Ο όσιος Στυλιανός θεωρείται προστάτης των παιδιών: των νηπίων, των
βρεφών, των νεογνών. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του να θεραπεύονται τα παιδιά με την επίκληση του
ονόματός του, που γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους (Συναξάρι). Ποια η αιτία του χαρίσματος αυτού; Κατά τον
υμνογράφο του μακαριστό Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννίτη, επειδή αγιάστηκε ήδη
από την κοιλιά της μητέρας του. «Ηγίασε,
Πάτερ, σε ο Θεός εκ κοιλίας μητρός». Κι αυτό γιατί ο Θεός προείδε με την
παγγνωσία Του τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια
χαρίσματα και σημεία. «Εξ απαλών ονύχων ο Θεός σ’ έκανε δικό Του, γιατί προείδε
την αγαθή ζωή σου». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον
υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια αναστήματα του παρελθόντος, που και
αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον ένθεο προφήτη Σαμουήλ, τον ένδοξο
προφήτη Ιερεμία, τον Πρόδρομο του Κυρίου, μέγα Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν
μία συρρίκνωση της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία τον
προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους
της ζωής της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας ανεδείχθης, μακάριε» (απολυτίκιο).
Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού
Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, όμως ο Ίδιος θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να
στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος είπε ότι οι μαθητές
Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο «μέχρι τα πέρατα της γης». Από
την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο
Στυλιανό που «ακολούθησε τον Χριστό με τέλειο φρόνημα», γίνεται κι αυτός ένας
στύλος της Εκκλησίας: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας
στο πρόσωπό του την παρουσία Εκείνου.
Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του; Ο άγιος «διέπρεψε στην
καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των
αρετών ως άγγελος». Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να
ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του
αναφέρει ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας» και «της εγκρατείας αληθής
υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «καθώς θεώρησε
βδέλυγμα εντελώς την αίσθηση των φθαρτών», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος
από άγγελο του Θεού. Η εγκράτειά του όμως δεν πρέπει να εννοηθεί αιρετικά: ως
αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή από
άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, χριστιανικά, είναι η
απομάκρυνση από τη γοητεία του κόσμου των αισθήσεων, διότι ο χριστιανός έχει
προσανατολίσει με αγάπη τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια
δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο
πιστός εγκρατεύεται ως προς όλα» (Παύλος).
Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν αγωνίζεται να απεγκλωβιστεί από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να ακολουθεί κανείς τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου και όχι με τον Χριστό. Έτσι η εγκράτεια κατανοείται με θετικό τρόπο: σαν το ελατήριο που συμπιεζόμενο φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Οπότε ασκούμενη σωστά δίνει τη δύναμη για να «πετάξει» ο άνθρωπος ακολουθώντας τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Τα έχασαν με την ασκητική σου διαγωγή, σοφέ Στυλιανέ, όσοι σε είδαν να ζεις σαν άγγελος από τον έρωτα του Θεού που είχες», σημειώνει για τον άγιο επί του θέματος ο υμνογράφος. Να δώσει ο Θεός διά του αγίου να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’ έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από ποικίλες κρίσεις, αλλά παραδέρνεται συνήθως από τις διάφορες ηδονές.