«Ο όσιος Παΐσιος
επέμενε πολύ οι αγιογράφοι να κάνουν καλές εικόνες, γιατί θεωρούσε ότι “μια
εικόνα είναι αιώνιο κήρυγμα, ενώ το κήρυγμα του ιεροκήρυκα διαρκεί λίγο.
Βλέπουμε λ.χ. μια εικόνα της Παναγίας και παρηγορούμαστε. Βεβαίως, αν η εικόνα
δεν είναι καλή, αν έχη άγριο πρόσωπο, μάτια κ.λπ. κάνει αρνητικό κήρυγμα. Μου
έλεγε κάποιος: “Πάω κάτω από την εικόνα του Χριστού και θέλω ν’ ανοίξω την
καρδιά μου, αλλά βλέπω τον Χριστό σαν Γερμανό στρατιώτη να με αγριοκοιτάζη και
σφίγγομαι”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον
Όρος, σελ. 455).
Ποιος δεν θα προσυπέγραφε τα λόγια αυτά του οσίου
Παϊσίου; Κι όχι μόνο χριστιανός, αλλά και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου
γης. Η εικόνα ενός αγίου είναι η εικόνα του ίδιου του Χριστού «εν ετέρα μορφή».
Αυτό δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας; Ένα «μίμημα Χριστού» για να θυμηθούμε
τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Ένας άνθρωπος δηλαδή ερχόμενος κατ’ ευδοκία Θεού
στον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο, αλλά που από νωρίς ή όχι αποδέχτηκε στη ζωή
του τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου εν προσώπω Ιησού Χριστού, εντάχτηκε στο
σώμα Του διά του αγίου βαπτίσματος, έλαβε τα χαρίσματα του Πνεύματός Του διά
του αγίου χρίσματος, τα επιβεβαίωσε έως τέλους της ζωής του αγωνιζόμενος στον
αγώνα της μετανοίας, που θα πει στον αγώνα της τηρήσεως των αγίων εντολών Του.
Οπότε έχοντας πλούσια τη χάρη του Θεού αυτήν και προσφέρει μέσω της αισθητής
αποτύπωσής του, (πέρα βεβαίως των θαυμάτων που επιτελεί από την επίκλησή του ή από
τα άγια λείψανά του) – πόσοι άνθρωποι πράγματι βρήκαν τον Χριστό στη ζωή τους και
μόνον βλέποντας είτε την εικόνα Εκείνου είτε της Παναγίας Μητέρας Του είτε και
κάποιου γνησίου φίλου Του, δηλαδή ενός αγίου;
Η Εκκλησία μας την πραγματικότητα αυτή την εξέφρασε και
συνοδικά με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), όταν παρουσιάστηκαν αιρετικοί
άνθρωποι που αμφισβήτησαν τη δυνατότητα εξεικονισμού του Κυρίου αλλά και των
αγίων Του. Και η Εκκλησία τι έκανε; Απήντησε ότι η άρνηση αυτή υποκρύπτει
άρνηση της πραγματικότητας της ενσάρκωσής Του, ολοφάνερη εξαγγελία ότι
βρισκόμαστε μπροστά σε χριστολογική αίρεση: ο Χριστός δεν γίνεται αποδεκτός
κατά το ανθρώπινό Του, μία συνέχεια του αιρετικού μονοφυσιτισμού. «Η
προσκύνησις επί το πρωτότυπον διαβαίνει», ήταν η φράση των Πατέρων, που είχε
πρωτοεκφράσει ο άγιος μέγας Βασίλειος και την ανέπτυξε θεολογικά ο μέγας εξίσου
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα δεν είναι καθεαυτή το όριο – δεν τιμάμε
και δεν προσκυνούμε το ξύλο ούτε και τα χρώματα ως να είμαστε ειδωλολάτρες. Το
εικονιζόμενο πρόσωπο είναι η αναφορά, συνεπώς ο ίδιος ο Κύριος που οι άγιοι Τον
ντύθηκαν και Τον έζησαν και Τον άφησαν να μιλήσει και να ζήσει μέσω αυτών. Και
έγινε και γίνεται η εικόνα έτσι και «το βιβλίο των αγραμμάτων» - και γράμματα
να μην ξέρει κανείς για να διαβάσει το Ευαγγέλιο και τους βίους των αγίων,
βλέπει την εικόνα και καταλαβαίνει τι γίνεται ως να ακροάται ένα κήρυγμα. Με τη
διαφορά ότι το κήρυγμα κρατάει λίγα λεπτά, επισημαίνει ο άγιος Αγιορείτης, ενώ
η εικόνα συνιστά «αιώνιο κήρυγμα», γιατί την εικόνα μπορεί να την έχει κανείς
διαρκώς μαζί του είτε στο σπίτι του είτε στη δουλειά του είτε και πάνω του.
