Μνήμη του αγαπημένου
οσίου Γέροντος Ιακώβου του εν Ευβοίᾳ σήμερα, η επομένη ημερολογιακά μετά την εις
Κύριον οσιακή εκδημία του, την 21η Νοεμβρίου 1991. Έχουν γραφεί και
γράφονται πολλά για τον όσιο αυτόν της εποχής μας, δεδομένου ότι πάμπολλοι ήταν
εκείνοι που ήλθαν σ’ επαφή μαζί του, τον άκουσαν, τον είδαν, τον παρατήρησαν
καλά, τον ψηλάφησαν, αλλά λιγότεροι εκείνοι που είχαν ανοικτές τις πνευματικές
τους αισθήσεις για να οσφρανθούν και να γευτούν την αγιότητα που εξέπεμπε, ώστε
να παρακινηθούν ακόμη περισσότερο στον αγώνα της μετανοίας και της πνευματικής
τους προκοπής. Διότι ως γνωστόν η συναναστροφή με έναν άγιο δεν φέρνει αυτονόητα
την επί τα βελτίω διάθεση ενός ανθρώπου. Η συναναστροφή μπορεί να είναι
επιφανειακή, σαν ένα θέαμα ενός «παράδοξου» γεγονότος, αλλά μπορεί επίσης να
είναι μία ώρα χάρης Θεού – εκεί που υπάρχει στον άνθρωπο ετοιμότητα συνάντησης
με Εκείνον.
Αυτό που θα θέλαμε να
σημειώσουμε είναι ένα περιστατικό μαζί του, όπου είπε σε μία μικρή ομάδα που
τον είχαμε επισκεφτεί το 1989, το πώς προκλήθηκε από μία (μακαριστή πια)
συγγραφέα (που κι εκείνη είχε έλθει μαζί με κάποιους επιστήμονες λίγο καιρό
πρωτύτερα από εμάς) για την ύπαρξη ή μη του Θεού στην εποχή μας. «”Υπάρχει
Θεός, Γέροντα;” με ρώτησε», είπε ο όσιος, «κι εγώ της απάντησα: «Ζει Κύριος ο
Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!»
Προφανώς η μακαριστή
συγγραφέας, γνωστή για την ορθόδοξη πίστη της και την ομολογιακή διάθεσή της,
δεν αμφισβητούσε τον Θεό. Ευρισκόμενη μαζί με άλλους, που ίσως δεν είχαν την
ίδια πίστη μ’ εκείνην, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον όσιο Γέροντα για να
αποσπάσει μία απάντηση, η οποία θα ήταν έκφραση της αγίας βιοτής του, μία
μαρτυρία κυριολεκτικά ενός ανθρώπου που είχε γεύση και αίσθηση Θεού. Πόσες
φορές άλλωστε δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει για παρόμοιες καταστάσεις, ακόμη
και στο Γεροντικό, όπου άνθρωποι της Εκκλησίας επισκεπτόμενοι οσίους ασκητές
τούς πείραζαν κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου ακριβώς να αποσπάσουν μία
ομολογία, η οποία θα τους οδηγούσε σε αποκάλυψη του θησαυρού της καρδιάς τους;
Όλοι για παράδειγμα έχουμε διαβάσει για το «πείραγμα» που έκαναν συνασκητές του
μεγάλου οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος, οι οποίοι τον «κέντριζαν» λέγοντάς του «εσύ
δεν είσαι ο Μωυσής, ο εγωιστής, ο πόρνος, ο μοιχός, ο φιλήδονος;». Για να
εισπράξουν την απάντηση: «Ναι, πράγματι εγώ είμαι. Εύχεσθε ο Θεός να μου δώσει
μετάνοια». Η πρόκλησή τους δηλαδή γινόταν με καλοπροαίρετη διάθεση, για να
αποκαλυφθεί το πνευματικό ύψος του αββά Μωυσή.
Κάτι παρόμοιο λοιπόν πρέπει να έγινε και με τη συγγραφέα σε σχέση με τον όσιο Ιάκωβο. Η
ερώτησή της δεν προϋπέθετε απιστία, αλλ' ήταν πρόκληση να «κλέψει» η πιστή αυτή
γυναίκα κάτι από τον κρυμμένο θησαυρό του αγίου, κι ίσως – το πιθανότερο όπως
είπαμε - να του δώσει την αφορμή να μιλήσει για την εμπειρία που είχε του Θεού,
ώστε να ακούσουν και να ωφεληθούν οι γνωστοί και φίλοι της. Και πράγματι, αυτό
και έγινε. Ενώ φάνηκε ότι «πειράχτηκε» ο όσιος – αυτή ήταν η αίσθηση που
απεκόμισα εκείνην τη στιγμή – όμως με τη βροντώδη φωνή του της απάντησε με τον
παραπάνω τρόπο: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!».
