Τρίτη 5 Μαρτίου 2019

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ… ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΑΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ


Ο Ιουλιανός βάδιζε με μεγάλα βήματα κάτω από τον πυρωμένο ουρανό του μεσημεριού. Πλησίαζε τα πρώτα σπίτια της πόλης της Ιεριχώς κι ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το λιοκαμένο πρόσωπό του και ύγραινε  τα γένια του.  Κάποιους διαβάτες που πέτυχε στον δρόμο του ούτε που τους κοίταξε. Κι όχι μόνο δεν τους κοίταξε, αλλά έκοψε λίγο δρόμο προκειμένου να αποφύγει εντελώς το συναπάντημά τους. Ο νους του ήταν θολωμένος κι η καρδιά του χοροπηδούσε ακανόνιστα μέσα του. Αν τον έβλεπε κανείς από κοντά θα καταλάβαινε αμέσως την ταραχή που τον διακατείχε, κυρίως από τα μάτια του που φαίνονταν σκιασμένα και που πάσχιζε να τα κρατά διαρκώς στραμμένα προς τη γη.
Κάποιο δέντρο με παχιά σκιά έγινε το προσωρινό καταφύγιό του. Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν υπήρχε κανείς άλλος τέτοια ώρα το καταμεσήμερο, και μία μικρή πηγή που κάποιος καλός άνθρωπος είχε φροντίσει να φτιάξει για τους κουρασμένους ταξιδιώτες έσβησε τη δίψα του και δρόσισε το κεφάλι του. Άφησε τα νερά να στάζουν πάνω του κι έγειρε για λίγο στη ρίζα του δέντρου. Ανασηκώθηκε σε λίγο – δεν βολευόταν. Κάθισε πάλι κι έπιασε με τα χέρια του τα δυο του πόδια. Το κεφάλι του βαρύ τ’ ακούμπησε κι αυτό στα πόδια και προσπάθησε, μάταια όμως, να κάνει κάποια προσευχή.
«Θεέ μου, Χριστέ μου, τι πάω να κάνω; Παναγία μου, βοήθησέ με, λυπήσου με». Τα λόγια της προσευχής λέγονταν μα φαίνονταν να μην… εισακούονται.  Οι λογισμοί που τον είχαν κατακλύσει εδώ και αρκετό καιρό δεν έλεγαν να φύγουν. Αντίθετα, αύξαναν και του προκαλούσαν ένα είδος ζάλης, που τον έκανε μερικές φορές να παραπατάει. Σαραντάρης ο Ιουλιανός κι αυτό που περνούσε δεν του είχε ξανασυμβεί. Τι συνέβαινε λοιπόν με τον ώριμο αυτόν άνδρα που τον έκανε να ζει μία αληθινή τραγωδία;
Ο Ιουλιανός! Το καμάρι του μοναστηριού του Πενθουκλά, όχι πολύ μακριά από την ιστορική πόλη της Ιεριχώς, εκεί που ο Θεός βοήθησε τους Ισραηλίτες με ηγέτη τον Ιησού του Ναυή, τον διάδοχο του Μωυσή, εκεί που σχέτισε ο ίδιος ο Κύριος τη σπουδαία παραβολή Του του καλού Σαμαρείτη. «Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἰεριχώ καί λησταῖς περιέπεσεν…». Εικοσάχρονος ήταν όταν εισήλθε για πρώτη φορά στο ιστορικό κοινόβιο. Ο Γέροντας τον είδε και κατάλαβε με την πρώτη ματιά περί τίνος επρόκειτο. «Σπάνια περίπτωση νέου που η καρδιά του φλέγεται από αγάπη Χριστού», είπε και στους άλλους καλόγερους, κι αμέσως τον δέχτηκαν. Πέρασε τον προβλεπόμενο καιρό της δοκιμασίας, φανέρωσε το ήθος του με την υποδειγματική υπακοή και ταπείνωσή του, κάρηκε