«Λοιπόν,
πολύ σύντομα θα προσπαθήσω να δώσω μία απάντηση σ’ αυτό που είπε ο Κώστας. Κι
αυτό γιατί η ερώτησή του ή η τοποθέτηση που έκανε θίγει κάτι πολύ σοβαρό: το
θέμα της προσέγγισης της Εκκλησίας στους ανθρώπους και μάλιστα τους νέους.
Συμφωνώ, λοιπόν, Κώστα μου, ότι όντως στην προσέγγιση αυτή πάσχει γενικώς η
Εκκλησία. Και πάσχει βεβαίως κατά το ανθρώπινό της. Γιατί μη ξεχνάμε ότι η
Εκκλησία, όπως ορίζεται από τον λόγο του Θεού, είναι το σώμα του Χριστού. Ο Χριστός
ως Θεός και άνθρωπος που είναι αποτελεί το κεφάλι, ενώ η Εκκλησία, συνεπώς και
όλοι οι άνθρωποι, είτε την έχουν αποδεχτεί είτε όχι – είναι αυτό που λέμε
ενεργείᾳ και δυνάμει Εκκλησία – αποτελεί το σώμα του Χριστού. Συνεπώς η
Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός, άρα όταν λέμε ότι πάσχει, εννοούμε κατά
το ανθρώπινό της. Κι εκεί όντως έχουν γίνει, γίνονται και θα γίνονται πολλά
λάθη. Γιατί είναι των ανθρώπων οι ενέργειες που έχουν πάντα το στοιχείο της
αμαρτίας, της έλλειψης, της περιορισμένης δύναμης και προοπτικής. Δεν επηρεάζει
όμως την Εκκλησία η ανθρώπινη αμαρτία και αδυναμία κατά την ουσία και τον
πυρήνα της. Γιατί είπαμε Εκείνος που έχει τη βασική ευθύνη για την ύπαρξη και
τη λειτουργία της είναι ο ίδιος ο Χριστός. Θυμόσαστε τι είπε πάνω σ’
αυτό το θέμα; «Πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Και ο θάνατος ακόμη δεν
μπορεί να της κάνει τίποτε».
«Ναι, μα
τόσα λάθη, τόσες κακές ενέργειες, ακόμα και τόσα εγκλήματα;…», είπε στοχαστικά
η Ζωή, η οποία φαινόταν να παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τον λόγο του ιερέα,
και μερικές φορές έσκυβε περισσότερο το κεφάλι της για να ακούσει καλύτερα.
«Τα λάθη,
είπαμε, Ζωή μου, οφείλονται σε μας τους ανθρώπους, και μάλιστα τους κατεξοχήν
υπευθύνους που είμαστε οι ιερείς. Όσο μάλιστα μεγαλύτερη θέση έχει κάποιος στην
Εκκλησία, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ευθύνη του, οπότε ο λόγος που θα δώσει
και στον Θεό την ημέρα της Κρίσεως θα είναι φοβερός».
«Την ημέρα
της Κρίσεως…», είπε ο Κώστας. «Μήπως, πάτερ, κι εδώ έχουμε κάποια στοιχεία
μεσαιωνικής θρησκευτικότητας, που η εξουσία της τότε εποχής χρησιμοποιούσε
προκειμένου να υποτάξει με τον φόβο τους ανθρώπους; Κρίση και κόλαση και
Παράδεισος, καζάνια που βράζουν…, δεν είναι πράγματα που τη σημερινή εποχή με
την ανάπτυξη της επιστήμης έχουν ήδη ξεπεραστεί;»
Δεν απάντησε
αμέσως ο παπα-Χριστόδουλος. «Σας είπα, παιδιά μου», είπε σε λίγο, «ότι τα
θέματα είναι πολλά, διαρκώς θα εμφανίζονται και νέα, που σημαίνει ότι πρέπει να
καθίσουμε εδώ αρκετές ώρες για να τα ξεδιαλύνουμε, κάτι που ακυρώνει μόλις αυτό
που επισημάναμε προηγουμένως για το ακατάλληλο του χώρου. Τέλος πάντων, όμως!
