«Ικετεύω, Παρθένε,…της αθυμίας την ζάλην, διασκεδάσαι μου…»
Πλησιάζοντας την αποκορύφωση των θεομητορικών εορτών, την Κοίμηση της Θεοτόκου, επιμένουμε οι πιστοί να απευθυνόμαστε παρακλητικά στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας. Διότι, όπως λέει και ο ποιητής, «δεν έχουν τέλος τα πάθια του κόσμου». Κι αυτά τα «πάθια» μας καταθέτουμε σε Εκείνην, που αφενός τα πέρασε και ξέρει τι σημαίνουν, και αφετέρου μπορεί να μας ενισχύσει και να μας παρηγορήσει. Στο προκείμενο τροπάριο από την τρίτη ωδή του μικρού παρακλητικού κανόνα, ο υμνογράφος επισημαίνει κάτι πολύ σημαντικό που συχνά, ενώ το βιώνουμε ως κάτι το αρνητικό, δεν το κατανοούμε, αγνοώντας επομένως την αιτία του και τη δυνατότητα υπέρβασής του: την αθυμία. Η αθυμία είναι εκείνη η αρνητική πνευματική κατάσταση, η οποία δημιουργεί μία έλλειψη διάθεσης για οτιδήποτε πνευματικό, μία «ακεφιά» που λέμε, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο που τον διακατέχει να μη θέλει να προσευχηθεί, να μη θέλει τον εκκλησιασμό, να μη θέλει να μελετήσει τον λόγο του Θεού, να «σέρνεται» κυριολεκτικά σε ό,τι συνιστά βίωση της πνευματικής ζωής. Και δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής την κατάσταση αυτή την περιγράφει ως κατάσταση ζάλης: ο άνθρωπος παραπατάει, βρίσκεται σε μία σύγχυση, αδυνατεί να δει καθαρά τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο.
Ποια η αιτία για τη δυσάρεστη πνευματική αυτή κατάσταση; Και οι άγιοί μας, αλλά και η ίδια η εμπειρία μας το επισημαίνουν: η χαλάρωση στην πνευματική μας ζωή, δηλαδή η εμπλοκή μας στα πράγματα του κόσμου τούτου, που μας κάνουν να χάνουμε την προτεραιότητα της ζωής: τη βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου: «ζητείτε πρώτον την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού…». Κι είναι μία πραγματικότητα που πρέπει να την έχουμε πάντοτε κατά νου: όταν χάνω τη στενή σχέση με τον Χριστό, όταν δηλαδή τα λόγια Του δεν αποτελούν τον βασικό άξονα της ζωής μου, θα πρέπει να γνωρίζω ότι θα έρθει το αποτέλεσμα: η ακηδία, η αθυμία, η θλίψη και η στενοχωρία. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Διότι βεβαίως η ανατροπή των προτεραιοτήτων, δηλαδή να θέτω ως πρώτα αυτά που πρέπει να είναι δεύτερα: τα πράγματα και οι επιδιώξεις αυτού του κόσμου, πιστοποιούν την αμαρτία μου και δεν είναι χωρίς πληρωμή. Ό,τι επιλέγω στη ζωή μου, το αντίστοιχο και θα εισπράξω. Κι ίσως αυτό θα πρέπει να επισημαίνουμε και στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε και πιθανόν η ζωή τους να μην είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού: όχι να τους ελέγχουμε αυστηρά, όχι να δυσανασχετούμε και να οργιζόμαστε, αλλά με ταπεινό και ησύχιο τρόπο, και βεβαίως πάντοτε με αγάπη και σεβασμό, να τους λέμε: Πρόσεξε, αδελφέ, μην οδηγηθείς σε αθυμία. Σαν τον όσιο Ποιμένα που λέει το Γεροντικό, που όταν είδε κάποιο αδελφό να αμαρτάνει, ενώ είχε την εξουσία να τον ελέγξει, εκείνος το μόνο που του είπε, ήταν ακριβώς αυτό. Κι αυτό συνέτισε τον αδελφό.
Η υπέρβαση της αθυμίας λοιπόν είναι μονόδρομος: η τήρηση του θελήματος του Θεού, η προσπάθεια να βάζουμε τον εαυτό μας στις άγιες εντολές του Κυρίου, κατεξοχήν δε στην εντολή της αγάπης. Δεν υπάρχει άνθρωπος που προσπάθησε να ζήσει την αγάπη και να μην ένιωσε αυτό που την ακολουθεί: τη χαρά και την ευτυχία. Όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος, όταν καταγράφει τον καρπό της παρουσίας του αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου: «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη…». Από την άποψη αυτή, όταν στρέφομαι στην Παναγία μας για να της ζητήσω να μου διασκορπίσει τη ζάλη της αθυμίας, στην πραγματικότητα της ζητώ τη δύναμη να μπορώ να συγχωρώ τον συνάνθρωπό μου, να μπορώ να τον αγαπώ με όλη την ένταση της καρδιάς μου.