Η εικόνα από την άποψη αυτή γίνεται μέσον προσευχής, γι’
αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία να αποτυπώνεται σ’ αυτήν ο άγιος κατά τον
τρόπο του Χριστού: όλος αγάπη και στοργή και ταπείνωση και αποδοχή του
πονεμένου ανθρώπου. Αν ο ίδιος ο Χριστός ή οι άγιοί Του εξεικονίζονται ως «αγριάνθρωποι»,
ως «Γερμανοί στρατιώτες», τότε όχι μόνο δεν παρηγορείται ο άνθρωπος προκειμένου
να μετανοήσει και να ανοίξει την καρδιά του, αλλά το αντίθετο˙ κλείνεται και
σφίγγεται, κάνοντας το «αυτονόητο»: βάζοντάς το στα πόδια! Το κήρυγμα στην
περίπτωση αυτή γίνεται «αρνητικό» - απωθεί ακριβώς τον άνθρωπο. Δεν είναι
τυχαίο ότι η εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί την αγιογραφία ως λειτούργημα της Εκκλησίας,
γι’ αυτό και συνιστά ο αγιογράφος πριν
ξεκινήσει το έργο του να ετοιμάζει τον εαυτό του πνευματικά, ώστε η χάρη της μετανοίας
του να αποτυπώνεται και στα υλικά που χρησιμοποιεί. «Η εσωτερική κατάσταση της ψυχής
αντανακλάται στο εργόχειρο», έλεγε και πάλι ο μέγας όσιος Αγιορείτης. Διότι «κάθε
τι που κάνομε δοσμένο τελείως στον Θεό αποκτά χάρι. Αν έχης ευλάβεια, το
εργόχειρό σου θα είναι ποτισμένο με ευλάβεια. Αν έχης άγχος, έχει κάποιο
δαιμονισμό και τον μεταδίδει» - σκληρά πράγματα!
Κι αυτό βεβαίως ισχύει ευρύτερα σε ό,τι κι αν κάνουμε και λέμε, κατεξοχήν όμως στα εκκλησιαστικά έργα. Η ίδια λογική δεν διέπει και τα ψαλσίματα της Εκκλησίας; Πνεύμα Θεού περικλείουν ως εμπνευσμένα από το Πνεύμα αυτό, αλλά η εκφορά τους έχει και πάλι ξεχωριστή σημασία. Ακούει κανείς μία ψαλμωδία από έναν ευλαβή ιεροψάλτη και κατανύσσεται. Ακούει κανείς την ίδια ψαλμωδία από κάποιον «κενόδοξο» ψάλτη που θέλει να επιδείξει κυρίως τις φωνητικές του δυνατότητες, και θέλει να φύγει – ό,τι συνέβη με τον άγιο Παΐσιο και πάλι, που ευρισκόμενος μέσα σε όχημα και ακούγοντας κάποιον εκκλησιαστικό ψαλμό, διέκρινε ότι η εκφορά των ύμνων από κάποιον ψάλτη δεν ήταν αυτό που έπρεπε, οπότε παρεκάλεσε τον οδηγό να κλείσει το ραδιόφωνο! Ο άγιος με τα οξυμμένα πνευματικά του κριτήρια και τις ευαίσθητες «κεραίες» της ψυχής του έπιανε «συχνότητες» πέραν των κοινών μέτρων!