Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΦΛΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΟΣ (18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



῾Οι άγιοι αυτοί ήταν δίδυμα αδέλφια, λιθοξόοι στην τέχνη, την οποία έμαθαν από τους αγίους Πρόκλο και Μάξιμο. Μετά το μαρτύριο υπέρ Χριστού των διδασκάλων τους, εγκατέλειψαν το Βυζάντιο και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Ουλπιανών της Δαρδανίας, στο Ιλλυρικό. Εκεί, κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα, μάζευαν διάφορα μέταλλα κι εργάζονταν την τέχνη τους. Έπειτα, ο Λουκίων τους έστειλε στον Λικίνιο, τον υιό της βασίλισσας Ελπιδίας, ο οποίος τους έδωσε χρήματα, προκειμένου να ανεγείρουν ναό για τα είδωλα, κάνοντας και τα σχέδια γι᾽ αυτόν. Οι άγιοι πήραν τα χρήματα, τα οποία τα μοίρασαν αμέσως στους φτωχούς, και τη νύκτα τους την περνούσαν στην προσευχή. Μετά από ημέρες,  άρχισαν τα έργα, που τα ετελείωσαν πολύ γρήγορα. Καθώς λοιπόν μέσα σε λίγες ημέρες έγινε ο ναός και ολοκληρώθηκε, με τη βοήθεια Αγγέλου που ενδυνάμωνε τους αγίους, αμέσως ο ειδωλολάτρης ιερέας Μερέντιος πίστεψε στον Χριστό, ενώ είχε ήδη πιστέψει και ο γιος του Αθανάσιος, γιατί οι άγιοι τού είχαν θεραπεύσει τον τυφλό του οφθαλμό. Οι μάρτυρες του Χριστού λοιπόν τότε μάζεψαν τους πτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει τα χρήματα, και με τη βοήθειά τους πέρασαν σχοινιά στους τραχήλους των ξοάνων και τα έριξαν κάτω στη γη. Έπειτα άναψαν φώτα πολλά και καθιέρωσαν τον ναό λέγοντας ῾Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα, ων το κήρυγμα, Τριάς η ομοούσιος᾽. Προηγείτο δε αυτών ο τύπος του τιμίου Σταυρού. Μόλις έμαθε τι είχε συμβεί ο Λικίνιος, διέταξε να αναφθεί κάμινος και να ριχτούν μέσα οι πτωχοί, οι οποίοι έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους. Οι δε άγιοι Φλώρος και Λαύρος, δέθηκαν σε έναν άξονα και μαστιγώθηκαν. Έπειτα στάλθηκαν στον Λύκωνα, ο οποίος τους έκλεισε μέσα σε βαθύ πηγάδι. Μέσα σ᾽ αυτό οι άγιοι έκαναν δεήσεις στον Θεό υπέρ αυτών που θα τους μνημονεύουν, υπέρ ευσταθείας του κόσμου και υπέρ της καταπαύσεως των διωγμών, οπότε και άφησαν τις ψυχές τους. Μετά από χρόνια μάζεψαν τα ιερά τους λείψανα και τα κατέθεσαν με σεβασμό σε λειψανοθήκες, ενώ αυτά ανέβρυζαν μύρα και γίνονταν πηγές ιάσεων᾽.

