«Ἀσμένως λαοί, τήν Νηστείαν ἀσπασώμεθα· ἔφθασε γάρ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων
ἡ ἀρχή· ἀφήσωμεν τῆς σαρκός τήν εὐπάθειαν, αὐξήσωμεν τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα,
συγκακοπαθήσωμεν ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, ἵνα καί συνδοξασθῶμεν ὡς τέκνα Θεοῦ· καί τό
Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ἡμῖν οἰκῆσαν, φωτίσῃ τάς ψυχάς ἡμῶν» (Ἰδιόμελον, ἦχος
γ΄. Ἀπόστιχα τῶν αἴνων).
(Ἄς ἀποδεχθοῦμε, πιστοί, τή
νηστεία μέ εὐχαρίστηση, γιατί ἔφτασε ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἄς ἀφήσουμε
τήν εὐπάθεια τῆς σάρκας, ἄς αὐξήσουμε τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς, ἄς
συγκακοπαθήσουμε ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, προκειμένου νά δοξασθοῦμε μαζί Του ὡς τέκνα
Θεοῦ. Καί ἔτσι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ κατοικήσει μέσα μας, νά φωτίσει τίς ψυχές μας).
Ἡ Ἐκκλησία μας καί πάλι διά τοῦ ὑμνογράφου της
εἶναι ἀπόλυτα προσγειωμένη στήν πραγματικότητα τῶν μελῶν της. Ἐνῶ οἱ πιστοί ὡς
μέλη Χριστοῦ ἔχουμε πάρει διά τοῦ μυστηρίων, ἰδίως τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ
χρίσματος, τή δύναμη νά μήν ἁμαρτάνουμε, πού θά πεῖ ὅτι ἀδιάκοπα πρέπει νά πορευόμαστε
πάνω στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «ἀφορῶντες εἰς Αὐτόν ὡς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν»
καί κοινωνώντας Τον στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅμως ἡ ἴδια ἡ ζωή ἀποδεικνύει
ὅτι αὐτό σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό γιατί τά προβλήματα καί ἡ
καθημερινότητα ἀπορροφοῦν τόσο πολύ τήν ἐνέργεια τοῦ χριστιανοῦ, ὥστε χάνει αὐτό
πού πρέπει νά εἶναι ἡ προτεραιότητά του, ἡ σχέση του ἀκριβῶς μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό. Τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ»,
πού προέτρεψε ὁ Κύριος, δυστυχῶς ἀποτελεῖ «ψιλό γράμμα» γιά τούς πολλούς ἤ ἀνέφικτη
πραγματικότητα στόν κόσμο τοῦτο πού ζοῦμε. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία μας, διαπιστώνοντας
τόν ἐλλειμματικό χριστιανισμό μας, μᾶς κρούει τόν κώδωνα τῆς ἀφύπνισης: ἔφτασε,
μᾶς λέει, καί πάλι ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μέ τή νηστεία τῆς Σαρακοστῆς.
Τουλάχιστον τώρα, ἄς προσανατολιστοῦμε ὀρθά, δηλαδή ἄς ζήσουμε μαζί μέ τόν
Χριστό, προκειμένου νά λάβουμε τή δόξα πού ἀπολαμβάνουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, πού
σημαίνει νά ἐνεργοποιηθεῖ μέσα στίς καρδιές ἀλλά καί στό σῶμα μας ὁ φωτισμός τοῦ
ἁγίου Πνεύματος. Ἀδιάκοπο ἐμπόδιο στήν πρός τά πρόσω πορεία μας εἶναι ἡ εὐπάθεια
τῆς σαρκός μας, ἡ ὁποία πολύ εὔκολα προσκλίνει στά φιλήδονα πάθη της, ἀναζητώντας
διαρκῶς τήν ἄνεσή της καί σχηματίζοντας ἔτσι στήν ψυχή ἕνα παχύ στρῶμα
πνευματικοῦ «λίπους» πού τήν κάνει ἀδύνατη νά νιώσει τήν παρουσία τῆς
χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιλογή συνεπῶς τῆς νηστείας, ὡς περιορισμοῦ τῶν φιλήδονων
τάσεων καί ὁρμῶν τῆς σαρκός, εἶναι μονόδρομος γιά τόν εὐαισθητοποιημένο κάπως
χριστιανό, γι’ αὐτό καί μέ χαρά κάθε φορά πού ἔρχεται ἡ Σαρακοστή σπεύδει νά
τήν ἐνστερνισθεῖ καί νά τήν ἀγκαλιάσει.