Τα κείμενα και οι λόγοι του αγίου Συμεών είναι τόσο
ζωντανοί, «σαν το ψάρι που μόλις το ’χεις βγάλεις απ’ τη θάλασσα»! Δεν έχει
φτιασίδια περιττά δηλαδή ο λόγος του αγίου Πατέρα, είναι ατόφιο χρυσάφι και ασήμι
– σου μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά, γιατί προφανώς είναι λόγος σαρκωμένος από
τον ίδιο. Κι αυτό σημαίνει ότι ερχόμενος σ’ επαφή με τον όποιο κείμενό του…
κινδυνεύεις! Κινδυνεύεις γιατί αμέσως καταλαβαίνεις ότι πρέπει να αλλάξεις, να
μετανοήσεις, να κλάψεις και να πενθήσεις. Ή στην καλύτερη περίπτωση, να
προχωρήσεις και να ανεβείς - ο λόγος του λειτουργεί σαν μία πνευματική
κολυμβήθρα. Διαφορετικά δεν αντέχεις. Κλείνεις το κείμενο και το βάζεις στα
πόδια. Γιατί ακόμη δεν είσαι έτοιμος – τα πάθη σου έχουν το πολύ πάνω χέρι μέσα
στην καρδιά σου. Καταλαβαίνεις τότε γιατί αντιδρούσαν αρκετοί άνθρωποι της εποχής
του όταν τον άκουγαν: ήταν σαν να τους έβαζε το μαχαίρι στο κόκκαλο! Τους πετσόκοβε!
Ήταν σαν τον λόγο του Χριστού την εποχή Του: οι καλοπροαίρετοι Τον άκουγαν και
μετανοούσαν˙ οι κακοπροαίρετοι ή και απλώς ανέτοιμοι αντιδρούσαν. Κι ήθελαν να
Τον βγάλουν απ’ τη μέση, γιατί το φως της διδασκαλίας Του αποκάλυπτε τα
σκοτεινά και βρώμικα μονοπάτια της καρδιάς τους. Μπροστά Του και μπροστά στον
λόγο Του ξεμπροστιάζονταν. «Τομώτερος ὑπέρ
πᾶσαν δίστομον μάχαιραν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», για να θυμηθούμε και τον
απόστολο Παύλο.
Ο λόγος του αγίου λειτουργεί λοιπόν κάπως έτσι: σαν φως
αλλά και σαν μαχαίρι. Αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι μέσα στην ατμόσφαιρα της Καινής
Διαθήκης, αλλά και ολόκληρης της Γραφής. Και κυρίως νιώθεις ότι συμπορεύεται με
τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και με τον απόστολο Παύλο. Κι ακόμη˙ με τον άγιο
Ιγνάτιο τον Θεοφόρο και με τον άγιο Χρυσόστομο. Οπότε κάνεις αυτόματα δύο
σκέψεις. Ό,τι λέει ο άγιος Συμεών δεν είναι δικό του – δεν κάνει φιλοσοφία ούτε
θέλει να πρωτοτυπήσει, που θα πει να βγάλει μία αρρωστημένη αλοαζονεία. Ο λόγος
του είναι η επακριβής παρουσίαση της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, της εμπειρικής
και βιωμένης εκφοράς του λόγου του Θεού˙ είναι μία μαρτυρία και μία διήγηση!
Και δεύτερον, νιώθεις τους κραδασμούς της αγάπης του προς τον Κύριο και Θεό
του. Ο Χριστός για τον άγιο είναι ακριβώς ο βαθύς έρωτάς του και το απόλυτο
κέντρο της ζωής του. Σαν να ψηλαφάς και πάλι τον αγαπημένο άγιο Ιγνάτιο, ο
οποίος κραύγαζε «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται».
Μόνον κάτω από αυτήν την προϋπόθεση, της βαθειάς αγάπης προς τον Χριστό, μπορεί
να καταλάβει κανείς τον λόγο του αγίου Συμεών. Και μάλιστα δοσμένος ο λόγος του
αυτός με την καλλιέπεια που είχαν φροντίσει ν’ αποκτήσει οι ευσεβείς γονείς του
από τις καλές σπουδές του.
