῾Ναί, Κύριε Βασιλεῦ,
δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου᾽
Γενικό πλαίσιο στήν ζωή τοῦ
χριστιανοῦ εἶναι ἡ στροφή εἰς ἑαυτόν, ὡς ὅραση τῶν ἁμαρτημάτων του, καί ἡ ἄρνηση
κατακρίσεως τοῦ συνανθρώπου.
῾῾Ο ἅγιος ᾽Αντώνιος, ἀναφέρει ἡ ἀσκητική μας
παράδοση, ὅταν ρωτήθηκε γιά τό ποιό εἶναι
τό μεγαλύτερο ἔργο πού ἔχει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε: Αὐτή εἶναι ἡ πιό
μεγάλη ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου: νά παίρνει ἐπάνω του τό σφάλμα του καί νά περιμένει
πειρασμό μέχρι τήν τελευταία του πνοή. ῾Ο ὅσιος Ποιμήν συνήθιζε νά λέγει συχνά ὅτι
ὁ αὐτομεμφόμενος βρίσκει σέ ὅλα ἀνάπαυση, ἐνῶ ὁ ἀββάς τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας,
καθώς μᾶς λέει ἐπίσης τό Γεροντικό, ὅταν ρωτήθηκε ῾τί βρῆκες περισσότερο σ᾽ αὐτόν
τόν τρόπο ζωῆς, πάτερ;᾽ ἀποκρίθηκε, ῾Βρῆκα τό νά κατηγορῶ καί μέμφομαι τόν ἑαυτό
μου πάντοτε᾽, ὁπότε αὐτός πού ρώτησε πρόσθεσε, ῾ἄλλος δρόμος ἀπό αὐτόν δέν ὑπάρχει᾽.
Εἶναι σαφές καί μόνον ἀπό
τό παραπάνω ἀπόσπασμα ὅτι ἡ στροφή εἰς ἑαυτόν ὡς ὅραση καί ἄρση τῶν σφαλμάτων ἀποτελεῖ
τήν ὁδό τῆς ἁγιότητος. Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἄλλος δρόμος γιά νά βρεῖ κανείς τόν
Θεό ἀπό τό νά δεῖ τόν ἑαυτό του ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα: ὡς ἁμαρτωλό,
πού χρήζει ἄρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί κατά συνέπεια δέν ἔχει τό δικαίωμα νά
κρίνει ἄλλο συνάνθρωπο. ᾽Ακριβῶς αὐτό τονίζει ἡ παραπάνω ἑνότητα τῆς εὐχῆς τοῦ ὁσίου
᾽Εφραίμ, πού τρόπον τινά θέλει νά συνοψίσει τό συμπέρασμα ὅλων τῶν
προηγηθέντων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁγιότητα βρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχουν τά
σημάδια τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἀγάπης. Καί τέτοια σημάδια εἶναι ἀκριβῶς, ὅπως ἤδη
φάνηκε, ἡ αὐτομεμψία καί ἡ ἔλλειψη κατακρίσεως τοῦ πλησίον.
῞Οτι βεβαίως ἡ ἀλήθεια αὐτή
μᾶς ἀνάγει κατευθεῖαν στό ἦθος τοῦ τελώνη τῆς γνωστῆς παραβολῆς εἶναι ἐντελῶς
περιττό καί νά ποῦμε. Γνωστό δέ ὅτι τό τελωνικό ἦθος συνιστᾶ καί τό ἦθος τῆς ἁγιότητος,
αὐτό δηλαδή πού δικαιώνεται ἀπό τόν Θεό. ῎Ετσι θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι
τό συγκεκριμένο αἴτημα ἰσοδυναμεῖ μέ τήν κραυγή τοῦ τελώνη ῾῾Ο Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ᾽ ἤ μέ
παραλλαγμένα λόγια μέ τήν προσευχή τοῦ ᾽Ιησοῦ, ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με
τόν ἁμαρτωλόν᾽.
Θά θέλαμε ὅμως νά
προχωρήσουμε σέ βαθύτερες ἐπισημάνσεις. Νά σχολιάσουμε αὐτό πού προϋποτίθεται
στό ὑπό ἐξέταση αἴτημα: μία ψυχική κίνηση τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ, κατά τήν ὁποία βλέπουμε εὔκολα τό τί κάνουν οἱ ἄλλοι καί δέν
βλέπουμε τό τί κάνουμε ἐμεῖς. Τρόπον τινά παρουσιαζόμαστε ὡς τυφλοί ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ
μας καί βλέποντες ἔναντι τῶν ἄλλων. ῞Ολοι μάλιστα ἐπισημαίνουμε ὅτι ὅσο
λιγότερο βλέπει κανείς καί κατανοεῖ τόν ἑαυτό του, δηλαδή ὅσο πιό ἐπιεικής εἶναι
στόν ἑαυτό του, τόσο καί πιό σκληρός καί ἄτεγκτος γίνεται πρός τά σφάλματα τῶν
συνανθρώπων του.