καλόγερος κι έγινε το δεξί χέρι κυριολεκτικά του ηγουμένου. Σε κάθε διακόνημα, σε κάθε υπηρεσία ο Ιουλιανός ήταν τύπος και υπογραμμός. Το «εὐλόγησον» ή το «να ‘ναι ευλογημένο» δεν έλειπαν ποτέ από τα χείλη του, ενώ το φιλακόλουθο αλλά και το φιλάνθρωπο του χαρακτήρα του είχε εκπλήξει τους πάντες. Πραγματικό καμάρι του μοναστηριού. Γι’ αυτό δεν ήταν τυχαίο ότι σ’ αυτόν άρχισαν να αναθέτουν τα σπουδαιότερα και κρισιμότερα θέματα της διαχείρισης του μοναστηριού. Κι ο Ιουλιανός πάντοτε τα έβγαζε πέρα. Ποτέ δεν γόγγυσε, ποτέ δεν δυσανασχέτησε. Κι όταν βρισκόταν μαζί με άλλον αδελφό στην πόλη της Ιεριχώς, διεκπεραίωνε το διακόνημα χωρίς το βλέμμα του να στρέφεται από δω κι από κει. Ήξερε και καταλάβαινε βεβαίως και τη «βρωμιά» της πόλης, μα πάλευε να την αντιμετωπίζει με την προσευχή, ευχόμενος και γι’ αυτούς που ταλαιπωρούνταν από τους βρόχους της αμαρτίας, για τους ταλαίπωρους που έχαναν την ψυχή τους…
Μα ήλθε η ώρα που ο Κύριος επέτρεψε να δεχτεί κι αυτός, πέρα από τους απλούς πειρασμούς, και τους μεγάλους που αγγίζουν την ίδια τη σάρκα του ανθρώπου. Όχι κάποια αρρώστια, μα τους πειρασμούς της φιληδονίας και της πορνείας, εκείνους δηλαδή που θέτουν σε κρίση την ίδια την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, και μάλιστα του χριστιανού. Και δεν ήταν τα συνήθη, και στον τομέα αυτόν, βέλη του Πονηρού που συχνά είχε αντιμετωπίσει και νικήσει, μα κάποια βέλη που ήταν γεμάτα δηλητήριο, των οποίων το βάρος έβλεπε ότι γινόταν μέσα του ασήκωτο. Είχε σπεύσει στο αρχικό στάδιο να εξομολογηθεί στον Γέροντά του. «Μη δίνεις σημασία και στρέψου περισσότερο στον Χριστό», του είπε εκείνος. «Όσο αγαπάς τον Χριστό να μη φοβάσαι την αμαρτία». Σοφά λόγια που στα πρώτα στάδια τον ανακούφισαν. Μα επανήλθαν δριμύτεροι οι πειρασμοί αυτοί, άρχισαν να τον απασχολούν μέρα και νύχτα, έβλεπε τη φύση του να φουντώνει και να πυρώνεται σε βαθμό που σηκωνόταν νύχτες και έριχνε νερό στο κεφάλι και στο σώμα του· κι αρκετές φορές κτυπούσε και πλήγωνε τη σάρκα του…
Του κάκου όμως! Ο Πονηρός είχε βρει προφανώς κάποια μικρή δίοδο – ίσως κάποια κρυμμένη υπερηφάνεια για την καλή και άψογη μέχρι τότε πορεία του – και τον δούλευε με ρυθμό καταιγιστικό. Αντί να μειώνεται ο πόλεμος αυξανόταν. Δεν θέλησε να εξαγορευτεί στον Γέροντα. Σκέφτηκε πως μόνος του θα αναμετρηθεί με τον προαιώνιο εχθρό και θα τα καταφέρει. Τόσα χρόνια στην ασκητική ζωή, τόσες μελέτες και ακούσματα που είχε, δεν μπορεί, θα έβγαινε νικητής. Και όντως! Είδε μετά από ένα διάστημα ότι άρχισε να ανακουφίζεται από τον μεγάλο πόλεμο. Και αναθάρρησε κι άρχισε να καυχάται πως ο Διάβολος δεν μπορεί να σύρει πίσω του τους αγωνιστές χριστιανούς. Ένιωθε καλά πια με τον εαυτό του. Μέχρις εκείνο το πρωινό που βγήκε από τον Ναό και πήγε να αναπαυτεί λίγο στο κελί του…
