«Ἐλήλυθεν ἡ Νηστεία, ἡ μήτηρ τῆς σωφροσύνης, ἡ
κατήγορος τῆς ἁμαρτίας, καί συνήγορος τῆς μετανοίας, ἡ πολιτεία τῶν Ἀγγέλων,
καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων· οἱ πιστοί ἀνακράξωμεν· Ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς» (Ἀπόστιχα
αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος πλ.α΄).
(Ἔφτασε ἡ
νηστεία, ἡ μητέρα τῆς σωφροσύνης, ἡ κατήγορος τῆς ἁμαρτίας καί συνήγορος τῆς
μετανοίας, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἀγγέλων κι αὐτή πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία τούς ἀνθρώπους.
Οἱ πιστοί ἄς φωνάξουμε δυνατά: Ὁ Θεός ἐλέησον ἡμᾶς).
Ἡ Ἐκκλησία
μας, τώρα πού εἰσήλθαμε στήν πρώτη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἐπιμένει νά μᾶς
καθοδηγεῖ πάνω σ’ αὐτό πού σφραγίζει τήν περίοδο αὐτή: τή νηστεία. Καί τό πρῶτο
πού τονίζει εἶναι ὁ συνδυασμός τῆς νηστείας μέ τήν προσευχή. «Ἔφτασε ἡ νηστεία»,
λέει, ὁπότε «ἄς φωνάξουμε στόν Θεό μας νά μᾶς ἐλεήσει». Πρόκειται γιά τόν
συνδυασμό πού ὑποτάσσει καί θηρία, κατά τόν λόγο τῶν ἀββάδων τῆς ἐρήμου, διότι ἡ
νηστεία ὡς περιορισμός τῶν ὁρμῶν τοῦ σώματος διευκολύνει ἰδιαιτέρως τή στροφή
πρός τόν Θεό - ἀπεμπλέκει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά γοητευτικά δεσμά τῆς ὕλης - συνεπῶς
κάνει τόν ἄνθρωπο νά στέκει στό σημεῖο τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας πού ὁ Θεός ἀπαρχῆς
τῆς Δημιουργίας τοῦ ἔδωσε: νά ἄρχει πάνω σέ ὅλα τά στοιχεῖα τῆς φύσης. Νά ἄρχει
καί νά ἐξουσιάζει ἐννοεῖται χαρισματικά, πού σημαίνει μέ ἀγάπη καί σεβασμό πρός
τήν ἀδελφή του λοιπή δημιουργία. Εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ὁ ὑμνογράφος μιλάει πρῶτον
γιά τήν ἀληθινή διάσταση τῆς νηστείας ὡς μέσου γιά τήν πνευματική προαγωγή τοῦ ἀνθρώπου
– ὅ,τι θά ἐπισημάνει σέ ἄλλο σημεῖο: «ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια
γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας» -
καί δεύτερον γιά τήν ἀληθινή καί γνήσια προσευχή, τύπος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ
τελωνική κραυγή: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Μέ τούς ὅρους αὐτούς ἀναδύεται
ὄντως τό μεγαλεῖο τῆς νηστείας τῆς Σαρακοστῆς μέ ὅλα τά θαυμαστά ἀποτελέσματά
της: εἶναι αὐτή πού ἰσορροπεῖ πνευματικά τόν ἄνθρωπο, πού τόν ἀπομακρύνει ἀπό
τήν ἁμαρτία, πού ὠθεῖ στή μετάνοια, πού ἀγγελοποιεῖ τόν πιστό, πού τελικά τόν
φέρνει σέ ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό.