«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’ αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’ αυτό αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».
Κι άλλοτε είχαμε σημειώσει ότι κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα. «Των λεόντων συνέθλασας σιαγόνας, πολύαθλε, σιαγόνων φέρουσα τα συνθλάματα∙ των δε ονύχων εκρίζωσιν γενναίως υπήνεγκας, εκριζούσα τα δεινά της απάτης φρυάγματα∙ θαλαττίοις δε εν βυθοίς απερρίφης, την κακίαν υποβρύχιον ποιούσα του πονηρού πολεμήτορος». Δηλαδή: Σύτριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου. Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό: ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’ αυτούς.
Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαριτώσασα», «Ταις σαις μου, ω Χαριτίνη, χάρισι, τον νουν χαρίτωσον, χαριτωθείσα άθλοις ιεροίς». Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα, όχι, όπως έχουμε εξηγήσει και άλλοτε, με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν».
Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Της χαράς ως επώνυμος, εν χαρά προσεχώρησας εις νυμφώνα, πάνσεμνε, τον ουράνιον». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…χαροποιαίς εφαίδρυνε πλοκαίς και χαράν την αιώνιον κληρονομείν ενίσχυσεν». Η αγία ως επώνυμη της χαράς μπήκε με χαρά στον ουράνιο νυμφώνα. Το άγιο Πνεύμα, μέσα από τα μαρτύρια, την έκανε να χαίρεται με διάφορους τρόπους και την δυνάμωσε να κληρονομήσει και την αιώνια χαρά. Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».