«Ο άγιος Θαδδαίος ήταν από την πόλη Έδεσσα της Συρίας, Εβραίος στην καταγωγή, και άριστος μελετητής των θείων Γραφών. Αυτός ανέβηκε κάποια φορά στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στον Ναό, κατά τις ημέρες Ιωάννου του Βαπτιστού, κι αφού άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννου και θαύμασε πάρα πολύ την αγγελική του ζωή, βαπτίζεται από εκείνον. Μετά από αυτά είδε τον Χριστό, και αφού άκουσε τη διδασκαλία Του και είδε τα άπειρα θαύματα που τελούσε, Τον ακολούθησε ως μαθητής Του μέχρι το σωτήριο Πάθος Του, οπότε μετά την αγία Του ανάληψη, επέστρεψε στη δική του πόλη. Εκεί βάπτισε τον τοπάρχη Αύγαρο, θεραπεύοντάς τον έτσι από το υπόλοιπο της λέπρας του (όπως είχε διαμηνύσει στον Αύγαρο ο ίδιος ο Κύριος), κι αφού δίδαξε εκεί και φώτισε πολλούς άλλους και ίδρυσε Εκκλησίες, γυρνούσε κηρύσσοντας τις πόλεις της Συρίας. Ήλθε και στη Βηρυτό, πόλη της Φοινίκης, δίδαξε και βάπτισε πολλούς κι εκεί, οπότε αναπαύθηκε εν Κυρίω».
Ο άγιος Θαδδαίος, ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, αντιμετωπίζεται από την υμνολογία της Εκκλησίας μας με τον ίδιο εξαίσιο και λαμπρό τρόπο, που αντιμετωπίζονται και οι άλλοι απόστολοι: ως δεύτερο καθαρό φως, λόγω της σχέσεώς του με το ακρότατο φως, τον ίδιο τον Κύριο, ως ακτίνα που απεστάλη από το φως να φωτίσει τον κόσμο, ως «αστήρ φαεινότατος, καταυγάζων πλάνης ομίχλην», και μ’ ένα λόγο, ως «αυτόπτης και μύστης του Λόγου». Ιδίως οι τελευταίοι χαρακτηρισμοί θεωρούνται από τον υμνογράφο ότι συγκεφαλαιώνουν αυτό που συνιστά την ουσία της αποστολικής λαμπρότητας, γι’ αυτό και τονίζει ότι δεν υπάρχει σημαντικότερο στεφάνι που μπορεί να του πλέξει: «Θαδδαίε! Ποίον άλλο σοι πλέξω στέφος, ή αυτόπτην λέγειν σε και μύστην Λόγου;» Η γεμάτη θάμβος στάση των υμνογράφων απέναντι στους αποστόλους είναι δικαιολογημένη: οι απόστολοι δεν είναι απλώς κάποιοι πιστοί του Χριστού, αλλά οι άμεσοι βοηθοί Του, οι κλημένοι από Αυτόν να μαρτυρήσουν τη ζωή και τη διδασκαλία Του, «τα θεμέλια της Εκκλησίας». Η Εκκλησία μας, μη ξεχνάμε, αποστολική, μεταξύ των άλλων, χαρακτηρίζεται. Κι αυτό σημαίνει: χριστιανική πίστη εκτός της σχέσεως με τους αποστόλους δεν υφίσταται. Διότι έτσι το θέλησε ο ίδιος ο Κύριος.
