«Ο άγιος έζησε τον καιρό του ασεβεστάτου Μαξιμιανού κι υπήρξε στο στράτευμα της ανατολικής χώρας, υπό τις διαταγές του στρατηγού Αντιόχου. Όταν ο Αντίοχος έδωσε εντολή σ’ αυτόν και σε άλλους στρατιώτες να πολεμήσουν τους Πέρσες, γιατί αυτοί καταπάτησαν τα σύνορα των Ρωμαίων και κατέστρεφαν τη χώρα τους, ο άγιος Ανδρέας, πείθοντας και τους άλλους στρατιώτες να κάνουν το ίδιο, επικαλέστηκε τον Χριστό και με τη δύναμη Εκείνου έτρεψε τους Πέρσες σε φυγή και καταδιώκοντάς τους κατέστρεψε τη δύναμή τους. Μ’ αυτήν την ανέλπιστη νίκη που κατήγαγαν στο όνομα του Χριστού, έφερε στην πίστη σ’ Εκείνον όλους τους στρατιώτες. Κατηγορήθηκε τότε και αυτός και οι στρατιώτες στον Αντίοχο, ο οποίος, αφού ο άγιος παραστάθηκε σ’ αυτόν ως κατάδικος, έδωσε έντολή ο μεν Ανδρέας να απλωθεί σε πυρακτωμένη σιδηρά κλίνη, οι δε στρατιώτες να δεθούν στα χέρια τους σε τετράγωνα ξύλα. Έπειτα πρόσταξε πάλι ο Αντίοχος να διωχτούν από τα όρια της χώρας, με τη βοήθεια χιλίων άλλων στρατιωτών, που και αυτούς όμως κατήχησε ο άγιος Ανδρέας και τους μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη. Το έμαθε και αυτό ο Αντίοχος, οπότε τους καταδίωξε όλους μαζί και πρόσταξε να φονευτούν διά ξίφους».
Ο υμνογράφος σήμερα επανειλημμένως τονίζει τη λαμπρότητα της ζωής, αλλά και του μαρτυρίου του αγίου Ανδρέα, και μαζί με αυτόν και των υπολοίπων χιλιάδων μαρτύρων, που εορτάζουν μαζί του. Δεν σταματά να προβάλλει τον άγιο ως κοσμούμενο «ευπρεπεί στεφάνω», καθώς παρίσταται ενώπιον του Χριστού, αλλά και να θεωρεί ότι η είσοδος του αγίου στη Βασιλεία του Θεού συνιστά πλουτισμό των προηγηθέντων από αυτόν μαρτύρων. «Μαρτύρων περιφανώς λαμπρότητα, μάκαρ, επλούτησας», όπως συγκεκριμένα αναφέρει. Με άλλα λόγια ο άγιος Ανδρέας δεν «έπιασε απλώς τη βάση» για να σωθεί, όπως ταπεινόφρονα ευχόταν για τον εαυτό του και για εμάς ο μεγάλος Γέροντας π. Παΐσιος αγιορείτης, αλλά θα λέγαμε ότι μπήκε τροπαιοφόρος στον Παράδεισο, εντασσόμενος από τον Κύριο στην ομάδα των εκλεκτών μαρτύρων. «Συν εκλεκτοίς μάρτυσι, εν αγαλλιάσει τω Χριστώ παρίστασαι». Γι’ αυτό άλλωστε και μεγαλομάρτυς χαρακτηρίζεται.
