Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ...(16)



῾ΑΒΒΑ, ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ Ή ΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΕΨΩ;’

῾Καθίστε, παιδιά μου᾽, εἶπε ἥσυχα ὁ γέροντας ᾽Ισαάκ, κι ἔδειξε μέ τό χέρι του στούς δυό νέους τά πρόχειρα καθίσματα πού βρίσκονταν ἔξω ἀπό τό φτωχικό κελλί του. ῾Καθίστε νά ξαποστάσετε λίγο ἀπό τόν κόπο πού κάνατε νά ᾽ρθεῖτε μέχρι ἐδῶ᾽.

 ῾Ο γέροντας ἔσπευσε νά τούς φέρει δυό ποτήρια μέ καθαρό νερό καί τούς τράταρε λίγα ἀποξηραμένα σύκα πού τοῦ εἶχαν φέρει ἄλλοι προσκυνητές. Τράβηξε κι αὐτός ἕνα κάθισμα καί κάθισε κοντά τους.
Οἱ νέοι συνεσταλμένα πῆραν τό κέρασμα καί ἤπιαν μονορούφι τό νερό. ῾Εὐχαριστοῦμε, γέροντα. Τήν εὐχή σου νά ἔχουμε᾽.

῾Ποιός καλός ἄνεμος σᾶς ἔφερε λοιπόν ἀπό ᾽δῶ;᾽ ρώτησε ὁ ἀββᾶς. ῾Πρέπει νά τό λέει ἡ καρδιά κάποιου γιά νά ἀποφασίσει νά ἀνέβει τό βουνό᾽.

῾Γέροντα, ἤρθαμε γιά σένα᾽ πῆρε τόν λόγο ὁ ἕνας πού φαινόταν καί λίγο μεγαλύτερος στήν ἡλικία. ῾Μᾶς ἀπασχολεῖ τό μέλλον μας. ῎Εχουμε λογισμούς γιά τόν δρόμο πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε. Μᾶς θέλγει ἡ οἰκογενειακή ζωή, ἀλλά καί μᾶς συγκινεῖ ἡ ζωή τῆς ἀφιέρωσης. Μᾶς εἶπαν γιά σένα, ὅτι ἐσύ μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις, νά μᾶς ξεδιαλύνεις τούς λογισμούς᾽.

῾Πνευματικό, παιδιά μου, δέν ἔχετε;᾽ εἶπε μέ ἁπλότητα ὁ ἀββᾶς καί χάϊδεψε τήν μακριά ἄσπρη γενειάδα του. Σταμάτησε λίγο καί τά βαθουλωμένα ἀπό τήν ἄσκηση μάτια του σάν νά θυμήθηκαν κάτι ἀπό τά παλιά.  Συνέχισε. ῾᾽Εκεῖνος στόν ὁποῖο ἐξομολογεῖσθε τίς ἁμαρτίες σας καί πού σᾶς ξέρει καλά στήν ἐσωτερική σας ζωή, ἐκεῖνος εἶναι ὁ πιό κατάλληλος νά σᾶς συμβουλεύσει γιά κάτι τέτοιο. ῎Αν καί γιά μιά τέτοια ἀπόφαση...᾽, ἦταν σάν νά μονολογεῖ ἐδῶ ὁ Γέροντας,  ῾...τόν πρῶτο λόγο τόν ἔχει ὄχι ὁ πνευματικός, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος᾽.
῾᾽Αββᾶ, ἀπευθυνθήκαμε σ᾽ αὐτόν, μᾶς ἄκουσε, μᾶς συμβούλευσε, ἀλλά ἐκεῖνος μᾶς ἔστειλε σέ σένα. ῞Ο,τι σᾶς πεῖ ὁ γέροντας ᾽Ισαάκ, μᾶς τόνισε. ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ χαρισματοῦχος ἀπό τόν Θεό. ῞Ο,τι σᾶς πεῖ᾽.

Δέν μίλησε ὁ γέροντας. Στό ἄκουσμα μάλιστα τοῦ χαρακτηρισμοῦ του ἔσκυψε στό στῆθος του κι ἀναστέναξε βαθιά. ῾῞Ο,τι λάμπει δέν εἶναι χρυσός᾽, σχολίασε σιγανά κι ἕνα δάκρυ κύλησε ἀπό τά χαμηλωμένα μάτια του. Σήκωσε τό κεφάλι του.

