Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

ΣΤΗΝ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ… (1)


Ο παπα-Χριστόδουλος κοντοστάθηκε μια στιγμή, σαν να μέτρησε και πάλι αυτό που πήγε να κάνει, ύψωσε νοερά τα μάτια στον Ουρανό, και αποφασιστικά άνοιξε την πόρτα της καφετέριας «stone» και μπήκε. Τον υποδέχθηκε μία ελαφρώς πνιγηρή ατμόσφαιρα, ζέστη με καπνούς από τσιγάρα, κάποια περίεργη μουσική έντονη όπου κυριαρχούσε ο βαθύς ρυθμικός ήχος από τύμπανα, χαμηλωμένα φώτα, γέλια νεανικά ανακατωμένα από ένα συνεχές μουρμουρητό. Πολλά κεφάλια στράφηκαν και τον κοίταξαν ξαφνιασμένα, ενώ άλλοι δεν έδωσαν την παραμικρή σημασία και συνέχισαν να ρουφούν τον καφέ τους και το τσιγάρο τους. Η μικρή πινακίδα στον τοίχο με την απαγόρευση του καπνίσματος φαινόταν να μοιάζει με πρόκληση για να αποκαλύπτει με αμεσότητα την «ελευθερία» των νεαρών – μόνον όμως αυτών; - θαμώνων, οι οποίοι γράφουν στα παλιά τους υποδήματα κάθε έννοια κανόνα και νόμου.
«Ώστε το αποφασίσατε και ήλθατε!», άκουσε να του λέει ο νεαρός που έσπευσε να σηκωθεί από τη θέση του και να τον χαιρετίσει. «Εννοούσατε αυτό που λέγατε».
«Γεια σου, Γιάννη μου», είπε ο παπάς, ο οποίος φορούσε ένα ζακέτο πάνω από το ζωστικό του και έναν καλογερικό σκούφο στο κεφάλι του. «Δεν στο είπα πως θα έλθω; Συνηθίζω να κρατάω τον λόγο μου».
Ο Γιάννης καθοδήγησε τον μεσήλικα παπά στο τραπέζι του, στο οποίο βρίσκονταν και άλλοι δύο νέοι: ένα αγόρι ακόμη και ένα κορίτσι. Δεν παραξενεύτηκαν κι ούτε θορυβήθηκαν – ο Γιάννης τους είχε προετοιμάσει και μάλλον τον περίμεναν – τον χαιρέτησαν δίνοντας το χέρι τους, ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη τους. Ο Γιάννης, φοιτητής ο ίδιος σ' ένα ΤΕΙ Λογιστικής, έκανε τις συστάσεις: «Από δω, πάτερ, ο Κώστας, φοιτητής μαθηματικών, κι από δω η Ζωή, φοιτήτρια παιδαγωγικών».
Ο παπάς αντιχαιρέτησε με θερμότητα, σφίγγοντας εγκάρδια τα προτεταμένα χέρια και κάθισε στην αδειανή καρέκλα. «Τι γίνετε, παιδιά;» είπε κι έβγαλε τον σκούφο του, ενώ τα ψαρά μακριά μαλλιά του,  πιασμένα σφιχτά πίσω, σχημάτισαν κάποιες ασημένιες ακτίνες στο ημίφως του μαγαζιού. «Δεν είναι και ο συνηθισμένος τόπος για έναν… παπά, έτσι δεν είναι;» χαμογέλασε πλατιά. «Πρέπει λίγο να συνηθίσω τα χαμηλωμένα φώτα, αν και είμαι συνηθισμένος από το λιγοστό φως των κεριών σε πολλές ακολουθίες στην Εκκλησία, ενώ απ’ ό,τι βλέπω… ή δεν βλέπω… υπάρχει κάποια θολούρα στην ατμόσφαιρα από τα τσιγάρα. Ευτυχώς όμως… υπάρχει η ταμπελίτσα της απαγόρευσης!»
Γέλασαν και τα παιδιά κι η Ζωή πήρε τον λόγο για να συμπληρώσει: «Είναι σαν τα stop στους δρόμους, πάτερ. Υπάρχουν για να τα… παραβιάζουν ορισμένοι οδηγοί».
«Μόνον που εκεί υπάρχουν και θύματα δυστυχώς», έκανε ο Κώστας, ο οποίος θυμήθηκε και κάποια στατιστικά στοιχεία επ’ αυτού, αποδεικνύοντας και το μαθηματικό μυαλό του.
