«Ο άγιος Λουκάς, ο μέγας Ευαγγελιστής, ήταν από τη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, ιατρός στο επάγγελμα και πολύ καλός γνώστης της ζωγραφικής επιστήμης. Ζούσε και εξασκούσε την ιατρική στις Θήβες της Βοιωτίας, επί της βασιλείας του Τίτου Κλαυδίου, οπότε άκουσε τον απόστολο Παύλο να κηρύσσει και πίστεψε στον Ιησού Χριστό, φεύγοντας από την πλάνη των ειδώλων. Σταμάτησε τότε τη θεραπεία των σωμάτων, για να επιδοθεί στη θεραπεία των ψυχών. Συνέγραψε το Ευαγγέλιό του προς χάριν ενός Θεοφίλου ηγεμόνα, όπως το έμαθε από το δάσκαλό του απόστολο Παύλο. Έπειτα έγραψε και δεύτερο βιβλίο, τις Πράξεις των Αποστόλων, που το απηύθυνε και αυτό στον ίδιο Θεόφιλο. Όταν εγκατέλειψε τον Παύλο, γύρισε και δίδαξε σε όλη την Ελλάδα, οπότε, όπως λένε, σε ηλικία ογδόντα ετών, γύρισε στις Θήβες και αναπαύτηκε εν ειρήνη. Στον τόπο που αναπαύτηκε το σώμα του, ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον δικό Του υπηρέτη και εργάτη, γι’ αυτό και «έβρεξε» πάνω στο μνήμα του, ιαματικά κολλύρια, σαν σύμβολο της επιστήμης του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο τάφος του έγινε σε όλους ακόμη πιο γνωστός. Ο δε Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέσω του Αρτεμίου του μεγάλου δούκα της Αιγύπτου και μετέπειτα μάρτυρα, μετακομίζει από τις Θήβες το λείψανό του και το καταθέτει στον ναό των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί με τα λείψανα των αγίων αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου. Λένε ότι ο άγιος Λουκάς πρώτος ζωγράφισε με την τέχνη του κηρού την εικόνα της Αγίας Θεοτόκου, που έφερε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όπως και δύο άλλες, κι ότι τις έφερε στη Μητέρα του Κυρίου, αν της αρέσουν. Και λένε ότι αυτή τις αποδέχτηκε και είπε το «Η χάρις του Υιού μου ας είναι μέσω εμού μαζί τους». Παρομοίως ζωγράφισε τις άγιες εικόνες και των αγίων αποστόλων και των κορυφαίων. Και από εκείνον λέγεται ότι ξεκίνησε σε όλη την οικουμένη αυτό το καλό και ευσεβές και τόσο τιμημένο έργο της εικονογραφίας».
Είναι φυσικό και ευνόητο ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επικεντρώνουν την προσοχή μας σ’ εκείνο το έργο του αγίου αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά, που έμεινε και μένει στους αιώνες. Δηλαδή αφενός στο άγιο ευαγγέλιό του και αφετέρου στις Πράξεις των Αποστόλων. Και τούτο διότι διέσωσε και αυτός, μαζί με τους άλλους τρεις ευαγγελιστές, τη ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατεξοχήν το Πάθος και την Ανάστασή Του, μετά μάλιστα από έρευνα και διασταύρωση στοιχείων, όπως και τις Πράξεις των Αποστόλων, κυρίως δε του πρώτου και μεγάλου Διδασκάλου του, αποστόλου Παύλου. Ήταν τέτοια η σύνδεσή του με τον απόστολο Παύλο – «οπαδός γενόμενος του σκεύους της εκλογής Παύλου, αλλά και μιμητής» και «συνέκδημος» σημειώνει ο υμνογράφος - ώστε το ευαγγέλιό του θεωρείται η διδασκαλία του αποστόλου περί του Ιησού Χριστού, κάτι που θέλει να το τονίσει ο υμνογράφος, όπως και ο συναξαριστής, με την υπερβολή ότι «υπαγόρευσε σ’ αυτόν το ευαγγέλιο ο απόστολος Παύλος».
