Η ατμόσφαιρα μέσα στο παλιό θαλασσινό εξωκκλήσι, πανέμορφο και εσωτερικά
αλλά και εξωτερικά – η φυσική του τοποθεσία ήταν κυριολεκτικά μαγευτική, καθώς
τα βράχια που το περιέβαλαν, εκτός από τη λωρίδα γης που την ένωναν με την
ξηρά, διαρκώς ερωτοτροπούσαν με τη θάλασσα είτε στις μπουνάτσες της είτε στις
αγριάδες της – ήταν πραγματικά κατανυκτική. Το παλιό τέμπλο με τις γλυκές
εικονογραφίες του, τα σεμνά καντηλάκια που τρεμόπαιζαν από τις μικρές ριπές του
πελαγίσιου αέρα που δέχονταν από τις ανοιχτές θύρες, τα λιγοστά στασίδια στα
πλαϊνά των τοίχων, το βοτσαλωτό δάπεδο ποιος ξέρει πόσων χρόνων, το κάθε τι που
ανέπνεες στον μικρό ναό τον αφιερωμένο στη μάνα Παναγιά, σου δημιουργούσαν την
αίσθηση μιας εγγύτητας προς τον Κύριο που σε υπέβαλε και σε παρακινούσε να
ψάλεις, να προσευχηθείς, να αναβλύσει από την καρδιά σου το «Κύριε, ελέησον»
και το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Γι’ αυτό και έβλεπες όλων των ειδών
ανθρώπους, ακόμη και φαινομενικά άσχετους προς την πίστη, να δρασκελίζουν τη
χαμηλωμένη θύρα κάνοντας μ’ ευλάβεια τον σταυρό τους, να ανάβουν το καθαρό
κεράκι τους, τα χείλη τους να φιλούν το χέρι της Παναγίας, να κοντοστέκονται για
λίγα δευτερόλεπτα, μάλλον ζητώντας ο καθένας λύση σε ό,τι θεωρούσε πρόβλημα κι
ασήκωτο βάρος στη ζωή του.
Σ’ αυτό το εκκλησάκι βρεθήκαμε πριν από χρόνια πολλά μαζί με φίλο κληρικό,
για να προσευχηθούμε και να τελέσουμε το μυστήριο του γάμου σε ζευγάρι γνωστών
μας παιδιών, που θέλησαν εκεί, στο κυκλαδίτικο νησί να λάβουν την ευλογία του
Κυρίου για το ξεκίνημα της έγγαμης ζωής τους. Δεν ήταν εύκολο το ταξίδι, όμως η
αγάπη προς τους μελλονύμφους και η θερμή παράκληση της οικογένειας που
γνωρίζαμε καλύτερα έκαμψε τις όποιες αντιστάσεις μας. Και το αποτέλεσμα
πράγματι δικαίωσε τον όποιον κόπο μας. Τα πράγματα κύλισαν ειδυλλιακά, κανένα
εμπόδιο δεν παρουσιάστηκε ανυπέρβλητο, Θεός και άνθρωποι συνεργάστηκαν θα έλεγε
κανείς με τον καλύτερο τρόπο προφανώς για να «ανταμειφθεί» η καλοσύνη και η
αγαθοσύνη της καρδιάς των νέων ανθρώπων. Εκτός από κάποιο… σημείο στη
διαδικασία του μυστηρίου! Σημείο που άλλους ελαφρώς τους τάραξε, άλλους τους
διασκέδασε!