Χρησιμοποιεί μάλιστα ο ποιητής και μία καταπληκτική εικόνα, παρμένη από το σημαντικότερο γεγονός της Π. Διαθήκης, τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, προκειμένου να τονίσει το μεγαλείο του αγίου και τα μεγάλα και ποικίλα βάσανα τα οποία υπέστη από τους εχθρούς της πίστεως, όπως και το καθοδηγητικό ευαγγελιστικό έργο, το οποίο επιτελούσε. «Ιστίω τω του Σταυρού, των πειρασμών διεκπερών πέλαγος, τους δυσμενείς ένδοξε, ρείθροις των αιμάτων εβύθισας». Περνώντας το πέλαγος των πειρασμών, με το κατάρτι του Σταυρού, βύθισες τους εχθρούς, ένδοξε, στα ρείθρη των αιμάτων σου. Κι αλλού: «τω δυσμενεί συμπλεκόμενος, τούτον ώλεσας, Φαραώ ως άλλον, ρείθροις των αιμάτων σου, βυθίσας πανστρατί αξιάγαστε». Παλεύοντας με τον εχθρό, τον εξολόθρευσες, σαν άλλο Φαραώ, αξιοθαύμαστε, αφού τον βύθισες στα ρείθρα των αιμάτων σου, με όλο το στράτευμά του. Όπως δηλαδή ο Ισραήλ, καθοδηγούμενος από τον Μωυσή - που με εντολή του Θεού τον έβγαλε από τη δουλεία της Αιγύπτου - πέρασε την Ερυθρά θάλασσα με θαυμαστό τρόπο και είδε να βυθίζεται το στράτευμα του Φαραώ στα νερά που κλείστηκαν και πάλι, όταν αυτό το στράτευμα πήρε τη διαταγή να ακολουθήσει τους Ισραηλίτες, έτσι και με τον άγιο Ανδρέα τον στρατηλάτη: το αίμα του μαρτυρίου του ήταν εκείνο που αφενός έγινε η δίοδος για να περάσει αυτός και οι συν αυτώ στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου έγινε ο καταποντισμός των εχθρών του, και των ειδωλολατρών και βεβαίως των πονηρών δυνάμεων. Από την άποψη αυτή το μαρτύριο του αγίου υπήρξε η συμμετοχή του στο μαρτύριο του Πρώτου Μάρτυρα, του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: Ο Σταυρός Του και η με Αυτόν συνδεδεμένη Ανάστασή Του υπήρξε το Πάσχα ημών, το πέρασμά μας στη Βασιλεία του Θεού. Με τη Σταυρική θυσία του Χριστού σωθήκαμε. Κάθε άλλη θυσία, σαν του αγίου Ανδρέα, όπως και των υπολοίπων μαρτύρων, κατανοείται ως συμμετοχή σ’ αυτήν την πρώτη και άπαξ πραγματοποιηθείσα για τη σωτηρία μας θυσία.
Και το δικό μας αίμα πρέπει να χυθεί, για να μπούμε στη βασιλεία του Θεού. «Ουδείς ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά ανέσεως», όπως σημειώνουν οι άγιοί μας. Αν, με άλλα λόγια, δεν θυσιαστούμε κι εμείς, δεν θα βρούμε το μονοπάτι συμμετοχής μας στον Δρόμο του Χριστού. Και βεβαίως δεν εννοούμε να μαρτυρήσουμε με το μαρτύριο του αίματος, σαν τους γνωστούς μάρτυρες τους οποίους τιμάμε ως αγίους. Κάτι τέτοιο συνιστά ιδιαίτερη χάρη, που επιτρέπει ο Θεός, όταν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες γι’ αυτό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος: «ημίν εδοθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν». Εννοούμε αυτό που σημειώνουν οι Πατέρες μας, ως μαρτύριο και θυσία κάθε εποχής: το μαρτύριο της συνειδήσεως, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα». Το μαρτύριο αυτό είναι ο πνευματικός αγώνας του κάθε Χριστιανού, προκειμένου να κρατήσει στη ζωή του τις άγιες εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι η τήρηση των εντολών αυτών συνιστά όντως μαρτύριο, αφού καλείται κανείς να θυσιάζει καθημερινά τον εγωισμό του και τα όποια θελήματά του, ιδίως στον αγώνα της εντολής της αγάπης. Προϋπόθεση γι’ αυτό, υπενθυμίζουμε, είναι η ίδια η χάρη του Θεού βεβαίως, αλλά και η δική μας η συμμετοχή με ανδρεία της ψυχής. Κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερη συμβολή του αγίου Ανδρέα: όπως νίκησε αυτός τους εχθρούς με ανδρική καρδιά – «ανδρεία την ψυχήν, κραταιούμενος Μάρτυς, ηφάνισας εχθρού το ανίσχυρον θράσος» - έτσι κι εμείς: χωρίς ανδρικό φρόνημα, χωρίς ζήλο Θεού δεν θα μπορέσουμε δυστυχώς να πετύχουμε τίποτε. Ο Θεός ενισχύει πάντοτε, αλλά όταν το «λέει» και η δική μας καρδιά.