Λοιπόν, λόγος αγιογραφικός, λόγος ακραιφνώς πατερικός,
λόγος εκκλησιαστικός, λόγος βαθιά βιωματικός, λόγος καλλιεπής, είναι ο λόγος
του αγίου, γι’ αυτός και λόγος κοφτερός χωρίς περιστροφές, συνάμα όμως και απείρως
παρηγορητικός.
Ένα πολύ μικρό δείγμα από τους λόγους του, και μάλιστα
απόσπασμα από αυτόν που αναφέρεται στην Ελεημοσύνη, τυχαίο θα έλεγε κανείς,
έρχεται προς επίρρωση των παραπάνω εκτιμήσεων.
«Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε
νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι
καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση
καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη
βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε.
Οἱ
μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά
συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό
ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ’
αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25,
40). Αὐτό τό λόγο δέν τόν εἶπε ὁ Κύριος μόνο γιά τούς φτωχούς, ὅπως νομίζουν
μερικοί, καί γιά ὅσους στεροῦνται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἄλλους
ἀδελφούς μας πού χάνονται, ὄχι γιατί στεροῦνται τό ψωμί καί τό νερό, ἀλλά ἀπό τή
μεγάλη καί βαριά πείνα πού δημιουργεῖ ἡ ἀνυπακοή καί ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν
τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἀμώς 8, 11). Διότι ὅσο εἶναι ἡ ψυχή ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, τόσο
εἶναι καί ἡ πνευματική τροφή ἀνώτερη ἀπό τή σωματική. Καί νομίζω ὅτι γι’ αὐτήν
τήν τροφή λέει ὁ Κύριος «πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε
νά πιῶ νερό» (Λουκ. 12, 23), παρά γιά τή φθαρτή ὑλική τροφή.
Πράγματι,
πεινᾶ ὁ Χριστός καί διψᾶ τή σωτηρία τοῦ καθενός μας. Καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή
ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία
χωρίς τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν.
Δηλαδή μέ τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τρέφεται ἀπό μᾶς ὁ Δεσπότης
μας Θεός καί Κύριος τοῦ παντός! Διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς
οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις καί παίρνουν δύναμη ἐναντίον
μας -ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ὑποφέρουν ἀπό ἀσιτία καί χάνουν τή
δύναμή τους- ἔτσι σκέπτομαι ὅτι τρέφεται ἀπό μᾶς, ἤ καί τό ἀντίθετο, παραμελεῖται
καί πεινᾶ καί Ἐκεῖνος πού «ἐπτώχευσε» (Β’ Κορ. 8, 9) γιά τή σωτηρία μας…
…Γι’ αὐτό τό λόγο προσέλαβε σάρκα. Ἀκριβῶς
γιά νά μπορεῖς ἐσύ νά γίνεις μέτοχος στή θεότητά Του. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάσεις τόν
ἑαυτό σου γιά τήν ὑποδοχή Ἐκείνου, τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι Τόν ὑποδέχεσαι. Ὅταν
δηλαδή πεινᾶς καί διψᾶς γιά Ἐκεῖνον, αὐτό λογίζεται τροφή καί ποτό για Αὐτόν. Πῶς;
Ἐπειδή μέ τήν πτωχεία καί τά παρόμοια ἔργα καί τίς πράξεις σου καθαρίζεις τήν
ψυχή σου καί ἀπαλλάσσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή φθορά καί τό μολυσμό τῶν παθῶν.
Καί ὁ Χριστός πού σέ προσέλαβε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι ἔκανε δικά Του ὅλα τά
δικά σου καί ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά σέ κάνει θεό “κατά χάριν”, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνος, αὐτά πού κάνεις ἐσύ στόν ἑαυτό σου τά θεωρεῖ παθήματα δικά Του καί λέει:
«Ὅ,τι ἔκανες στήν ταπεινή ψυχή σου, σέ μένα τό ἔκανες» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Διότι,
πράγματι, μέ ποιά ἄλλα ἔργα εὐαρέστησαν τόν Θεό ἐκεῖνοι πού ἔζησαν στά σπήλαια
καί στά ὄρη; Ὁπωσδήποτε μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ τή μετάνοια, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη,
ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλο τόν κόσμο καί ἀκολούθησαν Αὐτόν μόνο…».