Τι έγινε; Την ώρα που είχε γίνει ήδη ο αρραβώνας και είχε ξεκινήσει ο γάμος,
στα αιτήματα υπέρ των μελλονύμφων, όπου τονίζονται και τα ονόματά τους όχι μία
φορά – «υπέρ των δούλων του Θεού τάδε και τάδε» - «ξέσπασε» η μάνα της νύφης. Στο άκουσμα του
ονόματος της κόρης της «Αικατερίνης» ακούστηκε να λέει δυνατά πίσω από τον
παπά: «Αικατερίνας, πάτερ, Αικατερίνας!» Μάλλον, από ό,τι φάνηκε, συγκρατιόταν
όλη την ώρα, καθώς αρκετές φορές μέχρι εκείνη τη στιγμή το «υπέρ της δούλης του
Θεού Αικατερίνης» ερχόταν και ξαναρχόταν, οπότε δεν άντεξε και άφησε τον
«καημό» της καρδιάς της να βγει από το στόμα της. Ο παπάς, ο οποίος τύχαινε να
είναι εκτός από θεολόγος και πολύ καλός φιλόλογος, γιατί είχε σπουδάσει τη
φιλολογία, κοντοστάθηκε καθώς πίσω από το κεφάλι του, κυριολεκτικά στα αυτιά
του, άκουσε την παρατήρηση, μα δεν είπε τίποτε. Ξεροκατάπιε και συνέχισε. Τα
αιτήματα όμως υπέρ των μελλονύμφων συνεχίζονταν - «…υπέρ της δούλης της Θεού
Αικατερίνης» είπε και λίγο παρακάτω. Κοκκίνησε η συμπεθέρα, για πολλοστή φορά
άκουσε «παραποιημένο» το όνομα της κόρης της, ο παπάς γι’ αυτήν δεν εισάκουσε
την υποβολή του «ορθού» - ίσως να σκέφτηκε και την αγραμματοσύνη του! – και
ξανάπε λίγο πιο δυνατά αυτήν τη φορά, αλλά εις επήκοον τελικώς των πάντων!
«Αικατερίνας, Αικατερίνας»!
Η αντίδραση του νεαρού ιερέα ήταν λίγο απρόσμενη. Χωρίς να δείχνει καμία
ταραχή, σαν να «διάβαζε» το υπόλοιπο της ακολουθίας μέσα από τη φυλλάδα,
σταμάτησε και κοίταξε προς τη μεριά της μάνας. «Η Αικατερίνα, της Αικατερίνης
είναι το σωστό» σημείωσε. «Είναι όνομα της πρώτης κλίσης που αλλάζει το α και
γίνεται η στη γενική, γιατί πρόκειται για το μη καθαρό α, όπως λέει η
Γραμματική. Πώς λέμε: η γλώσσα της γλώσσης, έτσι κι εδώ». Κι ατάραχος συνέχισε
τα επίλοιπα της ακολουθίας. Όσοι κατάλαβαν το τι έγινε – γιατί κάποιοι,
απασχολημένοι με τα «δικά» τους στο κοινωνικό γεγονός, δεν πήραν είδηση για την
παρέκβαση, απορημένοι με την αντίδραση των άλλων – προσπάθησαν να συγκρατήσουν
το μειδίαμα ή και τον αυθόρμητο γέλωτά τους, ιδίως οι πιο μορφωμένοι και
εγκρατείς περί τη Γραμματική. Η δε «συμπεθέρα» έσκυψε το κεφάλι κάνοντας «τον
Αρτέμη» που λέμε, κατακόκκινη γιατί έγινε το κέντρο του περίγελου κι ευχόμενη να
μην είχε ανοίξει ποτέ το στόμα της για τα «δίκια» της κόρης της.
Κατά τα άλλα το μυστήριο κύλισε ομαλότατα, το τέλος του βρήκε τους πάντες
να έχουν πλήρη τη συνείδησή τους με τους ευτυχείς νεόνυμφους, ενώ οι εγκάρδιες
ευχές όλων και στις δύο οικογένειες, ακόμη δε περισσότερο το πλούσιο γλέντι που
ακολούθησε, έσβησαν εντελώς το «ατυχές» συμβάν. Γιατί όλοι μα όλοι το μόνο που
ήθελαν ήταν το νέο ζευγάρι να είναι καλά και οι ευχές των καλών γονιών τους να
τους συνοδεύουν για πάντα!