Πήγε να ξαπλώσει για να αρχίσει έπειτα τα διακονήματά του και είδε το παλιό φούντωμα και την πύρωση της σάρκας του. Δεν το περίμενε, ήλθε τόσο αναπάντεχα. Του φάνηκε μάλιστα ότι κάποια γυναίκα είχε μπει μέσα στο κελί του, που άρχισε να βγάζει τα ρούχα της. Πετάχτηκε επάνω, μα είδε το πόσο ηδονιστικά κυλούσε το θέαμα αυτό στην καρδιά του. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ», είπε, μα άκουσε μόνο τα χείλη του να προφέρουν τον ευαγγελικό τούτο λόγο – η καρδιά του ήταν αλλού πια αγκιστρωμένη. Έκανε να πλησιάσει τη γυναίκα - να την αγκαλιάσει ή να την απωθήσει; - κι είδε ότι έπιασε… αέρα! Μα, η ζημιά φαινόταν να έχει γίνει. Η οπτασία της τον είχε κυριεύσει. Έβλεπε το μυαλό του να μη δουλεύει πια κι η πύρωσή του να έχει φτάσει σε όρια.
Οι κινήσεις του έγιναν μηχανικές. Φόρεσε ένα καλύτερο ζωστικό, πήρε κάποια χρήματα που είχε για δουλειές του μοναστηριού, άνοιξε το κελί του και χωρίς να πει τίποτε, χωρίς να κοιτάξει πουθενά, δρασκέλισε τη μεγάλη θύρα του μοναστηριού. Μεσημέριαζε, ο ήλιος άρχισε να πυρώνει τα πάντα, μα η πύρωση που ένιωθε στο σώμα του τον έκανε να μην καταλαβαίνει τίποτε - φωτιά μέσα του και έξω του. Με μεγάλα βήματα, θολωμένος, μ’ ένα αίσθημα ντροπής που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, άρχισε να βαδίζει προς τη μεγάλη πόλη… Τυφλά κατευθυνόταν προς τον τόπο που πάντοτε απόφευγε σαν φίδι, όταν πήγαινε στην Ιεριχώ: το καταγώγιο της πορνείας!
Σηκώθηκε, τίναξε λίγο τα ρούχα του, κι αποφασισμένος – «ό,τι είναι να γίνει ας γινει», σκέφτηκε – βάδισε προς τον απαγορευμένο τόπο. Πλησιάζοντας ένιωσε περισσότερη ντροπή. Κλεφτά έριξε το βλέμμα γύρω του – ελάχιστοι οι περαστικοί. Είδε ότι ήταν η… ιδανική στιγμή για την εκπλήρωση του πόθου του, η καρδιά του φτεροκοπούσε. Όλη η ύπαρξή του ήταν αιχμαλωτισμένη από το πάθος του. Κατέβηκε τα σκαλιά· ένα, δύο τρία. Παραμέρισε ένα μεγάλο και βαρύ πολύχρωμο παραβάν που λειτουργούσε ως θύρα και βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Αυτό που συνάντησε όχι μόνο τον ξάφνιασε, αλλά τον έκανε να παγώσει από τον φόβο του, να οπισθοχωρήσει και να βάλει ασυναίσθητα τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του.
 Μία προχωρημένης ηλικίας γυναίκα που καθόταν ξεδιάντροπα δίπλα στο παραβάν, μόλις τον είδε έμπηξε μεγάλη και τρομαγμένη φωνή. «Μακριά, μακριά από δω, θεότρελλε! Τι θέλεις και μπήκες εδώ; Θέλεις να μας κολλήσεις όλους; Πώς μπορείς και κυκλοφορείς και μάλιστα να μπαίνεις και μέσα σε σπίτια; Φύγε…. Φύγε…! Έξω από εδώ!» Από τις φωνές της βγήκαν κάποιες γυναίκες από παρακείμενα δωμάτια, οι οποίες κι αυτές όπως και η άλλη άρχισαν να κραυγάζουν και να σπεύδουν να εξαφανιστούν μέσα στα δωμάτιά τους.