Η υπερβολή φαίνεται από το γεγονός ότι αδιάκοπα ο εκκλησιαστικός ποιητής διατρανώνει την πεποίθησή του ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα καταύγασε τη διάνοιά του, για να γράψει τα θεόπνευστα κείμενά του, οπότε το στόμα του έγινε ένας κρατήρας της θεϊκής σοφίας: «Της ανωτάτω σοφίας το στόμα σου κρατήρα θείον σοφέ, πάντες επιστάμενοι». «Μυσταγωγών σε Χριστός τα ουράνια και θεοπνεύστους γραφάς αμέσως διανοίγων σοι Απόστολε Λουκά». (Ο Χριστός σε μυούσε στα ουράνια μυστήρια και σου διάνοιγε τις θεόπνευστες γραφές, απόστολε Λουκά). «Η χάρις ευρούσα του Παρακλήτου σε σκήνωμα, εξεχύθη πλουσίως σοις χείλεσι». (Η χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος αφού σε βρήκε σκήνωμά της, ξεχύθηκε πλούσια στα χείλη σου). Από την άποψη αυτή δεν διστάζει ο υμνογράφος να τον χαρακτηρίσει ως νέο Μωϋσή, που όπως εκείνος ανέβηκε στο όρος Χωρήβ για να πάρει τις θεόπνευστες πλάκες, έτσι κι αυτός «εις όρος των αρετών αναβάς τω ποθουμένω ωμίλει∙ και ως Μωυσής θεογράφους τας πλάκας εγγεγραμμένας δακτύλω του Πνεύματος εδέξω Μακάριε διττάς». Θεόπνευστα λοιπόν τα κείμενα του αγίου Λουκά, γραμμένα δηλαδή από τον δάκτυλο του ίδιου του Θεού.
Γι’ αυτόν τον λόγο βεβαίως οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν να τονίζουν την ανάγκη μελέτης των κειμένων αυτών, προκειμένου ο άνθρωπος να φωτιστεί και να πάρει τη χάρη του Θεού. «Θεογράφους ως πλάκας δεδεγμένοι τας σας βίβλους, πιστώς κατατρυφώμεν του φωτισμού της χάριτος, πανόλβιε». Χρειάζεται να επιμείνουμε στον παραπάνω ύμνο: η μελέτη των βιβλίων του αγίου Λουκά, σαν να είναι θεόγραφες πλάκες, αποτελεί κατατρύφηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αποτελεί απόλαυσή του και μάλιστα μεγάλη. Όπως συμβαίνει σ’ έναν γαστρίμαργο και λαίμαργο άνθρωπο, να απολαμβάνει ένα πλουσιότατο γεύμα, το ίδιο και περισσότερο σ’ εκείνον που θα εγκύψει στον άγιο Λουκά: απολαμβάνει τη μελέτη, γιατί ακριβώς έρχεται σε επαφή με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με τις θεόγραφες πλάκες. Σημειώνει και κάτι ακόμη ο υμνογράφος. Η μελέτη αυτή γίνεται «πιστώς». Δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον λόγο του Θεού χωρίς να έχει πίστη σ’ Εκείνον. Χωρίς πίστη η χάρη των λόγων του γίνεται φωτιά που τον κατακαίει, γιατί βρίσκεται στο σκοτάδι της απιστίας, και οσμή θανάτου, γιατί δεν αγάπησε τη ζωή του Θεού: «βολίς φλέγουσα τοις το σκότος ποθήσασι» και «οσμή θανάτου τοις μη ζωήν αγαπήσασι». Ενώ από την άλλη, όταν η μελέτη γίνεται με πίστη, ο άνθρωπος φωτίζεται και οσμίζεται τη ζωή του Θεού: «γλώσσα πυρός εδείχθης λόγους εκπέμπων φωτός, τοις φωτός αξίοις τω κηρύγματι…και οσμή ζωής τοις ζωήν όντως θέλουσιν, ως Παύλος έφησεν».
Το συμπέρασμα είναι προφανές: για την Εκκλησία μας θεωρείται δεδομένη η μελέτη των θεοπνεύστων κειμένων του ευαγγελιστή Λουκά, για να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μάλιστα κείμενα ενός ευαγγελιστή, που θεωρείται τελικώς ισοστάσιος των αποστόλων, αφού και εκείνος είδε τον Κύριο, στην πορεία προς Εμμαούς, παρακάθησε σε δείπνο μαζί Του και κοινώνησε από Εκείνον, πάλι στο χωριό Εμμαούς, δέχτηκε τη φλόγα του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. «Των αποστόλων και συ ίσος γέγονας, υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον μετά την Ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας, και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες». Είθε να γεμίσει και τις δικές μας ψυχές ο άγιος Λουκάς από τη δική του θέρμη της αγάπης προς τον Χριστό. «Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον».