«Ο άγιος Αβέρκιος έγινε επίσκοπος της Ιεραπόλεως της Φρυγίας, επί της βασιλείας του Μάρκου Αντωνίου, κι έκανε πολλά θαύματα και ιάσεις. Για παράδειγμα: όταν μπήκαν μαζί σε ένα σκεύος κρασί και λάδι, κι ένα ακόμη άλλο είδος, με την προσευχή του έκανε ώστε η ανάμειξη αυτή να διαφυλαχθεί ασύγχυτη, δηλαδή το κάθε είδος να διατηρηθεί σ’ αυτό που ήταν. Άλλη φορά, έδωσε εντολή ένας τεράστιος λίθος να μετακοσμισθεί από τον δαίμονα, από τη Ρώμη στη Φρυγία. Τον λίθο αυτό τον έβαλε σαν στήλη στον τάφο του. Πάλι, προσευχήθηκε και βγήκαν από τα έγκατα της γης θερμά ύδατα. Αφού έζησε λοιπόν με οσιότητα και δικαιοσύνη το υπόλοιπο της ζωής του, εξεδήμησε προς τον Κύριο».
Είναι γνωστό ότι ο υμνογράφος κάθε εορταζομένου αγίου, προκειμένου να προβάλει την αγιότητα αυτού χρησιμοποιεί τον εγκωμιαστικό λόγο, φθάνοντας μερικές φορές και σε εξεζητημένες εκφράσεις και εικόνες. Η διάθεσή του όμως είναι να φανερώσει τον άγιο στις διάφορες διαστάσεις της ζωής και του έργου του, ώστε να τιμηθεί ορθά από τον πιστό λαό, δηλαδή μέσω του αγίου να δοξαστεί τελικώς ο ίδιος ο Θεός. Διότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού». Την πραγματικότητα αυτή διαπιστώνουμε και στην ακολουθία του αγίου ιεράρχου, ισαποστόλου και θαυματουργού Αβερκίου. Ο υμνογράφος του δεν μπορεί παρά να μείνει έκθαμβος μπροστά στη μεγάλη και ιερή προσωπικότητά του, γι’ αυτό και «αναγκάζεται» να δανειστεί εικόνες και φράσεις από τους Παρακλητικούς Κανόνες και τους Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου, τις οποίες όμως καταγράφει με τρόπο που απλώς υποδηλώνονται. Για παράδειγμα: όπως χαρακτηρίζεται στις Παρακλήσεις «θελητής του ελέους» ο Κύριος, το ίδιο και στην τέταρτη ωδή του όρθρου του αγίου: «Ελέους θελητήν τον Κύριον επιστάμενος, θεοφόρε»∙ όπως στους Χαιρετισμούς ο τόκος της Θεοτόκου χαρακτηρίζεται «ξένος», παράδοξος, που κινητοποιεί σε απομάκρυνση από τον κόσμο: «ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου», το ίδιο και στην έκτη ωδή: «ξένος κόσμου οφθείς ιερώτατε, ξένα και φρικτά επετέλεσας θαύματα»∙ όπως στους Χαιρετισμούς και πάλι ο ποιητής αναγνωρίζει την ανεπάρκεια των ύμνων του για να υμνήσει σωστά τον Κύριο: «ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς αν προσφέρωμέν σοι, βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον», το ίδιο και στον οίκο του κοντακίου: «Ως πολύς σου ο πλούτος της χάριτος! Αριθμός δε ουκ έστι της δόξης σου».
