«Ο όσιος Στέφανος
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 715 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς, τον Ιωάννη
και την Άννα. Ασκήθηκε από τη νεότητά του στη μονή του αγίου Αυξεντίου, που
ήταν στη Βιθυνία. Η μονή βρισκόταν σε υψηλό τόπο, που ονομαζόταν Βουνό του
αγίου Αυξεντίου. Έγινε ηγούμενος των μοναχών εκεί. Η φήμη των πνευματικών του
αγώνων ακούστηκε παντού και η ευωδία των αρετών του οδήγησε πολλούς σ’
αυτόν. Απέθανε με μαρτυρικό θάνατο λόγω της προσκύνησης των αγίων εικόνων, επί
Κωνσταντίνου του καλουμένου Κοπρωνύμου. Προ του μαρτυρικού τέλους του, ο
Κοπρώνυμος τον κατεδίκασε επί ένδεκα μήνες σε δεσμά και φυλακές. Έπειτα διέταξε
και τον έσυραν κατά γης και τον λιθοβόλησαν σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, εξ ου
και επονομάστηκε νέος Στέφανος. Τον κτύπησαν στη συνέχεια με ξύλο στα μηνίγγια
και αφού του συνέτριψαν το κεφάλι, άφησε το πνεύμα του το 767 μ.Χ.».
Ο άγιος Ιωσήφ, ο
υμνογράφος του οσίου, δεν μπορεί να μην τονίσει αφενός το διπλό στεφάνι που
έλαβε ο Στέφανος από τον αγωνοθέτη Κύριο: «της μοναχικής ασκήσεως και της
μαρτυρικής αθλήσεως», αφετέρου το παρόμοιο τέλος που είχε με τον ομώνυμό του
πρωτομάρτυρα Στέφανο, δηλαδή το τέλος διά λιθοβολισμού και κτυπημάτων («ο
παράνομος λαός σε κτύπησε με λίθους σκληρά σαν τον πρώταθλο Στέφανο, και την
κάρα σου, πάτερ, την αγία τη συνέτριψε»). Κατά πάγια μάλιστα τακτική των
Πατέρων της Εκκλησίας μας, κάτι που ακολουθεί και ο άγιος Ιωσήφ, τα δύο
στεφάνια, της άσκησης και του μαρτυρίου, συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους
με τη σχέση αιτίου και αιτιατού: η ασκητική του άθληση οδήγησε και στο
μαρτύριο, σαν να ήταν το μαρτύριο το επιστέγασμα των ασκητικών του καμάτων («Ο
αγωνοθέτης μόνος Θεός μας, ο Χριστός, όσιε Στέφανε, στεφάνωσε με μαρτυρικές
τιμές τους ασκητικούς σου πράγματι κόπους»). Κι είναι αλήθεια. Πλην εξαιρέσεων,
το μαρτύριο του αίματος μπορεί να το περάσει μόνον εκείνος που έχει αθληθεί στο
μαρτύριο της συνειδήσεως, κάτι που κατεξοχήν φανερώνεται με τους ασκητικούς
καμάτους.
Ο όσιος Στέφανος
οδηγήθηκε στο μαρτύριο λόγω της επιμονής του στην ορθόδοξη πίστη, που την εποχή
εκείνη (8ος μ.Χ. αιώνας) αποδεικνυόταν με την αποδοχή των αγίων
εικόνων. Ήταν από εκείνους που κατεξοχήν με την πράξη της ζωής του συνέβαλε στη
στερέωση του ορθοδόξου φρονήματος – μη ξεχνάμε ότι η εικονομαχία ήταν στην
πραγματικότητα χριστολογική αίρεση, δηλαδή αμφισβητούσε την αληθινή εικόνα του
Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – γι’ αυτό και είχε και ο ίδιος εικόνες∙ του
Κυρίου, της Παναγίας, των άλλων αγίων, τις οποίες σεβόταν, ασπαζόταν,
προσκυνούσε, απονέμοντας βεβαίως τιμητική προσκύνηση σ’ αυτές. Ένας ύμνος
μάλιστα του υμνογράφου μας αποδίδει «ζωγραφικά» τη στάση του οσίου απέναντι
στις εικόνες. Ο όσιος γονατιστός προφανώς «μπροστά στην εικόνα της Παναγίας
Μητέρας του Κυρίου μας, τον Οποίο βαστάζει στην αγκαλιά της, κατασπάζεται
ένδακρυς Εκείνη και τον Υιό Της, προσευχόμενος να δώσουν λύση στο πρόβλημα που
ταλάνιζε την Εκκλησία και νιώθοντας αισθητά τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η
οποία τον ενδυνάμωνε να βδελυχθεί το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβούς βασιλιά,
συνεπώς και να δώσει και την ίδια τη ζωή υπέρ της αληθούς πίστεως».
Η περιγραφή του υμνογράφου εν προκειμένω γίνεται σημείο προσανατολισμού. Στο κάθε πρόβλημα, δικό μας ή των άλλων, η προσευχητική στάση μας μπροστά στην εικόνα του Κυρίου και της Παναγίας μας είναι το κατεξοχήν όπλο μας. Η προσευχή αυτή, ενδυναμούμενη και από κάποια προσπάθεια εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας, μας οδηγεί στη διέξοδο των προβλημάτων μας. Κι η σπουδαιότερη διέξοδος τις περισσότερες φορές είναι η από τον Κύριο προσφορά της χάρης της υπομονής, ώστε να αντέχουμε τα προβλήματα.