῾Παιδιά μου᾽, εἶπε ἀργά. ῾Γιά νά καταλάβετε τόν δρόμο σας, γιά νά εἶναι ἀπό τόν Θεό αὐτό πού θέλετε νά ἀκολουθήσετε στήν ζωή σας, πρέπει πρῶτα ἀπό ὅλα νά τό θέλετε πολύ. Γιατί αὐτό πού ἐσεῖς θέλετε αὐτό τελικά θέλει κι ὁ Θεός. ῾Ο Θεός δέν ἐκβιάζει κανέναν νά πάρει δρόμο πού δέν θέλει καί δέν τοῦ ταιριάζει. Γι᾽ αὐτό κοιτάξτε μέσα σας, στό βάθος τῆς καρδιᾶς σας, κι αὐτό πού θά σᾶς πεῖ ἐκείνη, κάντε το’.

᾽Ακολούθησε μιά μικρή σιωπή. ῾Ο Γέροντας φάνηκε νά ψιθυρίζει κάτι πού οἱ νέοι ἦταν βέβαιοι πώς ἦταν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Δέν ἔμειναν ὅμως ἱκανοποιημένοι πλήρως ἀπό τήν ἀπάντηση.

῾Γέροντα᾽, πῆρε θάρρος τώρα περισσότερο ὁ νεώτερος. ῾Δέν ἁγιάζει κανείς εὔκολα ὅταν γίνει μοναχός; ῾Ο κοσμικός ἄνθρωπος καί μάλιστα ὁ οἰκογενειάρχης εἶναι σάν ἁλυσοδεμένος. Θά πρέπει νά κάνει πολλές ἀβαρίες στήν συνείδησή του γιά χάρη τῆς οἰκογένειάς του.  Θά ἀναγκαστεῖ νά πεῖ τά κατά συνθήκην πού λένε ψέμματα. Θά ξεχάσει ἐπανειλημμένως τόν Θεό᾽. ῾Η φωνή του ἀπέκτησε τώρα δραματικό τόνο, δείχνοντας ὅτι πράγματι ἀντιμετώπιζε μέ ἀγωνία τό  μέλλον του. ῾᾽Αββᾶ, μᾶς ἀπασχολεῖ σοβαρά τό θέμα τῆς σωτηρίας μας. Δέν θέλουμε νά παίζουμε μέ τά πράγματα τοῦ Θεοῦ!᾽

῾Ο ᾽Ισαάκ κοίταξε μέ μεγάλη συμπάθεια τούς δυό νέους. Χάρηκε γιατί εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἐνεργεῖ στίς καρδιές τους καί νά τούς ὠθεῖ σέ ἕναν τόσο σοβαρό προβληματισμό. ῎Επρεπε λοιπόν νά τούς βοηθήσει νά καταλάβουν πιό οὐσιαστικά τά πράγματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

῾Παιδιά μου᾽, πῆρε καί πάλι τόν λόγο, ἀφοῦ ξεκκούκισε λίγο τό κομποσχοίνι του, ῾ἡ ἐπιλογή τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς εἶναι ἀσφαλῶς σημαντικό πράγμα καί πρέπει μέ σοβαρότητα νά τήν ἀντιμετωπίσει κανείς. Δέν εἶναι ὅμως τό ἅπαντο. Γιατί ἀκριβῶς εἴτε ἐπιλέξει κανείς νά κάνει οἰκογένεια εἴτε ἐπιλέξει τήν ἀφιερωμένη ζωή τοῦ καλόγερου κάνει ἐπιλογή ἑνός δρόμου. Τό ζητούμενο λοιπόν δέν εἶναι ὁ δρόμος, ἀλλά ὁ Χριστός. ᾽Εκεῖνος εἶναι καί ὁ δρόμος καί τό τέρμα τοῦ δρόμου. ῾Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός᾽ πού λέει καί ὁ μεγάλος ἀπόστολος. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν ἔχουμε ᾽Εκεῖνον ἐνώπιόν μας πάντοτε, δηλαδή ἄν ἡ καθημερινή προτεραιότητά μας εἶναι πῶς νά σταθοῦμε στίς ἅγιες ἐντολές Του ὥστε μέ ἀγάπη πρός Αὐτόν νά Τόν κοινωνοῦμε στά ἅγια μυστήρια τῆς ᾽Εκκλησίας μας, δέν ἔχει καί τόση σημασία τό εἶδος τοῦ δρόμου πού ἀκολουθοῦμε. Μπορεῖ λοιπόν κάποιος νά γίνει καλόγερος, μπορεῖ νά κάνει οἰκογένεια, μπορεῖ κι ἁπλῶς νά μένει, πού λέει ὁ λόγος, στό σπίτι του: ἄν κρατάει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά σωθεῖ.

Μία μικρή γάτα νιαούρισε ἐκείνη τήν ὥρα καί διέκοψε τόν εἱρμό τῆς σκέψης τοῦ Γέροντα. Χωρίς καθόλου φόβο τόν πλησίασε καί πήδηξε στήν ἀγκαλιά του. Χουχούλιασε σ᾽ αὐτήν. ῾Ο Γέροντας χαμογέλασε καί χάϊδεψε τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ. ῾῾Η μικρή μου ψιψίνα᾽, ἀπευθύνθηκε στούς δυό νέους πού κι ἐκεῖνοι ἔβλεπαν μέ ἀγαλλίαση τήν ὅλη σκηνή. ῾Πήγαινε καί θά σέ φωνάξω ἀργότερα᾽, τῆς εἶπε μέ τρυφερότητα. ῾Μή μᾶς διακόπτεις᾽.
῞Ενα ξαφνικό φύσημα τοῦ ἀέρα στριφογύρισε κάποια φύλλα ἀπό ἕναν εὐκάλυπτο πού παράπεσαν κοντά τους καί πάνω τους.

῾῾Ο Χριστός λοιπόν, παιδιά μου᾽, συνέχισε ὁ ἀββᾶς καταπίνοντας τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σάν τό ἀκριβότερο καί πιό εὐωδιαστό πιοτό, ῾εἶναι ᾽Εκεῖνος πού ἀποτελεῖ τόν σκοπό μας καί Αὐτόν πρέπει νά κρατᾶμε ὅ,τι κι ἄν ἐπιλέξουμε στήν ζωή μας. Κι ἄν ἀρχίζουμε νά Τόν ἀγαπᾶμε ῾ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος᾽, ὅπως ζητάει κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαρχῆς, τότε θά μπορέσουμε  νά ἀγαπήσουμε καί τόν συνάνθρωπό μας σάν τόν ἑαυτό μας. Γιατί βεβαίως κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν συνάνθρωπό του σωστά, πού σημαίνει ἀνιδιοτελῶς, χωρίς συμφέρον, ἄν πρῶτα δέν ἔχει ἀγαπήσει τόν Θεό.

Στράφηκε στόν νεώτερο πού ρώτησε. ῾Πράγματι, ἔχεις δίκιο, ἀδελφέ μου, νά θεωρεῖς ὅτι ἡ μοναχική ἀφιέρωση εἶναι πιό εὔκολη γιά ἁγιασμό. ῎Ετσι τουλάχιστον φαίνεται καί ἔτσι τό θεωροῦν πολλοί ἀπό τούς ἁγιασμένους Πατέρες μας. ῾Η εἰκόνα μάλιστα πού χρησιμοποίησες ὅτι ὁ κοσμικός ἄνθρωπος εἶναι σάν τόν δεμένο χειροπόδαρα εἶναι εἰκόνα τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ δασκάλου ὁσίου ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος. Εἶναι ὅμως κι ἄλλοι πού πιστεύουν ὅτι ἡ οἰκογενειακή ζωή φέρνει τόν ἄνθρωπο πιό εὔκολα στόν ἁγιασμό του, γιατί λόγω τῶν σχέσεων μέ τόν σύζυγο ἤ τήν σύζυγο, μέ τά παιδιά, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ ἐπαγγέλματος, τόν τρίβει διαρκῶς καί τόν κάνει στρογγυλό ἀπό τά ἐξογκώματα τοῦ χαρακτήρα του. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι δέν πρέπει κανείς νά ἀπολυτοποιήσει τήν ἐπιλογή τοῦ δρόμου. ᾽Ακόμη καί λάθος ἐπιλογή νά κάνει κανείς, ἐνῶ δηλαδή εἶναι φτιαγμένος γιά οἰκογένεια νά γίνει καλόγερος, ἤ ἐνῶ τοῦ ταιριάζει πιό πολύ ἡ μοναχική ἀφιέρωση ἐκεῖνος νά  κάνει οἰκογένεια, δέν σημαίνει ὅτι θά χάσει, ἄν πράγματι τό ἐπιθυμεῖ, τόν στόχο του. Πῶς νά σᾶς τό πῶ; ῾Ο προκομμένος ἄνθρωπος, αὐτός πού μέ φιλότιμο ἀγωνίζεται, ὅπου καί νά βρεθεῖ θά προκόψει᾽.

