικής πίστεως. Αλλά γνωρίζουμε ότι η χριστιανική
πίστη είναι ορθή, προβάλλει δηλαδή την αληθινή εικόνα του Χριστού, μόνον όταν
είναι αποστολική και εκκλησιαστική. Έξω από εκεί που λειτουργεί το σώμα του
Χριστού, έξω από εκείνο που εκφράζει τη φωνή της Εκκλησίας, δηλαδή τη Σύνοδο
(είτε είναι η Αποστολική Σύνοδος είτε η Οικουμενική είτε και μία τοπική σύνοδος
που βρίσκεται σε ευθεία σχέση προς το πνεύμα το αποστολικό), δεν έχουμε την
αλήθεια – η όποια εξωεκκλησιαστική φωνή είναι η φωνή των παθών του ανθρώπου και
η φωνή του Πονηρού διαβόλου! Κι αυτό το
βλέπουμε περίτρανα και στην περίπτωση των εικονομάχων – η στάση του εικονομάχου
βασιλιά Θεόφιλου κατά των αγίων Θεοδώρου και Θεοφάνους ήταν στάση κατά της Εκκλησίας.
Διότι ο βασιλιάς θεωρούσε ότι εκείνος και οι συν αυτώ ήταν το κριτήριο της αλήθειας.
Την παραπάνω αλήθεια ότι οι άγιοι Θεοφάνης και Θεόδωρος
αγωνίζονταν κατά της αιρέσεως, φανερώνοντας την εκκλησιαστική πίστη ως
απεσταλμένοι της τοπικής τους Εκκλησίας, τονίζουν διαρκώς και οι εκκλησιαστικοί
ύμνοι της ακολουθίας του Θεοφάνους. «Με τη πυρίφθογγη γλώσσα σου ως βροντή
κήρυξες τα θεία και κατέφλεξες τα ζιζάνια των δυσσεβών εχθρών» ακούμε αίφνης
ήδη απαρχής του εσπερινού. Και το ίδιο σε όλον τον κανόνα του όρθρου: «Εξαστράπτοντας
τις θείες αστραπές των δογμάτων, έκανες πέρα μακριά κάθε σκοτεινιά της αίρεσης»
(ωδή α΄). «Φάνηκες σαν μάχαιρα Θεού που κόβει τις μηχανουργίες των αιρετικών,
γιατί ενισχυόσουν από το θείο Πνεύμα» (ωδή δ΄).
Αλλά εκεί που
εξίσου φτάσει σε ύψη η υμνολογία του αγίου ήταν όταν εξαγγέλλει το ιδιαίτερο
χάρισμα που ο Θεός είχε δώσει στον άγιο δούλο Του: το υμνογραφικό χάρισμα. Ο
άγιος Θεοφάνης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και πολυγραφότερους υμνογράφους
της Εκκλησίας, μαζί με τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο. Με μία αποτίμηση έχει
συνθέσει, «ως λύρα του αγίου Πνεύματος και καλλικέλαδο αηδόνι» (ωδή η΄), 420
κανόνες, 5 τριώδια και διώδια, 138 στιχηρά προσόμοια και ιδιόμελα, 3 κοντάκια
και μία έμμετρη ευχή στη Θεοτόκο. «Φωτίστηκε η ψυχή σου από τις θεϊκές λάμψεις»
σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων ο δικός του υμνογράφος, «οπότε κατέφλεξες με το
πυρ της εγκρατείας τις ηδονές των παθών, μελωδώντας ειλικρινά: Ας ψάλουμε άσμα
για τον Χριστό» (ωδή α΄). «Επειδή ήσουν σαν τον ήλιο, παμμακάριστε, εξαπέστειλες
θεϊκές ακτίνες με το να ανυμνείς τα βασανιστήρια των μαρτύρων, τις στρεβλώσεις
και τις μάστιγες και τους μεγάλους και παράδοξους αγώνες τους» (ωδή ς΄). «Δοξολογώντας
ειλικρινά την πάναγνη Δέσποινα με τη γλώσσα σου, Θεοφάνη, κελάδησες λόγια
φωτόμορφα, δημιουργώντας ιλαρότητα στα πλήθη των πιστών και στις καρδιές των
σοφών» (ωδή ς΄).
Βάσανα, μαρτύρια και εξορία, δύναμη εξαγγελίας των δογμάτων της πίστεως, υμνολόγηση του Κυρίου, της Παναγίας, των αγίων, καλή διαποίμανση των πιστών – η ζωή του αγίου Θεοφάνους. Γι’ αυτό και «έχοντας ολοκληρώσει τον δρόμο του, μετέβη στα Ουράνια μαζί με τον Χριστό, κραυγάζοντας με τους αγγέλους: Ευλογητός είσαι Κύριε, ο Θεός των Πατέρων μας» (ωδή ζ΄).