Αφού το θέλετε, θα συνεχίσουμε, όχι σε όλα τα θέματα, με υπόκρουση τα… τύμπανα
του πολέμου», χαμογέλασαν και πάλι όλοι.
«Ρε
πάτερ», ακούστηκε μια βραχνή φωνή, οργίλη και μάλλον… μεθυσμένη. Στράφηκαν όλοι
κι είδαν έναν νέο άνδρα, καμιά τριανταριά χρονών, να στέκει πάνω από το κεφάλι
τους και να ρίχνει ματιές… θανάτου προς τον ιερέα. Δεν τον είχαν πάρει είδηση,
καθώς ήταν απορροφημένοι από τη συζήτηση. Λίγο τρεκλίζοντας αυτός, είναι
αλήθεια, ξαναείπε δυνατά, κάτι που έκανε και τα διπλανά τραπέζια να στραφούν με
κάποια αγωνία. «Ρε, πάτερ, τι τσαμπουνάς τόση ώρα στα παιδιά και τους φλομώνεις
με τις αερολογίες σου; Ήρθες εδώ μέσα για να μας χαλάσεις… τη ζαχαρένια;»
χαχάνισε μόνος του, με τη θεωρούμενη σπουδαία ατάκα του.
«Μην πείτε
τίποτε, σας παρακαλώ, κι ούτε να κάνετε οτιδήποτε εναντίον του», είπε ο
Χριστόδουλος. «Αφήστε με να το χειριστώ ο ίδιος. Το ξέρω το παλληκάρι, δεν
είναι κακό, πονεμένο είναι…».
«Συνεχίζεις
ρε τράγε, να ψέλνεις στα παιδιά; Τι θέλεις; Να τους κάνεις όλους θεούσους σαν
κι εσένα; Ή μήπως να τους κάνεις καλόγερους, ε; Σας ξέρω καλά εσάς τους
ρασοφόρους. Απομυζάτε τον λαό, τους τρώτε την περιουσία. Πότε θα ξυπνήσουν όλοι
να σας πάρουν με τα καδρόνια!» Ήταν αναψοκοκκινισμένος, αλλά δεν ήξερες αν ήταν
από την οργή του ή από το πιοτό.
Ένας από
τους ανθρώπους του καταστήματος πλησίασε για να μαζέψει τον τριαντάχρονο, μα
εκείνος μόλις τον είδε να πλησιάζει προς το μέρος του στράφηκε απειλητικά και
σ’ αυτόν. «Μη με πλησιάζεις… Μη με πλησιάζεις, γιατί θα πληρώσεις εσύ τα
σπασμένα, τ’ ακούς; Φύγε, γιατί έχω να πω κάτι σ’ αυτόν τον… ακατονόμαστο»,
είπε κι έδειξε τον παπά.
Όλοι πια
στην καφετέρια είχαν πάρει είδηση το τι γινόταν, είχαν σταματήσει κάθε κουβέντα
και περίμεναν να δουν την εξέλιξη της υπόθεσης. Μια παρέα μόνο νεαρών έβρισκε
την όλη κατάσταση διασκεδαστική, γι’ αυτό και προκαλούσαν τον μεθυσμένο άνδρα
να συνεχίσει. «Δώσ’ τα όλα, μεγάλε. Πάνω του, μη φοβάσαι!» Εκείνος ακούγοντας
τα λόγια αυτά, σαν να νευρίασε μαζί τους. Στράφηκε προς τη μεριά τους και
άρχισε να τους… στολίζει με διάφορες βρισιές. Εκείνοι ανταπάντησαν και
συνέχισαν το πείραγμα ακόμη περισσότερο.
Ο π.
Χριστόδουλος τότε, δακρυσμένος απ’ ό,τι πρόλαβαν να δουν τα τρία νεαρά παιδιά
του τραπεζιού του, σηκώθηκε απότομα όρθιος, κι έκανε ένα βήμα προς τον
ταλαίπωρο άνδρα, κολλώντας σχεδόν το πρόσωπό του πάνω του. «Παναγιώτη!»
ακούστηκε η φωνή του να λέει χαμηλόφωνα αλλά σε δραματικό τόνο. «Παναγιώτη! Δεν
με θυμάσαι; Εγώ είμαι ο Χριστόδουλος. Ο παπάς που έρχομαι στο σπίτι σου και
βλέπω τον πατέρα και τη μάνα σου!» Σαν να έπεσε κεραμίδα στον Παναγιώτη και τον
συνέφερε. «Πάτερ, πατέρα Χριστόδουλε, εσύ;» Ο τριαντάχρονος σαν φιγούρα αρχαίας
τραγωδίας έπεσε μέσα στην απλωμένη αγκαλιά του ιερέα και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Συγχώρεσέ με, πατέρα, συγχώρεσέ με. Δεν ξέρω τι με έπιασε…». Πήγε να γονατίσει
μπρος στον ιερέα, μα εκείνος τον συγκράτησε. «Όχι, Παναγιώτη μου, δεν
χρειάζεται κάτι τέτοιο. Κλάψε όσο θέλεις αν θέλεις, μα έλα, κάθισε εδώ μαζί
μας».
Ο νέος
άνδρας όμως δεν άντεχε. Συνεχίζοντας να ζητάει τη συγγνώμη του ιερέα, φιλώντας
πια τα χέρια του, κρατήθηκε από κάποιες καρέκλες και χάθηκε προς την έξοδο του
μαγαζιού. Πήγε να τον συνοδεύσει ο Χριστόδουλος, μα εκείνος του έκανε νόημα να
μην τον ακολουθήσει. Το ξάφνιασμά του από τον γνωστό του ιερέα τον είχε
ξυπνήσει πλήρως. Η ντροπή που ένιωθε δεν τον άφηνε να καθίσει περισσότερο εκεί.
Κανείς δεν
περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Γύρισαν όλοι στα τραπέζια τους, σχολίασαν για λίγο
το γεγονός, κάτι είπαν για τους παπάδες και τον Χριστόδουλο, κι ύστερα, σαν να
μην είχε συμβεί τίποτε, συνέχισαν το ποτό τους, το τσιγάρο τους, την κουβέντα
και τα πειράγματά τους.
«Πάτερ,
τον ξέρετε;» είπε η Ζωή, περισσότερο για να σπάσει την αμηχανία της στιγμής.
«Ναι, Ζωή. Τον ξέρω, όπως και όλη την οικογένειά του. Σας είπα, άλλωστε,
προηγουμένως ότι πρόκειται για… πονεμένη ιστορία, την οποία δεν θα ήθελα τώρα
να σας πω. Το μόνο που θα μπορούσα να αποκαλύψω είναι ότι ο Παναγιώτης αυτός,
που τον είδατε σε τέτοια… χάλια, είναι μια χρυσή καρδιά. Έχει ταλαιπωρηθεί πολύ
από την οικογένειά του, υπάρχουν πολλές αρρώστιες στο σπίτι του, και δίνει
μάχες καθημερινές προκειμένου να τα βγάζει πέρα ανάμεσα σε γονείς που η
πνευματική τους ισορροπία δεν είναι και στα καλύτερά της. Ίσως γι’ αυτό
καταφεύγει κάποιες φορές στο πιοτό. Πώς να αντέξει ο καημένος;…»
Στο
τραπέζι έπεσε σιωπή. Κανένας δεν είχε διάθεση να συνεχίσει την κουβέντα που
είχαν αρχίσει, όλοι κοίταζαν αμήχανα το πιοτό τους που είχε φτάσει στον πάτο
του.
