Με πολλή επιφύλαξη προβαίνουμε στον παρακάτω σχολιασμό. Δεν ξέρουμε δηλαδή αν αξίζει να σταθούμε και να σχολιάσουμε τις σκέψεις που διατυπώθηκαν μόλις τις προηγούμενες ώρες από μία θεωρούμενη αξιοσέβαστη καθηγήτρια Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου, ειδικευμένη στα περί το Βυζάντιο, ή αν πρέπει να τις αφήσουμε να παρέλθουν, διότι ακριβώς είναι ανάξιες σχολιασμού. Και τούτο γιατί οι σκέψεις της καθηγήτριας δεν διατυπώθηκαν σ’ ένα περιβάλλον επιστημονικό, σ’ ένα συνέδριο για παράδειγμα, όπου εκεί θα υπήρχαν οι αντίστοιχοι προς την ειδικότητά της καθηγητές, οι οποίοι άνετα θα μπορούσαν με γνώση των κειμένων και της εποχής να την αντικρούσουν, δίνοντας διαφορετική ερμηνεία στις εκτιμήσεις της. Διατυπώθηκαν αφενός σε μία εκπομπή πολιτιστικού περιεχομένου, που η εν λόγω καθηγήτρια διαλεγόταν με μία αξιόλογη μεν δημοσιογράφο, αλλά όχι ειδικό στα της Ιστορίας και μάλιστα του Βυζαντίου, αφετέρου σε μία εκδήλωση, πάλι πολιτιστικού περιεχομένου, περιορισμένη σε συγκεκριμένο χώρο και με ακροατήριο και θεατές, που είχαν έλθει όχι για να ακούσουν τις επιστημονικές της απόψεις, αλλά να θαυμάσουν ποιήματα και στίχους της, τραγουδισμένους από πράγματι σπουδαίο καλλιτέχνη, με εξαιρετικές φωνητικές ικανότητες.
Τι είπε λοιπόν η ελληνίδα ευρωπαία καθηγήτρια, η οποία προκάλεσε και τον προβληματισμό μας; Ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν η Ελλάδα εξακολουθεί και βρίσκεται σε κρίση, σε δεινή οικονομική κατάσταση, η οποία οδηγεί σε απόγνωση χιλιάδες και εκατομμύρια ίσως Έλληνες, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η Εκκλησία δεν δίνει την περιουσία της στους φτωχούς, δεν δίνει την περιουσία της στο κράτος, προκειμένου να ξεχρεώσει αυτό από τους δανειστές του, όπως οφείλεται και στο γεγονός ότι το κράτος, αφού η Εκκλησία δεν προβαίνει μόνη της σε μία τέτοια ενέργεια, δεν δημεύει εκείνο κατά τρόπο αναγκαστικό αυτήν την περιουσία. Προκειμένου να δείξει η επιστήμων καθηγήτρια, συνταξιούχος βεβαίως τώρα, ότι οι σκέψεις και οι προτάσεις της στηρίζονται στην Ιστορία – «γιατί επιτέλους δεν διδασκόμαστε από την Ιστορία;» είναι το διαρκές μοτίβο της – μνημόνευσε μεταξύ άλλων και την παρόμοια με τη σημερινή της Ελλάδος κρίση στο Βυζάντιο του 11ου αι. μ.Χ., επί βασιλείας του Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Είπε δηλαδή ότι ο Αλέξιος τότε, μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης του εναπομείναντος Βυζαντίου, δεν δίστασε να δημεύσει την περιουσία της Εκκλησίας για να βρεθούν τα χρήματα που χρειάζονταν, όπως επίσης μνημόνευσε ότι και σε άλλη κρίσιμη πάλι περίοδο δημεύτηκε από το κράτος η περιουσία της μονής του Βατοπαιδίου.
Δεν πρόκειται να αρνηθούμε τα ιστορικά αυτά στοιχεία, μολονότι πάσχουν από μονομέρεια. Διότι ο Αλέξιος, ο οποίος υπήρξε ο μεγαλύτερος χορηγός της Εκκλησίας, ιδρύοντας και ενισχύοντας ναούς και μοναστήρια, δεν πήρε μόνο αυτά τα μέτρα, αλλά και αρκετά άλλα, τα οποία αναφέρονταν και στους δραστικούς περιορισμούς των πλουσίων, τονίζοντας ιδιαιτέρως τον θεσμό της πρόνοιας, ως ενίσχυσης των πλουσίων υπέρ των πτωχών. Δεν ξέρουμε γιατί διέφυγε της προσοχής της κυρίας καθηγήτριας το σημαντικό αυτό στοιχείο, αλλά τέλος πάντων είμαστε υποχρεωμένοι να της θυμίσουμε και κάτι που ίσως το αγνοεί, ως κατοικούσα κυρίως στην Ευρώπη. Πρώτον, ότι τότε που έκανε αυτό ο Αλέξιος, η Εκκλησία είχε περιουσία, την οποία μπορούσε να δημεύσει. Τώρα όμως; Δεν έχει ακούσει η καθηγήτρια, δεν της το έχουν πει ότι η περιουσία της Εκκλησίας ήδη δημεύτηκε από τότε που δημιουργήθηκε το Ελληνικό κράτος, μετά την Ελληνική επανάσταση του 1821; Δεν ξέρει ότι τα τέσσερα πέμπτα (4/5) αυτής της περιουσίας τα «πήραν» οι αντιβασιλείς που επιτρόπευαν τότε τον ανήλικο Όθωνα, ώστε έμεινε για την Εκκλησία μόνο το 1/5, και από αυτό η Εκκλησία έδωσε πολλά ποσά και τεράστια κτήματα, προκειμένου να καλυφτούν οι ανάγκες των προσφύγων στην Ελλάδα, ιδίως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή; Δεν έχει ακούσει ότι όλη η εναπομείνασα περιουσία, στο συντριπτικό ποσοστό της, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, γιατί πρόκειται περί δασικών εκτάσεων ή δημοσίων κτιρίων και πλατειών; Κι ότι από τα υπόλοιπα που έχει, σχεδόν το 100% πηγαίνει για τη συντήρηση των φιλανθρωπικών και λοιπών ευαγών ιδρυμάτων της; Και τέλος δεν άκουσε τον αρχιεπίσκοπο να λέει ότι η ίδια η Εκκλησία πρόκειται να δώσει και ό,τι τελικώς της απέμεινε, αλλά όταν εκείνη κρίνει ότι αυτό θα είναι το πιο συμφέρον για τον λαό, και ασφαλώς με δική της ευθύνη και δικά της μέσα, και όχι μέσω της πολιτείας;
Η μόνη εξήγηση για την πιθανή άγνοιά της – γιατί, και πάλι σημειώνουμε, προ ολίγου μόλις καιρού ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της Ελλάδος μαρτύρησε επ’ αυτών, όπως και πολλοί εκ των αρχιερέων κατά καιρούς, μέχρι και προ ολίγων μόλις ημερών, δίνουν στοιχεία για την υποτιθέμενη περιουσία της Εκκλησίας – είναι ότι ακριβώς κατοικώντας στην αλλοδαπή δεν έχει την ενημέρωση που πρέπει και γι’ αυτό αγνοεί τα δεδομένα. Δεν θέλουμε να αποδεχτούμε τον «κακό» λογισμό ότι γνωρίζει τι γίνεται, αλλά θέλει να βάλλει κατά της Εκκλησίας. Η μέχρι τώρα βιωτή της δεν οδηγεί σε μία τέτοια εκτίμηση. Μένουμε λοιπόν στην άγνοιά της και γι’ αυτό προσπαθούμε να την δικαιολογήσουμε. Εκείνο όμως που μάλλον με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι οι σκέψεις της αυτές, αν τις πιστεύει, περί του ότι τελικώς «για όλα φταίει η Εκκλησία», η οποία μπορεί να μας βγάλει από το αδιέξοδο, αλλά δεν το κάνει, συνεπώς αυτοκαταργείται ως Εκκλησία του Χριστού, αφού το κριτήριό της είναι το οικονομικό της συμφέρον και όχι ο λόγος του Χριστού: η αγάπη, είναι σκέψεις που φανερώνουν την έλλειψη πίστεως στην Εκκλησία ως του ζωντανού σώματος του Χριστού, είναι σκέψεις που φανερώνουν ένα έντονο αντικληρικό πνεύμα, συνέχεια μάλλον του πνεύματος του διαφωτισμού της χώρας στην οποία διατρίβει η καθηγήτρια, είναι σκέψεις που εν αγνοία και αδιακρισία πυροδοτούν την ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας, αφού στρέφουν τους λιγότερο ενημερωμένους και απλούς συμπατριώτες μας κατά των κληρικών και της Εκκλησίας, συνεπώς κατά της δυνάμεως που μπορεί να ενώσει τους Έλληνες κυρίως σ’ αυτήν την κρίσιμη περίοδο, αφού η Εκκλησία μόνη προσφέρει τον κατεξοχήν ενωτικό παράγοντα, τον Ιησού Χριστό και το Άγιον Πνεύμα.
Ίσως όμως τίποτε να μη συμβαίνει από τα παραπάνω. Και μάλλον κλίνουμε προς αυτήν την άποψη, με το δεδομένο ότι, όπως είπαμε, τα λόγια αυτά εκφράστηκαν πιο ελεύθερα, πιο χαλαρά, μέσα σε ένα κλίμα λίγο λαϊκισμού. Εννοούμε ότι η καθηγήτρια, που λόγω ακριβώς της ειδικότητάς της ξέρει τον ρόλο της Εκκλησίας διαχρονικά και τι μεγάλη δύναμη αποτελεί για το Έθνος, δεν πρέπει να είναι κατά της Εκκλησίας, αλλά θέλοντας να γίνει ίσως περισσότερο αρεστή στο ακροατήριό της και στους θαυμαστές της, πέταξε κάποιο «πυροτέχνημα», γιατί προφανώς γνωρίζει πόσο «πιασάρικα» είναι τα θέματα τα σχετιζόμενα με την Εκκλησία, πόσο οι Έλληνες που αγαπάμε στο βάθος την Εκκλησία, είμαστε έτοιμοι να τη λιθοβολήσουμε, σαν τα παιδιά που συχνά τα βάζουν με τη μάνα τους και την πετροβολούν, για να καταφύγουν έπειτα και πάλι στην αγκαλιά της.
Γι’ αυτό και προβληματιστήκαμε αν έπρεπε να προβούμε σε σχολιασμό των δηλώσεων της συμπαθούς καθηγήτριας, χωρίς να έχουμε πειστεί ακόμη, αν πράξαμε τελικώς σωστά.