Αιτία για τον «δανεισμό» αυτό, όπως είπαμε, είναι η μεγάλη αγιότητα του ιεράρχου Αβερκίου, για τον οποίο μάλιστα ο υμνογράφος αφιερώνει όχι έναν ύμνο, προκειμένου να προβάλει ακριβώς την ιερωσύνη του! Κι είναι παράδοξο: τονίζει την ιερωσύνη του, που θα έλεγε κανείς είναι κάτι το αυτονόητο. Ήταν αρχιερέας. Γιατί να το τονίζει; «Ιεράρχης εδείχθης, χρίσμα σεπτόν περικείμενος, Πάτερ, θεουργικώς, και πάντας εν χάριτι τελειών, ιερώτατε». Δηλαδή: Φάνηκες ιεράρχης, ιερώτατε Πάτερ, έχοντας το ιερό και σεβαστό χρίσμα (του αγίου Πνεύματος) «θεουργικώς» και οδηγώντας τους πάντες με τη χάρη του Θεού στην τελείωση. Τα κρίσιμα σημεία στον ύμνο είναι αφενός ότι με την αρχιερωσύνη του ο άγιος οδηγούσε τους πιστούς στον Θεό, δείχνοντας έτσι ότι αυτό είναι το κύριο έργο ενός ιερέα, και μάλιστα αρχιερέα - όχι απλώς ένα κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο - αφετέρου ότι η ιερωσύνη του έγινε «θεουργικώς», δηλαδή ήταν έργο του Θεού, ήταν με το θέλημα Εκείνου. Είναι σημαντική λοιπόν ιδίως στο σημείο αυτό η επισήμανση του υμνογράφου, διότι στους ιερείς δεν έχει σημασία μόνον η χειροτονία τους από τους ανθρώπους, αλλά και από τον Θεό. Θέλουμε να πούμε, όπως οι Πατέρες πολλές φορές μαρτυρούν, ότι μπορεί κάποιος να είναι ιερέας, όχι όμως πάντοτε με το θέλημα του Θεού. Διότι μπορεί να έχει μπει στον ιερό κλήρο από διαφόρους άλλους λόγους, όχι όμως από αγάπη προς Εκείνον. Λοιπόν ο άγιος Αβέρκιος ήταν αρχιερέας με τη θέληση του Θεού, γι’ αυτό ακριβώς και είχε τέτοια επίδραση στον πιστό και όχι μόνο λαό του. Και μας διδάσκει ότι αυτοί που θέλουν να γίνουν ιερείς, πρέπει να διερωτώνται αν και ο Κύριος τους θέλει ως ιερείς του, ενώ οι ήδη ιερείς πρέπει πολύ συχνά να διερωτώμαστε αν όντως βρισκόμαστε στο θέλημα του Θεού και αν επιτελούμε το έργο μας με τον τρόπο που αρέσει σ’ Εκείνον.
Ο ποιητής μας σήμερα, σχεδόν ανεπαίσθητα, μας βάζει και σε άλλους προβληματισμούς. Στην εβδόμη ωδή του κανόνα του αγίου π.χ. διαβάζουμε: «Λαού ταπεινού προηγήσω υψηλός εν θεωρίαις και ενεργείαις και δυνάμεσιν αποδειχθείς, ιερώτατε». Δηλαδή: Αφού αποδείχθηκες, ιερώτατε Αβέρκιε, υψηλός στις θεωρίες του Θεού και στις θαυμαστές ενέργειες και στις δυνάμεις, καθοδήγησες λαό ταπεινό». Έχουμε την εντύπωση ότι στους στίχους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά σε μία πάλι μεγάλη αλήθεια: ο άγιος Αβέρκιος έγινε επίσκοπος και συνεπώς πρώτος και καθοδηγητής, αφού έφτασε στο ύψος της θεωρίας του Θεού, που εκφραζόταν με τις διαρκείς θαυματουργίες του. Είναι γνωστό ότι για τη θεωρία του Θεού απαιτείται σκληρότατος πνευματικός αγώνας, ώστε να καθαρθεί η καρδιά του ανθρώπου και να λάμψει εκεί έπειτα το φως του Θεού. Θεωρία σημαίνει ακριβώς τη θέα του φωτός του Θεού. Τέτοιος άγιος ήταν λοιπόν ο άγιος Αβέρκιος. Τι «τύχη» είχε βεβαίως ο λαός της Ιεραπόλεως, για να έχει ως ποιμενάρχη έναν τέτοιο άγιο; Πώς συνέβη και απέκτησε τέτοιο ηγέτη; Ο υμνογράφος δίνει την απάντηση: δεν υπήρξε τυχαία η τοποθέτηση του αγίου στην επισκοπή εκείνη. Ο Θεός θέλησε να διαποιμανθεί, να καθοδηγεί από έναν μεγάλο άγιο, γιατί ο λαός αυτός ήταν ταπεινός. Με άλλα λόγια, η ταπείνωση του λαού ήταν εκείνη που «μαγνήτισε» τη χάρη του Θεού, φανερούμενη εν προκειμένω με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ως επισκόπου του αγίου Αβερκίου. Διότι «ο Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Κι είναι πράγματι μεγάλη αλήθεια το γεγονός ότι ο Θεός, όπως διδάσκει ο λόγος του Θεού, δίνει ως ηγέτες του λαού εκείνους που αντιστοιχούν στην καρδία του λαού. Αν δηλαδή έχουμε ηγέτες, εκκλησιαστικούς ή και πολιτικούς – ισχύει για κάθε ηγεσία – που είναι σπουδαίοι, είναι διότι ο λαός έχει τις προϋποθέσεις για να τους έχει. Αντιστοίχως ισχύει και από πλευράς αρνητικής: αν υπάρχουν ηγέτες που πάσχουν και είναι «λειψοί», είναι διότι ο λαός πάσχει και είναι «λειψός». Ο άγιος Αβέρκιος μας δίνει πολλές ευκαιρίες πράγματι προβληματισμού και παραδειγματισμού.