Μία ῾πονηριά᾽ χρησιμοποίησαν οι άγιοι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους έδωσε ο άρχοντας Λικίνιος: ανέλαβαν να κτίσουν ειδωλολατρικό ναό και να λαξεύσουν ξόανα, έχοντας στο νου τους όμως να ρίξουν τα ξόανα και να καθιερώσουν το ναό στον Χριστό, κάτι που έγινε. Αιτία για την ενέργειά τους αυτή βεβαίως ήταν η πίστη τους ότι τα ειδωλα συνιστούν ψεύδος και ανταποκρίνονται στο τίποτε ή στα δαιμόνια, ενώ η πίστη στον Χριστό είναι η αληθινή πίστη, η οποία απεκαλύφθη από τον ενανθρωπήσαντα Θεό και βεβαιώθηκε ποικιλοτρόπως, και με τα θαύματα του Κυρίου, ιδίως την Ανάστασή Του, και με όλες τις θαυμαστές ενέργειες έπειτα των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι διεσπάρησαν ανά τα πέρατα της οικουμένης και έδωσαν και τη ζωή τους προς χάριν ακριβώς της πίστεως αυτής. Συνεπώς η αλλαγή της χρήσης του ναού - να αφιερωθεί στον Χριστό - ήταν για τους αγίους μας μία κίνηση καταρχάς συμβολική: μία μαρτυρία και ομολογία Χριστού, διότι ήξεραν ότι θα υποστούν την οργή του ηγεμόνα και ο ναός θα επανέλθει στα χέρια των ειδωλολατρών, αλλά και μία κίνηση έπειτα αγιαστική, διότι εξέφραζε την πεποίθησή τους ότι  εκεί που ο χώρος έχει αγιαστεί από τις προσευχές προς τον Χριστό και την παρουσία του Σταυρού, εξαφανίζεται η όποια ύπαρξη δαιμονίων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επισημαίνουμε τέτοιου είδους ῾πονηριές᾽ στα συναξάρια των αγίων μας. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα και το πώς απέκτησαν τη μαντίλα και τη ζώνη της Παναγίας μας δύο χριστιανοί, όταν βρήκαν τα αγιασμένα αυτά αντικείμενα στο σπίτι μίας Εβραίας. Με ῾πονηριά᾽ αντικατέστησαν το κιβώτιο με τις φορεσιές αυτές της Παναγίας με ένα άλλο δικό τους, που φρόντισαν να το φτιάξουν πανομοιότυπο με το πρωτότυπο. Κι έτσι ῾εξαπατώντας᾽ την Εβραία, η οποία δεν ήταν βεβαίως χριστιανή,  τα άγια αυτά βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη να αποτελούν πηγές αγιασμού όλων των χριστιανών, κάτι που και η ίδια η Παναγία αργότερα έδειξε ότι το αποδέχεται, αφού υπήρξαν εμφανίσεις της εκεί που είχαν τοποθετηθεί, και πολλά θαύματα πραγματοποιήθηκαν μέσω αυτών.
Εκ πρώτης όψεως, οι ῾πονηριές᾽ αυτές φαίνονται ότι συνιστούν κλεψιές, που προκαλούν το αίσθημα της συμβατικής ηθικής: παίρνω κάτι ή χρησιμοποιώ κάτι που δεν μου ανήκει, χωρίς να έχω την έγκριση του κατόχου. Είναι όμως έτσι και στην ουσία τους; Η φορεσιά της Παναγίας δηλαδή ανήκει σε κάποιον που έτυχε απλώς να την έχει βρει ή σε εκείνους που αποδέχονται την Παναγία και την τιμούν ως Μητέρα του ενανθρωπήσαντος Θεού μας; Πόση διαφορετική θεώρηση έχει η μία από την άλλη κατάσταση! Στην πρώτη, έχουμε φύλαξη ρουχισμού, έστω και αν προέρχεται από κάποιο σεβαστό πρόσωπο. Στη δεύτερη, ο ρουχισμός ξεπερνά τα όρια ενός αντικειμένου, έστω και πολύτιμου. Αποτελεί πηγή χάριτος, γιατί και τα ρούχα έχουν αγιαστεί από Εκείνον που τα φορούσε. Αντιστοίχως και στην περίπτωση με τους αγίους Φλώρο και Λαύρο: φτιάχνουν έναν ναό και η σκέψη τους ακριβώς είναι να λειτουργήσει ο ναός αυτός προς χάριν Εκείνου για τον Οποίο φτιάχτηκε. Κι Αυτός βεβαίως δεν είναι το τίποτε ή τα δαιμόνια, αλλά ο Δημιουργός, Παντοδύναμος και Πανάγαθος Θεός. Άραγε μπορούμε να κατηγορήσουμε ως ῾ψεύτη᾽ και τον άγιο Διονύσιο, που είπε ψέματα για να γλιτώσει από το αστυνομικό απόσπασμα τον φονιά του αδελφού του;  Κι ακόμη περισσότερο: θα διενοείτο κανείς να κατηγορήσει τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ότι πήγε να ῾παραπλανήσει᾽ τους δύο μαθητές Του, εκεί στο χωριό Εμμαούς, όταν σημειώνει ο ευαγγελιστής ότι ῾προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι᾽; Προσποιήθηκε ο Κύριος, για να φανερώσουν οι μαθητές τα αισθήματά τους. Κι έτσι στην ῾κλάσιν του άρτου᾽ τους αποκαλύφθηκε.
Δοξολογούμε τον Θεό μας Κύριο και τους αγίους Του, γιατί μας καθοδηγούν στην ουσία των πραγμάτων, εκεί που λειτουργεί πάντοτε η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, και δεν μας εγκλωβίζουν στην επιφάνεια και τον εγωισμό της ευσεβίστικης ηθικής. Μαζί με τους αγίους μας αναπνέουμε τον  αέρα της πραγματικής ελευθερίας.