«Λοιπόν, η
ώρα πέρασε και θα πρέπει να φύγω», είπε ο παπα-Χριστόδουλος. «Έμειναν βέβαια
πολλά εκκρεμή θέματα, που ίσως μπορούμε να τα συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή
πιο άνετα. Κι άμα θέλετε, σας προσκαλώ όλους σας στην παρέα που έχουμε στην
Ενορία μας, Κυριακή απόγευμα, 7 η ώρα το βραδάκι. Εκεί θα βρείτε κι άλλους
νέους, που τους αρέσει η συντροφιά, που θέλουν να συζητούν και να αναζητούν την
αλήθεια. Είστε ευπρόσδεκτοι, όποτε θέλετε. Πριν να φύγω όμως θα ήθελα να πω μια
κουβέντα σ’ εσένα Κώστα, και σ’ εσένα Ζωή, πάνω σ’ αυτά που θέσατε. Είναι μεγάλο
το θέμα, Κώστα, της προσέγγισης των νέων από τη μεριά της Εκκλησίας, κι εννοώ
της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, αφού όλοι τελικώς είμαστε Εκκλησία. Αλλά η όποια
αλλαγή που μπορεί να κάνει η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι αλλαγή του Ευαγγελίου
της και της διδασκαλίας της. Γιατί είναι σαν να θέλουμε να αλλάξουμε τον
Χριστό, πράγμα που καταλαβαίνετε ότι είναι αδύνατο. Άλλος Χριστός σημαίνει
άλλος χριστιανισμός, σημαίνει άλλη θρησκεία, συνεπώς επανάκαμψη στην παλαιά
ειδωλολατρία και υποταγή και πάλι στην αμαρτία και στον διάβολο. Αλλά είπαμε,
αυτά είναι μεγάλα θέματα που δεν συζητούνται στο ποδάρι. Και συ, Ζωή μου, που
είπες για το λιβάνι. Το λιβάνι που αναδύεται από το κάρβουνο που καίει και
πηγαίνει προς τα επάνω, δημιουργώντας μια ευωδιαστή ατμόσφαιρα, συμβολίζει τη
ζωή του κάθε πιστού χριστιανού. Η καρδιά δηλαδή του χριστιανού πρέπει να έχει
τη ζωντάνια και τη θερμότητα ενός αναμμένου κάρβουνου, που καίει πάνω στις
άγιες εντολές του Χριστού, και κυρίως στην αγάπη προς τον κάθε συνάνθρωπό μας.
Όταν ζούμε την αληθινή αγάπη, όπως τη δίδαξε και την έζησε ο Χριστός μας, τότε
όλη η ζωή μας αποτελεί μία ευωδία, στην οποία ευχαριστείται ο Θεός, αλλά και
που τη χαίρονται και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Λοιπόν, σας ευχαριστώ για την
πρόσκλησή σας, χάρηκα την παρουσία σας, κι εύχομαι να μη σας εγκαταλείψει ποτέ
η διάθεσή σας να θέτετε ερωτήματα, να αναζητάτε την αλήθεια, γιατί αναζητώντας
κανείς την αλήθεια στην πραγματικότητα αναζητεί τον Χριστό, άρα σύντομα θα Τον
βρει μέσα στην καρδιά του».
Σηκώθηκε ο
ιερέας, σηκώθηκαν και τα παιδιά, τα χαιρέτησε θερμά, φόρεσε τον καλογερικό
σκούφο του, πήγε προς τον πάγκο για να πληρώσει, και με σταθερά βήματα έφυγε.
Έσερνε μαζί του τη μυρωδιά της πνιγηρής ατμόσφαιρας των τσιγάρων, αλλά άφηνε
πίσω του τη μυρωδιά μιας άλλης ατμόσφαιρας, πιο ανεβασμένης πνευματικά, που
έδινε ώθηση για αναζητήσεις σοβαρές, κι ίσως σωτήριες για τα παιδιά…