῾Γέροντα, μᾶς ἀναπαύει ὁ λόγος σας᾽, εἶπε ὁ μεγαλύτερος. ῾Καταλαβαίνουμε γιατί καί ὁ πνευματικός μας μᾶς ἔστειλε σέ σᾶς. Κι ἐκεῖνος κάπως ἔτσι μᾶς ἔθεσε τό θέμα, ἀλλά ἀλλιῶς νά τό ἀκοῦμε κι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο ἀφιερωμένο τόσο πολύ στόν Θεό, ὅπως ἐσεῖς. ᾽Επιτρέψτε μου ὅμως νά ρωτήσω κάτι πού μοῦ τριβελίζει τό μυαλό ἀπό καιρό, ἀλλά καί τώρα πού μιλᾶμε. ῞Ενας ἄνθρωπος πού γίνεται καλόγερος, πού ἔστω καί ἐξωτερικά φαίνεται ὅτι ὅλη τήν ζωή του τήν παραθέτει στόν Κύριο, δέν εἶναι ἀπαλλαγμένος περισσότερο  λόγω τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς του ἀπό τούς σαρκικούς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι στόν κόσμο σίγουρα εἶναι πιό πολλοί καί πιό ἔντονοι καί μάλιστα στήν σημερινή ἐποχή;᾽

Χαμογέλασε πικρόχολα ὁ Γέροντας. Δέν βιάστηκε κι ἐδῶ νά ἀπαντήσει.

῾῎Ετσι φαίνεται κι ἴσως σέ κάποιο βαθμό ἔτσι καί νά ᾽ναι᾽, εἶπε στήν συνέχεια. ῾᾽Αλλά, ἀδελφοί μου, θυμηθεῖτε αὐτό πού εἶπε ἕνας ἐπίσης μεγάλος Γέροντας τῆς ἐποχῆς μας: ῾τό θέμα σάρξ τελειώνει μέ τό θέμα πλάξ᾽. Δηλαδή, ὅσο βρίσκεται κανείς στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε εἶναι κοσμικός εἴτε καλόγερος δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στήν σάρκα του. Παλεύεις, ἀγωνίζεσαι, φαίνεται ὅτι ὑποτάσσεις τήν σάρκα σου  καί δέν σέ ἀπασχολεῖ πιά, καί ξάφνου ἀπό τό πουθενά ἐξεγείρεται. Γιατί; Διότι δέν εἶναι θέμα μόνο τοῦ ἀνθρώπου ὁ πνευματικός ἀγώνας, ἀλλά καί τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἐνεργήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ὑπάρξει τό κατάλληλο ἔδαφος, δηλαδή ἡ ταπείνωση. Θέλω νά πῶ ὅτι μπορεῖ μετά ἀπό μεγάλο πράγματι ἀγώνα κατά τῆς σάρκας νά νιώσει κάποια ὑπερηφάνεια ὁ ἄνθρωπος, νά πιστέψει ὅτι κατόρθωσε κάτι, κι ἐκεῖ λοιπόν λόγω τοῦ φουσκώματος αὐτοῦ τῆς καρδιᾶς του νά τόν ἐγκαταλείψει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν σ᾽ ἐγκαταλείψει ἡ χάρη τότε καταλαβαίνουμε ποιός κυρίως ἀναλαμβάνει δράση! ῾Ο πονηρός διάβολος πού τοῦ παραχωρεῖται νά ξεσηκώσει κουρνιαχτό πειρασμῶν, φέρνοντας στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὅλου τοῦ κόσμου τίς ἀσχήμιες. Δυστυχῶς, ῾οὐκ ἀγνοοῦμεν αὐτοῦ τά νοήματα᾽ κατά τόν ἀπόστολο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις πού ἅγιοι κατά πάντα καλόγεροι ξέπεσαν, γιατί κάποια στιγμή δέν πρόσεξαν. Μπορεῖ λοιπόν πράγματι νά φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπαλλαγμένος ὁ καλόγερος ἀπό σαρκικούς πειρασμούς, τουλάχιστον τούς ἐξωτερικούς, ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. ᾽Εκεῖνο πού σώζει πάντοτε εἶναι ἡ ταπείνωση, ὅταν συνοδεύεται ἀπό τήν ἀδιάκοπη νήψη. Νά βάλει κανείς φρουρό στόν νοῦ καί στήν καρδιά του τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά νιώθει ὅτι εἶναι ῾ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως᾽. Τότε ναί, τόν φυλάσσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ᾽.