Ο άγιος Θαδδαίος, πέραν του ευαγγελισμού των πόλεων της Συρίας, με τη διδασκαλία του και τα θαύματα που επιτελούσε στο όνομα του Κυρίου, έχει συνδεθεί και με την ιστορία του λεγομένου αγίου μανδηλίου, τη μεταφορά του οποίου από την Έδεσσα της Συρίας στην Κωνσταντινούπολη εορτάζουμε την 16η Αυγούστου. Κι αξίζει να θυμίσουμε, όπως ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος ο Παμφίλου διασώζει, ότι ο τοπάρχης Αύγαρος της πόλεως της Εδέσσης, θέλησε να έλθει σ’ επαφή με τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν έμαθε για τα πολλά θαύματα που επιτελούσε, προκειμένου να θεραπεύσει ο Κύριος και εκείνον, που ταλαιπωρείτο φρικτά από μαύρη λέπρα σ’ όλο του το σώμα. Έστειλε μάλιστα, κατά τον Ευσέβιο, και επιστολή στον Κύριο με κάποιον Ανανία, στην οποία ζητούσε να έλθει Εκείνος στην πόλη του, λόγω της δικής του αδυναμίας. Ο Ανανίας διακρινόταν και για το ζωγραφικό του χάρισμα, με το οποίο θα αποτύπωνε σε χαρτί την εικόνα του Κυρίου, κατά την εντολή του τοπάρχη, κάτι που κατέστη αδύνατο. Ο Κύριος όμως, γνωρίζοντας την επιθυμία του Αύγαρου να δει το πρόσωπό Του, ζήτησε να νιφθεί, κι όταν σκουπίστηκε σε κάποιο ύφασμα, η εικόνα Του αποτυπώθηκε σ’ αυτό. Ο Αύγαρος, όταν έλαβε το «άγιο μανδήλιο», στο τέλος του οποίου, λέγεται ότι ο Ιησούς έγραψε στα εβραϊκά, «Θεού θέα θείον θαύμα», αμέσως το προσκύνησε, οπότε και θεραπεύτηκε από τη λέπρα, πλην της λέπρας του προσώπου του. Την εναπομείνασα αυτή λέπρα τη θεράπευσε τελικώς ο άγιος Θαδδαίος, όταν πήγε, όπως είδαμε στο συναξάρι του, στην πόλη και πάλι της Έδεσσας και βάπτισε χριστιανό τον Αύγαρο.
Ο τρόπος και η δύναμη της δράσης του αγίου Θαδδαίου, τρόπος και δύναμη διαχρονική της χριστιανικής πίστεως, καταφαίνονται έντονα και από την εξής επισήμανση του αγίου υμνογράφου από την τέταρτη ωδή του κανόνα του: «Νόμον θείον εχάραξας, μάκαρ, εν καρδίαις, λειάνας πρότερον αγνωσίας τα χαράγματα και της δυσσεβείας τα ινδάλματα». Μακάριε απόστολε, χάραξες τον θείο νόμο του Χριστού στις καρδιές των ανθρώπων, αφού προηγουμένως έξυσες και λείανες τις χαρακιές της αγνωσίας του Θεού και τις πλανεμένες εικόνες της δυσέβειας. Ο άγιος Θαδδαίος δηλαδή, όπως και όλοι οι απόστολοι και πάντοτε η Εκκλησία, απευθυνόταν στους ανθρώπους και κατέθετε τη μαρτυρία της πίστεώς του στον Χριστό. Η μαρτυρία για τον Χριστό έχει τέτοια δύναμη, ιδίως στους καλοπροαίρετους ανθρώπους, ώστε αφενός σβήνει όλες τις πλανεμένες πεποιθήσεις και επουλώνει τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία, λόγω της αγνωσίας του Θεού, αφετέρου επαναφέρει τα αληθινά χαράγματα στην ψυχή του ανθρώπου, εκείνα δηλαδή που ο ίδιος ο Δημιουργός τα χάραξε, όταν τον δημιούργησε. Με άλλα λόγια, ο λόγος του Θεού φέρνει τον άνθρωπο στη φυσιολογική του κατάσταση, τον ομαλοποιεί, τον κάνει να βρίσκει τον αληθινό του εαυτό, τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένο. Αν ο άνθρωπος παραμορφώνεται σε κάθε εποχή, είναι γιατί δεν θέλει να έχει σχέση με τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα και Δημιουργό του. Όπως αντιστοίχως, σε κάθε εποχή, ο άνθρωπος που επιστρέφει στον Θεό, μορφοποιείται κατ’ εικόνα του πλάσαντος αυτόν, άρα γίνεται σαν τον Χριστό και ομορφαίνει. Ο όμορφος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος του Θεού και σ’ αυτήν την ομορφιά αγωνιζόταν ο άγιος Θαδδαίος. Μακάρι να μπούμε κι εμείς στον ίδιο αγώνα, γιατί δυστυχώς η ασχήμια περίσσεψε στη ζωή και στον κόσμο μας.