«Αλλά κι εδώ όμως, με τη θολούρα του περιβάλλοντος που είπατε, δεν θυμίζει λίγο την Εκκλησία;» συνέχισε την προηγούμενη σκέψη του ιερέα η Ζωή. «Μέσα στον Ναό δεν καίτε το λιβάνι, που μερικές φορές, όσες φορές έχω πάει, σε πιάνει το κεφάλι σου; Κι αλήθεια, πάτερ, τι σημασία έχει το λιβάνι; Γιατί το μόνο που ξέρω είναι αυτό που μου λέει η γιαγιά μου, ότι διώχνει τα… δαιμόνια. Κι όλη την ημέρα λιβανίζει η δόλια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα». «Να φύγουν τα κακά», σιγοψιθυρίζει. «Στα όρη και στα βουνά. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Μικρή μάλιστα παραξενευόμουν με το τελευταίο της γιαγιάς μου, γιατί νόμιζα ότι ο Χριστός σκορπά, με την έννοια του μοιράζει από δω κι από κει τα… κακά».
«Παιδιά», επενέβη ο Γιάννης, ο οποίος φαινόταν ότι αδημονεί -  ήταν εκείνος που είχε καλέσει τον ιερέα, ως ο πιο σχετικός με την Εκκλησία από τους άλλους, οπότε ένιωθε και λίγο υπεύθυνος. «Τόση ώρα είναι ο πάτερ εδώ κι ακόμη δεν τον ρωτήσαμε τι θα πιει. Βλέπω ότι μας κοιτάει και ο μπάρμαν στον πάγκο. Λοιπόν, τι θα πάρετε, πάτερ; Καφέ ή κάνα αναψυκτικό; Ή και κάτι πιο… σκληρό ίσως!»
Χαμογέλασε ευχαριστώντας ο παπα-Χριστόδουλος. «Ευχαριστώ, Γιάννη μου. Η ώρα είναι λίγο περασμένη και τέτοια ώρα αποφεύγω τον καφέ. Θα έπινα όμως ευχαρίστως μια ζεστή σοκολάτα». Σε λίγο η σοκολάτα ήταν σερβιρισμένη μπροστά στον ιερέα.
«Παιδιά», έκανε ο παπάς. «Θα μου επιτρέψετε να σας κεράσω εγώ. Έχω πολύ καιρό να βρεθώ σε καφετέρια – μικρότερος πήγαινα κι εγώ με φίλους μου – οπότε θέλω να σας κεράσω, για να… γιορτάσω το γεγονός!» Δέχτηκαν τα νεαρά παιδιά, έστω και με κάποια δυσκολία. Θεώρησαν ότι εκείνοι είχαν τον πρώτο λόγο, γιατί «έπαιζαν στο… γήπεδό τους», όπως είπαν, μα με την επέμβαση του Γιάννη δεν επέμειναν.
«Τι γίνεται με το λιβάνι, πάτερ, που λέγαμε;» είπε η Ζωή. «Αληθεύει αυτό που λέει η γιαγιά μου; Είναι για να διώχνει… τα δαιμόνια;»
Ήπιε μια γερή γουλιά ο Χριστόδουλος, σκούπισε λίγο τα μακριά μουστάκια του, και «ναι και όχι» απάντησε. «Είναι και για να διώχνει τα δαιμόνια, αλλά βεβαίως δεν είναι αυτό το πρώτιστο».
«Ρε, Ζωή», είπε ο Κώστας, ο μαθηματικός. «Τον πάτερ δεν τον φέραμε εδώ για να τον ζαλίσουμε στις ερωτήσεις. Το ραντεβού ήταν για να έρθει η Εκκλησία πιο κοντά σε μας τους νέους. Αυτό δεν μας είπε και ο Γιάννης;» - ο Γιάννης έσπευσε να συμφωνήσει κουνώντας το κεφάλι του. «Να έλθει λοιπόν ο παπάς και στον δικό μας χώρο, εδώ που περνάμε κάποιο διάστημα του χρόνου μας, μικρό ή μεγάλο ανάλογα, για να μας καταλάβει περισσότερο, να δει πώς κουβεντιάζουμε, πώς διασκεδάζουμε, πώς ερωτευόμαστε έστω…».
«Χαίρομαι», πήρε τον λόγο ο ιερέας, ο πάτερ Χριστόδουλος, ο ιερομόναχος, «γιατί τα λεγόμενά σου, Κώστα, που πιστεύω ότι είναι και των υπολοίπων, δείχνουν ότι, πέρα από τον Γιάννη που τον ξέρω καλύτερα, έχετε ενδιαφέροντα· ότι την Εκκλησία δεν την διαγράφετε απαρχής· ότι δεν είστε αρνητικοί απέναντι σ’ έναν ρασοφόρο, κάτι που σημαίνει ότι λειτουργεί μέσα σας η χάρη του αγίου βαπτίσματος. Μόνον ένας δηλαδή που έχει χάρη Θεού μπορεί να αποδεχτεί, έστω και μ’ έναν τέτοιο παράδοξο κάπως τρόπο, σε μία καφετέρια, έναν παπά. Να σας θυμίσω ότι ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι “όποιος δεν είναι εναντίον σας, είναι μαζί σας”.
