Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

 


Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία – που με τον καιρό αυξάνονταν μετά από έρευνες δικές του και άλλων γνωστών του – και ολοκλήρωσε κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Το γεγονός ότι ένας άγιος γράφει για έναν άλλον άγιο δείχνει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος και δίνει την εσωτερική πληροφορία ότι αυτό που γράφεται είναι έγκυρο κι έχει τη σφραγίδα του Πνεύματος του Θεού. Αυτό δεν συμβαίνει διαχρονικά μάλιστα στην Εκκλησία μας; Πόσοι άγιοι έγραψαν για προγενεστέρους αυτών, όπως ο άγιος Αθανάσιος για παράδειγμα για τον όσιο Αντώνιο τον μεγάλο; Αναπαύεται λοιπόν η ψυχή μας, καθώς διεξερχόμαστε τον βίο του αγίου Χατζεφεντή, γινόμενοι μέτοχοι της χάρης που ζούσε ο βιογράφος του με την έκθεση των μαρτυριών που συνέλεξε. Δεν θέλουμε να επεκταθούμε ιδιαιτέρως στον βίο αυτό – είναι πολύ εύκολο να τον αναζητήσει κανείς και να τον εύρει, καθώς μάλιστα δεν έχει μεγάλη έκταση – όσο να σταθούμε σε κάποιο σημείο που θίγει ο άγιος Παῒσιος από τη ζωή του νεώτερου αυτού οσίου Καππαδόκου.

Το μόνο που θα θέλαμε ίσως να πούμε από τα βιογραφικά του είναι ότι γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα, από μικρός ένιωσε τη χάρη των αγίων που τον έστρεψαν στον πόθο του Θεού, σπούδασε γιατί είχε σπουδαίο χωρητικό νου, χειροτονήθηκε κληρικός και υπήρξε δάσκαλος στα παιδιά των χωριών της περιοχής του, επέδειξε ως κληρικός σπάνια θυσιαστική διάθεση έναντι του ποιμνίου του και όχι μόνο, χαριτώθηκε από τον Θεό με προορατικό και θαυματουργικό χάρισμα που το γεύονταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είχε έντονο πατριωτισμό ώστε να πρωτοστατεί στη διακράτηση και καλλιέργεια του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων που ήταν βουτηγμένοι μέσα στην Τουρκιά, ήταν ατρόμητος και θαρραλέος σαν λιοντάρι, κι όλα αυτά μέσα σε μια σκληρή ασκητικότητα ως προς τον εαυτό του που εκφραζόταν αδιάκοπα ως βαθιά ταπείνωση (αγωνιζόταν διακαώς να κρυφτεί με ένα είδος σαλότητας) και απέραντη αγάπη προς όλους. Το 1924 αναγκάστηκε κι αυτός μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες να φύγει από την πατρίδα του και να καταφύγει στη Μεγάλη Πατρίδα, την Ελλάδα, όπου φτάνοντας στην Κέρκυρα, μετά από σαράντα ημέρες, όπως είχε προφητεύσει, παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στα χέρια του Δημιουργού του. Το 1958 ο άγιος Παῒσιος έκανε την ανακομιδή των λειψάντων του και τα πήγε στην Κόνιτσα και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Φεβρουάριο του 1986 τον ενέταξε επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας.

Ποιο το σημείο που θέλουμε να σταθούμε; Σ’ αυτό που γράφει ο όσιος Γέρων Παῒσιος από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος και η διαδικασία της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτη, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισής του και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε που έβλεπε την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους. Κι ίσως δικαιολογημένα: κήρυττε τον λόγο του Θεού, επιχειρούσε να τους ανεβάσει σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο, να τους κάνει δηλαδή μετόχους της χάρης του Θεού, ενώ εκείνοι κινούνταν σε επίπεδο «σαρκικό». Δεν προκαλεί έναν εργάτη του Θεού το επίπεδο αυτό; Διότι φανερώνει ότι η προτεραιότητα των ανθρώπων αυτών είναι τα υλικά και επίγεια, είναι τα πάθη τους και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο φιλόσοφοι της ζωής λένε πως το πάθος γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο – η εξάλειψή του μοιάζει με «θάνατο» του ανθρώπου και προκαλεί τη μέγιστη οδύνη. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος για παράδειγμα συχνά υπενθύμιζε ότι δεν πρέπει να συνηθίζουμε να υποχωρούμε στα πάθη μας, γιατί η συνήθεια αυτή καθίσταται δεύτερη φύση μας. «Μή συνήθιζε ἧτταν ἐν πολέμῳ. Ἡ γάρ συνήθεια δευτέρα φύσις ἐστίν». Οπότε, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την οδύνη και την «ανησυχία» των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης» κατά τον λόγο του αποστόλου «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρετικές περιπτώσεις που κάποιος πληγώνεται τόσο πολύ από την αγάπη του Χριστού, ώστε διαμιάς να φτάσει στο απόλυτο γι’ αυτόν δυνατό, σαν τον ευγνώμονα ληστή δίπλα στον Χριστό ή σαν την οσία Παϊσία που έφερε σε μετάνοια ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός (Γεροντικό). Αλλά μιλάμε για τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις και όχι για τις εξαιρέσεις, όπου «η μία ώρα της μετανοίας γίνεται δεκτή από τον Θεό περισσότερο από τη μετάνοια πολλών που επιμένουν πολύ καιρό σ’ αυτήν, γιατί δεν δείχνουν τη θερμότητα που πρέπει».

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».