῾Γέροντα, μπορῶ νά σᾶς ρωτήσω κάτι πάνω σ᾽ αὐτά πού μᾶς εἴπατε;᾽ πῆρε τόν λόγο ὁ νεώτερος, καί φάνηκε σάν νά ξεπερνάει τά ὅρια τῆς σεμνότητάς του.
Χαμογέλασε ὁ γέροντας ᾽Ισαάκ. ῾᾽Ελεύθερα, παιδί μου. ᾽Εν Χριστῷ ἀδελφοί εἴμαστε. Μήν νιώθεις πιεσμένος. ῎Αλλωστε, ἄν νιώσω κόπωση θά σᾶς τό πῶ καί θά σταματήσουμε᾽.

Πῆρε θάρρος ὁ νέος. ῾Εἴπατε προηγουμένως, ἅγιε Γέροντα, ὅτι δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις πού ἀκόμη καί καλόγεροι ξέπεσαν, γιατί χαλάρωσαν τόν πνευματικό τους ἀγώνα ἤ πίστεψαν λίγο περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἔπρεπε στόν ἑαυτό τους. ῎Εχετε κάποιο πρόχειρο παράδειγμα νά μᾶς πεῖτε; Αὐτές οἱ ἱστορίες ἀπό τήν ἀσκητική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἶναι τόσο διδακτικές καί γιά ἐμᾶς τούς κοσμικούς, γιατί νομίζω ὅτι μᾶς δείχνουν μέ ἀνάγλυφο τρόπο πόσο τελικά ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι εὐάλωτη καί μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀπόλυτο στήριγμα᾽.

῾Ο ἀββᾶς ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του. ῾᾽Επιτρέψτε μου γιά λίγο᾽ εἶπε. Πῆγε μέσα στό κελλί του καί βγῆκε μετά ἀπό λίγο κρατώντας στά χέρια του ἕνα μικρό βιβλίο. ῾Νά, ἐδῶ, ἔχουν καταγραφεῖ ἀρκετές τέτοιες περιπτώσεις᾽. Τούς τό ἔδειξε. ῾Πρόκειται γιά τό ῾Λειμωνάριον᾽ τοῦ ᾽Ιωάννη Μόσχου᾽, εἶπε. ῾Γιά ἕνα περιβόλι πνευματικό δηλαδή. ῾Ο ᾽Ιωάννης αὐτός, Μόσχος ἤ Εὐκρατᾶς λεγόμενος, ἦταν μοναχός  στίς μονές τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί τοῦ ἁγίου Σάββα στά ῾Ιεροσόλυμα. Γεννήθηκε στήν Δαμασκό τό 545 μ.Χ. καί πέθανε στήν Ρώμη τό 619. ᾽Ανέδειξε μάλιστα πνευματικό τέκνο τόν ἅγιο Σωφρόνιο ῾Ιεροσολύμων, στόν ὁποῖο καί ἀφιερώνει τό βιβλίο. ᾽Αφοῦ γύρισε ὅλη σχεδόν τήν οἰκουμένη τῆς ἐποχῆς, δηλαδή τήν Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, ἀπ᾽ ὅσα ἄκουσε καί εἶδε κατέγραψε τά ὠφελιμότερα καί ὡραιότερα. Τό ῾Λειμωνάριον᾽ δηλαδή ἀναφέρεται σέ ἱστορίες, μοναχικές καί κοσμικές, τοῦ 6ου μ. Χ. αἰώνα ἀλλά καί προγενέστερες, πού διαδραματίζονται κυρίως στίς περιοχές τῆς Παλαιστίνης, Συρίας, Κιλικίας καί Αἰγύπτου. Λοιπόν, ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες ἀκοῦστε σᾶς παρακαλῶ μία, πού δέν εἶναι καί ἡ μόνη, καί βγάλτε μόνοι σας τά συμπεράσματα πάνω στό ἐρώτημα. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς τήν διαβάσω ὅπως εἶναι στό κείμενο, ἁπλῶς μεταφρασμένη στήν ἁπλή νεοελληνική᾽.

