Με πόνο στάθηκα μπροστά Της!
Τ' αθώα μάτια, τα πλατιά,
σταλάζανε τον ουρανό.
Κι είχαν μια θλίψη
αγάπης ταπεινής
σαν απαλό
του φθινοπώρου δειλινό.
Έγειρα κει, γονατιστός
και σιωπηλός.
Κενός από αιτήσεις...
Έγινα όλος έν' αυτί...
Άκουσα τη φωνή Της...
Με δάκρυα
Της φίλησα το χέρι.
"Παρακεκλημένος"!