Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (9)



῾Η ἀγάπη

Τελευταῖο χάρισμα πού ζητᾶ νά ἀποκτήσει ὁ πιστός εἶναι ἡ ἀγάπη. ῾Η θέση τῆς ἀρετῆς αὐτῆς στό τέλος δέν εἶναι τυχαία. ῾Η ἀγάπη θεωρεῖται τό ἐπιστέγασμα καί ἡ ὁλοκλήρωση κάθε ἀρετῆς. Γιά τήν χριστιανική πίστη μάλιστα τίποτε δέν ἔχει νόημα, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη. Καί τοῦτο γιατί ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί. Καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 16). Μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀρετή εἶναι χριστιανική στόν βαθμό πού μετέχει καί ἐκφράζει τήν ἀγάπη. Κι ἀπό τήν ἄλλη: αὐτός πού ἔχει ἀγάπη ἔχει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. ῾Ο Κύριος ὑπῆρξε κατηγορηματικός: ῾᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις᾽ (᾽Ιωάν. 13, 35). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν περίφημο ὕμνο τῆς ἀγάπης στήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του σημειώνει μεταξύ τῶν ἄλλων γιά τό ἀνωφελές τῶν ἀρετῶν, ὅταν δέν καταλήγουν στήν ἀγάπη: ῾Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου καί παραδῶ τό σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽ (13,3).

Μιλώντας ὅμως γιά ἀγάπη ἐννοοῦμε ὄχι αὐτήν πού ὁ πολύς κόσμος ἴσως ἐννοεῖ, ἀλλά αὐτήν πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανέρωσε. Μία ἀγάπη ἔτσι ξέχωρη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ παύει νά εἶναι ἀγάπη, ἔστω κι ἄν χρησιμοποιεῖ τό ὄνομά της. Αὐτό σημαίνει ὅτι πίστη καί ἀγάπη πᾶνε μαζί, ἰσχύει δηλαδή τό τοῦ ἀποστόλου: ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6).

Κύριο γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης εἶναι ἡ θυσία τοῦ ἑνός πρός χάρη τοῦ ἄλλου, ἔστω καί τοῦ θεωρουμένου ἐχθροῦ. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή – εἶπε ὁ Κύριος - ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 15, 12-13). Καί: ῾ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν᾽ (Ματθ. 5, 44). Στήν ἐν Χριστῷ δηλαδή ἀγάπη δέν ὑπάρχουν ὅρια. ῞Οριό της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῎Ετσι ἡ χριστιανική ἀγάπη δέν ἀφήνει περιθώρια στά λεγόμενα ῾δικαιώματα᾽. Τό ῾δικαίωμα᾽ γιά τούς Πατέρες εἶναι αὐτό πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐγωϊσμοῦ καί ἁμαρτίας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅλος σχεδόν ὁ σύγχρονος πολιτισμός πού ἔχει ἀναγάγει σέ ἐπίπεδο θεότητος τά ῾δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου᾽ στό βάθος του εἶναι ἀντιχριστιανικός. Διότι θέτει ὡς κέντρο του τόν ἀποκομμένο ἀπό τόν Θεό ἄνθρωπο. Εἶναι θά λέγαμε ὁ πολιτισμός αὐτός ἡ μορφοποίηση τοῦ αὐτοθεοποιημένου ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια εἶναι ἕνας ἄθεος πολιτισμός μέ ἐπίχρισμα χριστιανικότητος. Δυστυχῶς τά ἀποτελέσματά του τά ζοῦμε καθημερινά κι ἐμεῖς σέ ὅλα σχεδόν τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς μας.

Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή ἀνήκει στά ῾καθ᾽ ὑπερβολήν᾽ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει δηλαδή τήν ὑπέρ φύσιν ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη παραμένει ἀνενέργητη καί κενή γνώση. Προϋπόθεση λοιπόν ἀποκτήσεως καί βιώσεώς της εἶναι ἡ λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία καί ἡ προσαρμογή ἐν συνεχείᾳ σέ ὅ,τι ἐκείνη καθορίζει. Γι᾽ αὐτό ἡ ἀγάπη αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς πνευματική, ἔρχεται δέ ὡς ἡ τελευταία ῾πινελιά᾽ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ἀναγεννημένη διά τοῦ βαπτίσματος ψυχή καί τοῦ ἀγώνα της νά ἀποκτήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν.

Στό σημεῖο αὐτό ἕνα κεφάλαιο τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς διαφωτίζει ἰδιαιτέρως τά πράγματα: ῾Οἱ ζωγράφοι στήν ἀρχή ἰχνογραφοῦν τό σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, καί σιγά σιγά, προσθέτοντας τά διάφορα χρώματα φτάνουν νά ἀπεικονίσουν μέχρι καί τίς τρίχες τήν μορφή αὐτοῦ πού ζωγραφίζουν. ῎Ετσι καί ἡ θεία χάρη, πρῶτα μέ τό βάπτισμα ρυθμίζει τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽, ἐπαναφέροντας τόν ἄνθρωπο στό τί ἦταν ὅταν δημιουργήθηκε. Καί ὅταν δεῖ ὅτι μέ ὅλη τήν διάθεσή μας ἐπιθυμοῦμε τό κάλλος τῆς ῾ὁμοιώσεως᾽ καί ὅτι στεκόμαστε γυμνοί καί ἄφοβοι στό ἐργαστήριό της, τότε ζωγραφίζει ἀρετή πάνω στήν ἀρετή καί προσθέτει στήν μορφή τῆς ψυχῆς δόξα πάνω στήν δόξα καί τῆς προσδίδει τόν χαρακτήρα τῆς ὁμοιώσεως᾽.  Καί συνεχίζει παρακάτω: ῾Σέ μία προσωπογραφία ὅταν προστεθεῖ στό σχέδιο ἡ κατάλληλη ἀπόχρωση ἀπό κάθε χρῶμα, ἡ προσωπογραφία μοιάζει στόν εἰκονιζόμενο ἀκόμη καί στό μειδίαμα. ῎Ετσι καί σέ ἐκείνους πού ζωγραφίζονται ἀπό τήν θεία χάρη γιά νά γίνουν ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽, ὅταν προστεθεῖ ὁ φωτισμός τῆς ἀγάπης, τότε φανερώνει ὅτι τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ βρίσκεται καθ᾽ ὁλοκληρίαν στήν ὡραιότητα τοῦ ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽. Καμμία ἄλλη ἀρετή δέν μπορεῖ νά προξενήσει ἀπάθεια στήν ψυχή, παρά μόνον ἡ ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκπλήρωση ὅλου τοῦ νόμου. ῞Ωστε λοιπόν ξανακαινουργώνεται μέρα μέ τήν μέρα ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος μέ τήν γεύση τῆς ἀγάπης, καί ὁλοκληρώνεται ὅταν φτάσει στήν τελειότητά της᾽ (89).