Κι αυτό ήταν ακριβώς το
διαρκές βίωμα του αγίου Ιακώβου. Όσοι τον πλησίαζαν και τον συναναστρέφονταν
αυτό πρωτίστως εισέπρατταν – ο άγιος μετάγγιζε μ’ έναν τρόπο μυστικό τη ζωντανή
παρουσία Χριστού του Θεού, τον Οποίον
ανέπνεε την κάθε στιγμή της ζωής του. Κι είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για το
ίδιο βίωμα που είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεώτεροι:
ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής τους, κατά τον τρόπο που το μαρτυρεί ο
απόστολος Παύλος: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ
δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Είναι συγκλονιστικό να διαβάζει κανείς την παρεμφερή
ομολογία που έκανε ο μεγάλος επίσης λόγιος όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, όταν ρωτήθηκε
προς το τέλος της ζωής του από κάποιον προσκυνητή για να πει κάτι για τη ζωή
του. «Το μόνο που βλέπω», απάντησε εκείνος, «στρέφοντας το βλέμμα μου στον
εαυτό μου, είναι μόνον ο Χριστός».
Και πρόκειται για
ομολογία των αγίων, η οποία ναι μεν αποκαλύπτει την κοινωνία που είχαν με τον
ζωντανό Θεό, αλλά ταυτοχρόνως συνιστά και την... κατάργηση κάθε απορίας.
Θέλουμε να πούμε ότι όταν ένας κοινός άνθρωπος, πιστός έστω, βρεθεί μέσα στην «ακτίνα»
δράσεως ενός αγίου ανθρώπου, εκεί αναβιβάζεται σε άλλο επίπεδο, πέρα από τα κοινά επίγεια μέτρα – εκεί που
υπερβαίνεται η λογική και «απασφαλίζονται» και άλλες διαστάσεις της ύπαρξης του
ανθρώπου. Όπως το σημειώνει σπουδαίος
σύγχρονος θεολόγος, (συγγενής μάλιστα του οσίου Σωφρονίου), ο οποίος ασχολήθηκε
επισταμένως και με τη θεολογία του οσίου, ο π. Νικόλαος Σαχάρωφ. «Ο γέροντας Σωφρόνιος», γράφει, «επικαλείται το αγιογραφικό “ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ
ἐμέ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν” (Ιωάν. 16,23): κατά την ώρα της θείας αποκάλυψης και
της ζώσας κοινωνίας με τον Θεό, καμιάς μορφής διανοητική αναζήτηση ή έρευνα δεν
έχει θέση». Για να συμπληρώσει: «Το
χωρίο επιβεβαιώνει ότι η νοητική πτυχή του ανθρώπου δεν είναι ο μόνος (ούτε καν
ο βασικός) αποδέκτης του ευαγγελικού λόγου... “πᾶσα προβληματική καταπίπτει, εὐθύς
ὡς ὁ ἄνθρωπος φθάση εἰς ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ” (Ιωάν. 16, 23)».
Για τον άγιο Ιάκωβο,
είπαμε και παραπάνω, γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται πολλά: είναι ένας
από τους μάρτυρες του ζωντανού Θεού μας που χάρισε ο Χριστός στην Εκκλησία Του.
Μπροστά σε μία τέτοια δωρεά, (τόσο μεγάλη μάλιστα που κι αυτός ο σύγχρονος
άγιος μεγάλος Πορφύριος έλεγε ότι «ο Ιάκωβος έχει τα πολλά χαρίσματα, αλλά τα
κρύβει» - τόσο ταπεινός ήταν!) το μόνο που πρέπει να κάνουμε οι απλοί πιστοί
είναι να δοξολογήσουμε τον Θεό, να νιώσουμε τη μικρότητά μας, να μετανοήσουμε. Και
βεβαίως να καταλάβουμε ότι πίσω από τα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου, πίσω από
τον πλούτο της χάρης του Θεού που είχε, με την οποία καθαιρούσε κάθε ύψωμα και
υπερηφάνεια ανθρώπινη, κρυβόταν ένας ανελέητος κατά του (παλαιού) εαυτού του
αγώνας μέχρις εσχάτων. Ο όσιος Ιάκωβος «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», κατά το
κοινώς πατερικό λεγόμενο, γι’ αυτό και η όποια αναφορά μας σ’ αυτόν γίνεται με
διάθεση που σέβεται απείρως και τη ματωμένη οδύνη του πνευματικού αγώνα του και
τη δοξολογική του πια αναστημένη κατάσταση. Ο άγιος πια ζει κι αυτός «ἐν χώρᾳ ζώντων».