«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750 μ.Χ.), γεννημένος μάλλον
στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του
αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική
δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση
και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό,
Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε
σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε
πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους
γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και
μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την
τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα
συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη
Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος
Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε
επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το
ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα,
οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον
ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με
πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την
σάλπιγγα, την κελαδούσαν τα σωτήρια του Χριστού παθήματα και τα θαύματα και της
Πανάγνου την κοίμησιν», «τον πνευματικόν ασματογράφον», «την θεόβρυτον πηγήν»
θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που
μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές
εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των
Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού
ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι
δικά του πονήματα. Ο υμνογράφος της εορτής του έχει απολύτως επίγνωση της
πραγματικότητας αυτής: ένας τόσο σπουδαίος ποιητής μόνον από έναν εξίσου μεγάλο
ποιητή μπορεί να υμνηθεί. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τον Δαυίδ. Πρέπει κανείς
να είναι στο μεγαλείο του προφητάνακτα για να αποδώσει με τον αρμόζοντα τρόπο
τα θεία για τον άγιο Κοσμά μελωδήματα. «Δαυιτικοίς άσμασι τον πνευματικόν
ασματογράφον ευφημήσωμεν». Κι ακόμη: και η ίδια η κοίμησή του πρέπει να
αποδοθεί με τρόπο μελωδικό. «Νόμοις καθεπόμενοι τοις σοις, μακάριε,
εξυμνήσαι προεθέμεθα σην προς τα άνω εκδημίαν». Ακολουθώντας τους δικούς
σου νόμους, μακάριε, (δηλαδή να εκφράζεσαι με ύμνους), έχουμε την πρόθεση να
εξυμνήσουμε την εκδημία σου προς τον Θεό.
Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα
ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του
βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους
μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε
και τον δίκαιο Άβελ! «Συ τον Άβελ παρεζήλωσας φέρων τας απαρχάς των σων λόγων
ως θρεμμάτων θυσίας» λέει για παράδειγμα. Δηλαδή: Ζήλεψες, συ Κοσμά, τον
Άβελ, γιατί πρόσφερες (όπως εκείνος στον Θεό τα καλύτερα ζώα του) τις απαρχές
των λόγων σου, σαν θυσίες ζώων. Μιμήθηκες τον Αβραάμ, θα πει αλλού, που θυσίασε
πρόθυμα τον υιό του Ισαάκ: κι εσύ θυσίασες τον εαυτό σου, σαν άλλον Ισαάκ, με
το μαρτύριο της συνειδήσεώς σου. «…θυσιάζων Ισαάκ ώσπερ άλλον το πρόθυμον,
Αβραάμ…μιμησάμενος». Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του
αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε
τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου
προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η
εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα
ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο
τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και
μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί
μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο,
που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο
λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία.
Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρωτίστως αισθητικοί. Ώστε
και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. Ας
κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος (δεν μας
ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του) είχε αναφέρει
σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας
ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το
γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή
του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον
μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική
δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια
την ποίηση.
Είναι εξαιρετικής σημασίας όμως, νομίζουμε, και κάτι που αναφέρει το συναξάρι για τον άγιο Κοσμά, αλλά και για τον αδελφό του, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Και οι δύο αναδείχτηκαν μεγάλοι και υπέροχοι υμνογράφοι και μελωδοί. Πώς έφτασαν σ’ αυτό το σημείο; Ήταν μόνον το υπάρχον ταλέντο τους; Η καλλιτεχνική φύση και ο ποιητικός χαρακτήρας τους; Ασφαλώς και αυτό. Αν όμως δεν υπήρχε ο δάσκαλός τους, ο Κοσμάς ο Καλαβρός, ο ξένος όπως επίσης λέγεται, δεν ξέρουμε αν θα είχαν ενεργοποιήσει σ’ αυτόν τον βαθμό το χάρισμά τους. Με άλλα λόγια, βεβαίως υπήρχε η «μαγιά», αλλά επισημάνθηκε αυτή και καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε από τον δάσκαλό τους. Κι αυτό είναι μία σπουδαία παρατήρηση, η οποία αναδεικνύει και το ρόλο του πραγματικού δασκάλου. Ο δάσκαλος είναι εκεί όχι μόνον για να προσφέρει γνώσεις, αλλά κυρίως να «ψυχανεμίζεται» όπως λέμε, τα χαρίσματα των μαθητών του. Κι είναι μεγάλη η ευλογία να βρει κανείς τέτοιους δασκάλους, γεγονός που επιβεβαιώνει την πανθομολογούμενη αλήθεια πως ό,τι και να γίνει στον κόσμο, όσο και να «προχωρήσει» η ανθρωπότητα στις τεχνολογίες και τις εφευρέσεις, ο δάσκαλος θα παραμένει πάντοτε μοναδικός και αναντικατάστατος. Για έναν και μοναδικό ακριβώς λόγο: η ζωή (ο μαθητής) συναντάται και τρέφεται από την ίδια τη ζωή (τον δάσκαλο).