Οἱ δύο νέοι ἀνακάθισαν καί μέ τεράστιο ἐνδιαφέρον ἄκουσαν τόν Γέροντα νά τούς διαβάζει ἀπό τό 39ο κεφάλαιο καθώς τούς εἶπε. ῾Πρόκειται γιά κάτι πού διηγήθηκε ὁ ἅγιος ᾽Αναστάσιος ὁ πατριάρχης ᾽Αντιοχείας τόν 6ο μ.Χ. αἰώνα κι εἶναι πράγματι ἱστορία συγκλονιστική᾽.

῾῾Ο ᾽Αναστάσιος λοιπόν ὁ πατριάρχης ἔλεγε ὅτι κάποιος μοναχός τῆς μονῆς τοῦ ἀββᾶ Σεβηριανοῦ ἐστάλη γιά διακόνημα στά μέρη τῆς ᾽Ελευθεροπόλεως. Καθώς λοιπόν φιλοξενήθηκε ἀπό κάποιο γεωργό φιλόχριστο, ὁ ὁποῖος εἶχε μιά θυγατέρα μονογενή, πού ἡ μητέρα της εἶχε πεθάνει, ὅταν ἔκανε ὁ μοναχός στό σπίτι τοῦ γεωργοῦ λίγες μέρες, ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος πάντοτε πολεμάει τούς ἀνθρώπους, ἔβαλε στόν ἀδελφό ἀκάθαρτους λογισμούς καί εἶχε πόλεμο γιά τήν κόρη καί ζητοῦσε εὐκαιρία νά τῆς ἐπιτεθεῖ. Λοιπόν ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος προκάλεσε τόν πόλεμο, ὁ ἴδιος ἔδωσε καί τήν εὐκαιρία. ῞Οταν λοιπόν ὁ πατέρας τῆς κόρης πῆγε στήν ᾽Ασκάλωνα γιά κάποιες ἀναγκαῖες ὑποθέσεις καί ἀντιλήφθηκε ὁ ἀδελφός ὅτι δέν βρισκόταν στό σπίτι κανείς ἄλλος παρά αὐτός καί ἡ κόρη, κίνησε πρός αὐτήν θέλοντας νά τήν βιάσει. Αὐτή, μόλις τόν εἶδε ταραγμένο καί ξαναμμένο ὁλόκληρο γιά τήν πράξη, τοῦ εἶπε: ῾Μήν ταραχτεῖς καθόλου, μήτε νά πράξεις τίποτε ἄπρεπο σέ μένα. ῾Ο πατέρας μου δέν ἔρχεται οὔτε σήμερα οὔτε αὔριο. Λοιπόν πρῶτα ἄκουσέ με τί σοῦ λέω. Καί, μάρτυράς ὁ Κύριος, κι  ἐγώ  κάνω πρόθυμα ὅ,τι θέλεις᾽. Καί τόν κατάφερε σοφά μ᾽ αὐτά τά λόγια: ῾᾽Εσύ κύριε ἀδελφέ, πόσον καιρό ἔχεις στό μοναστήρι σου;᾽ Αὐτός ἀπάντησε: ῾Δεκαεφτά χρόνια᾽. Καί τοῦ ξαναλέει: ῾῎Εχεις γνωρίσει γυναίκα;᾽  Τῆς λέει: ῾῎Οχι᾽. ᾽Αποκρίθηκε ἡ κόρη στόν ἀδελφό: ῾Καί θέλεις γιά μιά ὥρα νά χάσεις τόν κόπο σου; Πόσες φορές δέν ἔχυσες δάκρυα, γιά νά παρουσιάσεις στόν Χριστό ἄσπιλο τό σῶμα σου ἀπό κάθε ἀκαθαρσία; Καί τώρα θέλεις νά χάσεις ὅλον τόν κόπο ἐκεῖνο γιά μιά μικρή ἡδονή; ᾽Αλλά ἔστω ὅτι σέ ὑπακούω. ῎Αν πέσεις μαζί μου, ἔχεις ποῦ νά μέ πᾶς καί νά μέ θρέψεις;᾽. Λέει ὁ ἀδελφός: ῾῎Οχι᾽. Τότε ἀποκρίθηκε ἡ κόρη καί τοῦ εἶπε: ῾Σοῦ μιλῶ εἰλικρινά καί δέν ψεύδομαι. ῎Αν μέ ταπεινώσεις, γίνεσαι αἴτιος πολλῶν κακῶν᾽. Τῆς λέει ὁ μοναχός: ῾Πῶς;᾽ Τοῦ ἀποκρίθηκε ἡ κόρη: ῾῞Ενα μέν ὅτι χάνεις τήν ψυχή σου. Δεύτερο δέ ὅτι θά σοῦ ζητηθεῖ κι ἡ δική μου ψυχή. Γιά νά τό καταλάβεις σέ βεβαιώνω μέ ὅρκο: Μά αὐτόν πού εἶπε ῾οὐ ψεύσεσθε᾽, ἄν μέ ταπεινώσεις, θά ἀπαγχονιστῶ καί εἶναι σάν νά κάνεις καί φόνο καί κρίνεσαι στήν μέλλουσα κρίση σάν φονιάς. Πρίν λοιπόν γίνεις αἴτιος τόσων κακῶν, πήγαινε στό μοναστήρι σου καί θά μοῦ χρωστᾶς πολλές προσευχές εὐγνωμοσύνης᾽. ᾽Αφοῦ λοιπόν ἦρθε στά σύγκαλά του ὁ μοναχός καί ἀνάνηψε, ἔφυγε ἀπό τό σπίτι τοῦ γεωργοῦ, πῆγε στό μοναστήρι του κι ἔβαλε μετάνοια στόν ἡγούμενο νά μή βγεῖ πιά ἀπό τό μοναστήρι. Καί μετά πού ἔκανε τρεῖς μῆνες, ἐξεδήμησε πρός Κύριον᾽.

