Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΝΟΤΑΡΙΟΙ, ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ

«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν  ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος.Ο  άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους, και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου,  μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».  
Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και «οπαδοί» του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας.  Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρωτίστως στα έργα και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία, επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος.
Ο υμνογράφος της εορτής σήμερα  επανειλημμένως τονίζει τις παραπάνω αλήθειες: Καταρχάς, για τη σχέση των αγίων Μαρκιανού και Μαρτυρίου με τον Διδάσκαλό τους Παύλο: «Παύλω δε πειθαρχούντες – σημειώνει – ισαποστόλω, ποιμένι και διδασκάλω των αληθών δογμάτων», «άτρωτον τηρήσαντες την ορθόδοξον πίστιν, Παύλω εφεπόμενοι τω σοφώ διδασκάλω», όπως και «ιχνηλατούντες καλώς τον ιερόν Ποιμένα, ορθοδοξία καλλυνόμενοι». Ο υμνογράφος με μεγάλη ευαισθησία για το θέμα σχέσεως ορθοδοξίας και ορθοπραξίας διαρκώς γράφει:  «Ρωμαλέα διανοία και τελείω φρονήματι, την ορθοδοξίαν, Μάρτυρες Κυρίου, κρατύναντες, μαρτυρικώς τον αγώνα ετελέσατε» (Με μαρτύριο ολοκληρώσατε τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα διάνοια και τέλειο φρόνημα)∙ «Σοφωτάτων ώφθητε δογμάτων οπαδοί, Παύλου θείου ιερουργού∙ ου τους τρόπους Μάρτυρες εκμιμησάμενοι καρτερώς ηθλήσατε». (Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε, αθλήσατε με υπομονή και δύναμη).
Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω, διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: ότι συνιστά το φως και το κάλλος του κόσμου: «ορθοδοξίας φωτί τον κόσμον κατεφαίδρυναν», «ορθοδοξία λαμπρυνόμενοι θείω εν Πνεύματι»,  εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Του Αρείου σκοτασμόν ολοσχερώς διεφύγετε», «Αρείου και Νεστορίου καθείλον την διαίρεσιν, Σαβελλίου και Σεβήρου την σύγχυσιν εκτρεπόμενοι».  Είναι αυτό που έλεγε και ο άγιος Γέροντας Παΐσιος μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρωμιά, που όσο κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια: κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.
Γι’  αυτό και όλοι οι άγιοί μας, όπως και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος, θεωρούσαν δεδομένη την επιλογή της ορθοδόξου πίστεως, δηλαδή την πίστη και τη  ζωή στην Εκκλησία, έστω κι αν αυτό σήμαινε, όπως είπαμε και παραπάνω, τον θάνατό τους. Διότι γνώριζαν ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την αίρεση, η οποία απομακρύνει από την παρουσία του Θεού. «Υπέρ της ομοουσίου Τριάδος διωκόμενοι, Μακάριοι, τον διά ξίφους θάνατον των αιρετικών γλωσσαλγιών προεκρίνατε». (Διωκόμενοι για την ομοούσιο Τριάδα, μακάριοι, προτιμήσατε τον θάνατο με ξίφος παρά τις αιρετικές ανοησίες). Και: «Ιδείν τον επί γης αναλάμψαντα Λόγον, εκ Παρθένου δι’ ημάς ποθούντες Αθληταί, τω Πατρί ομοούσιον τούτον καθομολογούντες, βιαιότατον θάνατον, λογισμώ στερροτάτω υπέστητε». (Επειδή ποθούσατε να δείτε τον Λόγο του Θεού, που ήλθε σαν φως στη γη από την Παρθένο Μαρία προς χάρη μας, ομολογήσατε, αθληταί,  Αυτόν ομοούσιο με τον Πατέρα, και γι’ αυτό υποστήκατε με σταθερότατο λογισμό βιαιότατο θάνατο). Είναι η ίδια αντίδραση που βλέπουμε, για παράδειγμα, και στο Γεροντικό, από τον όσιο Μωϋσή τον Αιθίοπα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.