«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης
της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου
Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος.Ο άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το
μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι
Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους,
και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου, μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων
αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».
Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και
ακόλουθοι του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων
αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι
θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του
αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας
τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας. Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου
πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο
αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρωτίστως στα έργα
και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο
και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη
δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή
η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία,
επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος. Κατά τον σοφό και
άγιο υμνογράφο «Με μαρτύριο ολοκληρώσατε
τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα
διάνοια και τέλειο φρόνημα»∙ «Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων
του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε,
αθλήσατε με υπομονή και δύναμη».
Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω,
διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: ότι συνιστά αυτή το φως και το
κάλλος του κόσμου: «στόλισαν οι άγιοι τον κόσμο με το φως της ορθοδοξίας», «γιατί έλαμπαν από την ορθοδοξία με το άγιον
Πνεύμα», εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο
σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Ξεφύγατε
εντελώς από τη σκοτεινιά του Αρείου»˙ «κατέστρεψαν οι άγιοι τη διαίρεση του Αρείου και του Νεστορίου, καθώς
απομακρύνθηκαν από τη σύγχυση του Σαβέλλιου και του Σεβήρου». Είναι αυτό
που έλεγε και ο όσιος Παΐσιος ο
αγιορείτης μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει
σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρωμιά, που όσο
κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για
το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια:
κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία
του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη
ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο
στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.
Θυμάται κανείς στο σημείο αυτό και το περιστατικό που καταγράφεται στο Γεροντικό με τον όσιο αββά Αγάθωνα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.