Ο Ιουλιανός μπροστά σ’ αυτά τα παράδοξα που διαδραματίζονταν εξαιτίας του, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τον λόγο, έσπευσε να εξαφανιστεί. Έκανε μεταβολή, ανέβηκε πηδώντας σχεδόν τα σκαλιά του καταγωγίου – κόντεψε να πέσει μάλιστα καθώς παραπάτησε - και βρέθηκε έξω στον καθαρό αέρα. Κοντοστάθηκε να αναπνεύσει, να συνειδητοποιήσει την κατάσταση, αλλά ήρθε δεύτερο… χτύπημα. Ένας περαστικός που τον είδε άρχισε κι αυτός να φωνάζει, να τον βρίζει, να τον απειλεί. «Τι θέλεις εδώ, λεπρέ;» κουνούσε τα χέρια του, κι έσκυψε μάλιστα να πάρει κάποια πέτρα να του πετάξει. «Φύγε από εδώ, πήγαινε μακριά να μη σε βλέπει κανείς». Άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι και ο Ιουλιανός βλέποντας τις απειλητικές τους διαθέσεις, άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της πόλης. Σταμάτησε λίγο όταν πράγματι έφτασε στα τελευταία σπίτια που δεν υπήρχε κανείς.
Το κεφάλι του βούιζε. Δεν καταλάβαινε. «Λεπρός; Με είπε λεπρό ο άλλος;» Κοίταξε τα χέρια του, ανασήκωσε το ζωστικό του να δει τα πόδια του. Το θέαμα τον πάγωσε και πάλι. Είδε τα σημάδια της αρρώστιας της λέπρας. Το σώμα του είχε γεμίσει μ’ εκείνες τις κηλίδες που έδειχναν ότι τον άγγιξε η αποτρόπαια αρρώστια. «Ώστε… γι’ αυτό αντέδρασαν όλοι έτσι!» είπε κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Προχώρησε λίγο παραπαίοντας και κάθισε σε μία πέτρα. «Χριστέ μου, τώρα καταλαβαίνω», μουρμούρισε, καθώς η αναπνοή του άρχισε να γίνεται λίγο κανονική. «Χριστέ μου, πόσο η Πρόνοιά Σου ενήργησε στην αμαρτωλότητά μου! Έπέτρεψες να μ’ επισκεφτεί η λέπρα, για να μην προχωρήσω στην αμαρτία. Κύριε, η λέπρα είναι το δώρο Σου και το νιώθω. Σε ευχαριστώ και Σε δοξολογώ». Γονάτισε ο Ιουλιανός και άρχισε να κάνει βαθιές μετάνοιες. Τα δάκρυα έβρεχαν χωρίς σταματημό το πρόσωπό του. Η μετάνοιά του τον έκανε να θέλει να βγάλει την καρδιά του και να την προσφέρει στον Ουράνιο Πατέρα. Ενάλλασσε το «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε», μέ τό «Συγχώρησέ με τον αμαρτωλό και άθλιο».
 
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο μοναστήρι. Όλα είχαν φωτιστεί μέσα του και γύρω του. Ήξερε ότι η πτώση του ήταν μεγάλη – ενώπιον του Κυρίου ένιωθε ότι ήταν ήδη πόρνος – μα ήξερε καλά ότι η αγάπη του Κυρίου, η αγάπη του Γέροντά του ήταν πιο μεγάλη από την πτώση του. Τα βήματά του γρήγορα τον έφεραν στο κελί του Γέροντα. Πεσμένος μπρούμυτα στην εξομολόγησή του επανελάμβανε διαρκώς: «Ο Θεός, Γέροντα, μου προκάλεσε αυτήν την τόσο αποκρουστική αρρώστια, για να σωθεί η ψυχή μου». Η δοξολογία του προς τον Θεό ήταν έκτοτε ολόψυχη.  

                      (Από "Λειμωνάριον" Ι. Μόσχου, κεφ. 14)