῾Η ἑρμηνεία τῆς
πραγματικότητος αὐτῆς ἀνήκει πρωτίστως στήν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, ἀλλά κι ἐμεῖς
μποροῦμε νά ὑποψιαστοῦμε τό τί γίνεται, παρατηρώντας πολλές φορές τόν ἴδιο μας
τόν ἑαυτό. ᾽Εκεῖνος λοιπόν πού ἀγνοεῖ τά δικά του σφάλματα καί ῾χαϊδεύει᾽ γενικῶς
τόν ἑαυτό του, δέν σημαίνει ὅτι ἐξαλείφει καί τά σφάλματά του. ῾Απλῶς τά
παραμερίζει, τά καταπιέζει – κατά ψυχολογική ὁρολογία - ὁπότε αὐτά,
καταπιεζόμενα καί μή φανερούμενα, δημιουργοῦν ἕνα κλίμα ἐνοχῆς. ῾Η ἐνοχή αὐτή
δημιουργεῖ δυσλειτουργία στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, κατάσταση πιέσεως καί στενοχώριας,
πού τείνει νά ἐκφραστεῖ ἀσυνείδητα πρός τά ἔξω. ῾Η ἔκφραση αὐτή, πέρα ἀπό
σωματικές παθήσεις πού μπορεῖ νά δημιουργήσει
στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, στήν σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο συνήθως
δημιουργεῖ ἐπιθετική συμπεριφορά. ῾Η ἐπιθετική συμπεριφορά σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμό παίρνει
τήν μορφή τῆς σκληρότητας, τῆς ἔλλειψης κατανόησης, τῆς κατάκρισης, ἀκόμη δέ
καί τῆς ἐξουδένωσης τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι ὑπάρχει, θά λέγαμε, μία σχέση εὐθείας ἀναλογίας
μεταξύ τοῦ βαθμοῦ ἐνοχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ βαθμοῦ αὐστηρότητος ἔναντι τοῦ
συνανθρώπου του. Μέ ἄλλα λόγια ὅσο περισσότερο ἁμαρτωλά καί ἔνοχα ζῶ, τόσο
περισσότερο καί θά βλέπω τόν ἄλλο ὡς ἀντικείμενο κριτικῆς καί ἐξουδενώσεως.
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἄν ἰσχύουν
τά παραπάνω, ἰσχύουν καί τά ἀντίστροφα. Δηλαδή ὅσο πιό αὐστηρός εἶμαι στόν ἑαυτό
μου, ὅσο πιό πολύ συνειδητοποιῶ τήν ἐνοχή μου καί ἀγωνίζομαι πρός ἐξάλειψή της,
τόσο πιό ἐπιεικής καί μέ κατανόηση γίνομαι πρός τόν συνάνθρωπό μου. Καί τοῦτο
βεβαίως διότι, κατά τήν παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἡ συνειδοτοποίηση τῆς ἐνοχῆς
καί ἡ ἀναφορά της πρός τόν Θεό συνιστᾶ τό γεγονός τῆς μετανοίας, πού ἀνοίγει
τόν δρόμο γιά νά σκηνώσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτή ἡ χάρη ὡς ἐνέργεια
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ ἀγάπη, τήν ὁποία κατεξοχήν γεύεται ὁ συνάνθρωπος.
῎Ετσι ἀντιστοίχως στόν
βαθμό πού μετανοοῦμε αἴρεται ἀπό μέσα μας ἡ ἐνοχή, γαληνεύει ὁ ἐσωτερικός μας
κόσμος, ὁπότε γινόμαστε ἄνθρωποι ἐπιεικείας καί ἀγάπης, προσηνείας καί
παρακλήσεως. Γι᾽ αὐτό καί τό κύριο χαρακτηριστικό τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας,
ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, εἶναι ἡ κατανόησή τους πρός τά προβλήματα τῶν
συνανθρώπων τους, ἡ παρηγοριά πού προσφέρουν, ἡ ἐξύψωση καί ἡ τόνωση τοῦ ἠθικοῦ
ὅλων. Μ᾽ ἕναν λόγο, ἡ προσέγγιση ἑνός ἁγίου μᾶς λυτρώνει καί μᾶς ἐλευθερώνει.
῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ ἔνσταση:
Δέν θά πρέπει νά ἐλέγχουμε τά σφάλματα τῶν ἄλλων, ὅταν μάλιστα παρουσιάζονται αὐτά
κατά τρόπο ἐξώφθαλμο καί πολύ φανερό; ῾Η ἀπάντηση δέν παρέχει ἰδιαίτερη
δυσκολία. Θά ὑπάρξει καί ὁ ἔλεγχος. ᾽Εφόσον πρόκειται περί καταστάσεως ἄσχημης
καί ἁμαρτωλῆς, δέν μπορεῖ νά μή γίνει καί αὐτό. ῾Η διαφορά ὅμως τοῦ ἐλέγχου πού
ἀσκεῖ ἕνας ἀμετανόητος καί ἄπιστος ἄνθρωπος καί αὐτοῦ πού ἀσκεῖ ἕνας ἅγιος ἔγκειται
σέ τοῦτο: ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀμετανοήτου δέν δημιουργεῖ κλίμα μετανοίας καί
διορθώσεως. ᾽Αντιθέτως, προκαλεῖ σκλήρυνση καί διάθεση γιά ἐκδίκηση. ᾽Ενῶ ὁ ἔλεγχος
τοῦ ἁγίου εἶνα ἔλεγχος διορθώσεως. Γινόμενος μέ ταπείνωση καί ἀγάπη ἐφελκύει
τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται εὐαπόδεκτος ἀπό τόν ἐλεγχόμενο. Καί τοῦτο
βεβαίως, ὅταν κρίνει ὁ ἅγιος ὅτι εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός γιά κάτι τέτοιο. ῞Ωστε
τό πρόβλημα δέν εἶναι ἄν θά ἐλεγχθεῖ κάτι κακό, ἀλλά τό ποιός θά κάνει τόν ἔλεγχο
καί κάτω ἀπό ποιές προϋποθέσεις.