«Πάτερ», ξανάπε ο Κώστας. «Δεν είμαστε αρνητικοί γενικώς στην Εκκλησία. Απλώς πιστεύουμε ότι λίγο έχει χάσει την… μπάλα, που λέμε, δηλαδή ότι κινείται και δρα εντελώς αναχρονιστικά και γι’ αυτό δεν μπορεί να μιλήσει στις ψυχές ενός νέου ανθρώπου. Μήπως αλήθεια θα έπρεπε κάπως να συγχρονίσει το ευαγγέλιό της, να αλλάξει κάπως τη διδασκαλία της;» Σταμάτησε κι αμέσως σαν να… συνήλθε. «Μα τι κάνω; Ό,τι κατηγόρησα τη Ζωή, το κάνω τώρα εγώ. Σας βάζω να μας μιλήσετε, ίσως να… διδάξετε – πόσο άσχημα χτυπάει η λέξη! – ενώ είπαμε σας περιμέναμε απλώς για να δείτε και να ζήσετε λίγο τον χώρο μας!».
«Είναι αλήθεια αυτό που λες, Κώστα», είπε ο πάτερ. «Πράγματι ο κύριος λόγος που ήλθα ήταν, ανταποκρινόμενος στην πρόκληση και πρόσκληση του Γιάννη, να δω και να ζήσω λίγο ένα νεανικό στέκι. Όμως θα πρέπει να πω ότι τέτοια στέκια, νεανικά, που σφύζουν μάλιστα από ζωή βρίσκονται πολλά στα πνευματικά κέντρα των περισσοτέρων Ναών. Θα το ξέρετε βέβαια, ο Γιάννης το μισο…ξέρει, ότι υπάρχουν ομάδες νέων σε πολλές Ενορίες, οι οποίες μαζεύονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συζητάνε, παίζουν διάφορα παιχνίδια, πίνουν καφέ, περνάνε επωφελώς τον χρόνο τους, δίχως μόνο τη… θολή ατμόσφαιρα από τα τσιγάρα. Κι εκεί, είναι αλήθεια, πολλοί νέοι γνώρισαν άλλους συνομηλίκους τους, με τους οποίους δέθηκαν ως φίλοι και προχώρησαν στη ζωή τους, ευγνωμονώντας που τους δόθηκε η ευκαιρία αυτή. Συνεπώς, νεανικά στέκια έχω γνωρίσει και τα ζω. Εδώ όμως είναι και κάτι διαφορετικό όντως».
Ήπιε και πάλι μια γουλιά ο ιερέας κι έστρεψε για λίγο το βλέμμα του για να κατοπτεύσει καλύτερα πια τον χώρο. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει το ημίφως κι άρχισε να βλέπει κι άλλες φιγούρες στο βάθος της κεφετέριας που μέχρι πριν από λίγο αδυνατούσε να διακρίνει. Επανήλθε στα παιδιά, τα οποία φαίνονταν να περιμένουν κάποιο σχόλιό του.
«Κώστα και Ζωή, θέσατε διάφορα ζητήματα, ιδίως εσύ, Κώστα, έθεσες ένα ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης απάντησης. Πρέπει όμως να πω ότι παρ’ όλη την καλή διάθεσή σας ο χώρος δεν φαίνεται να βοηθάει σε μια ουσιαστική και πνευματική κάπως συζήτηση. Βλέπετε δεν είναι μόνον οι συνομιλητές που καθορίζουν την καλή ή όχι διεξαγωγή ενός διαλόγου, αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται αυτός. Κι όλοι το καταλαβαίνουμε. Μπαίνουμε για παράδειγμα σ’ έναν Ναό, οπότε η ησυχία, η ψαλμωδία, το λιβάνι που λέγαμε, σε υποβάλλουν. Σε κάνουν να διαμορφώσεις κι εσύ μία πιο σεμνή και συνετή συμπεριφορά. Το ίδιο δεν συμβαίνει συχνά και σ’ ένα Μουσείο; Ο χώρος λοιπόν παίζει σπουδαίο ρόλο, καθοριστικό πολλές φορές, σε μία συζήτηση. Εδώ τώρα, με τα σύννεφα από τα τσιγάρα, με τη μουσική που είναι δυνατή, με την πιο χαλαρωμένη διάθεση, δεν μπορούμε εύκολα να κάνουμε μία σοβαρή συζήτηση».
«Αν προσπαθήσουμε όλοι, λίγο… περισσότερο;» είπε ο Γιάννης, ο οποίος ήθελε ν’ ακούσει τον λόγο του πάτερ Χριστόδουλου. Τον είχε ακούσει κι άλλοτε κι ήξερε ότι μπορεί να μιλήσει με τρόπο που να πείσει ένα νέο, αρκεί ασφαλώς να είναι αυτός καλοπροαίρετος. Και οι δυο φίλοι  του, ήταν πράγματι καλοπροαίρετα παιδιά.
«Έστω», είπε ο Χριστόδουλος. Για λίγο όμως, γιατί για περισσότερο… δεν νομίζω. Έχουμε και μία σοκολάτα άλλωστε να πιούμε», χαμογέλασε κι αυτός και τα παιδιά.
(Συνεχίζεται…)