Ὁ Γέροντας ἔκλεισε τό βιβλίο καί στράφηκε στούς νέους, τῶν ὁποίων τά μάτια εἶχαν γεμίσει δάκρυα. ῾Πῶς σᾶς φάνηκε;᾽ ρώτησε.
῾Γέροντα, ἦταν συγκλονιστική ἡ ἱστορία᾽ εἶπε ὁ μεγαλύτερος. ῾Καί τό συγκλονιστικότερο δέν ἦταν νομίζω ὁ πειρασμός τοῦ καλόγερου, ὅσο ἡ ἁγνότητα τῆς κόρης καί ἡ σύνεση μέ τήν ὁποία χειρίστηκε τόν πειρασμό του. ῾Η κοσμική νίκησε τόν καλόγερο᾽.
῾Ναί, παιδί μου. ῾Ο Θεός δέν ἐπέτρεψε νά χαθοῦν οἱ κόποι καί τῆς κόρης, ἀλλά καί τοῦ καλόγερου. Καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι τό μεγαλεῖο στήν ἱστορία βρίσκεται στό τέλος της. Γιατί ὄχι μόνο ἡ νέα πῆρε πολλά πνευματικά στεφάνια – μιά ἁγία ἀπό τίς πολλές ἄγνωστες τῆς ᾽Εκκλησίας μας - ἀλλά ἅγιασε ἔχω τήν ἐντύπωση καί ὁ καλόγερος. Μετάνιωσε, ἐξομολογήθηκε, ἔμπρακτα ἔδειξε τήν μετάνοιά του. Κι ὁ Θεός τόν πῆρε κοντά Του ἔτσι μετανοιωμένο.