«Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα»
«Η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος» λέει κάπου στα Ασκητικά του ο μέγας Ισαάκ ο Σύρος. Η σιωπή πάντοτε επαινέθηκε, και στους αρχαίους χρόνους με το πασίγνωστο «κρείττον το σιγάν του λαλείν», καλύτερη η σιωπή από την ομιλία, και στα πλαίσια του χριστιανισμού, ιδίως από τους ασκητικούς διδασκάλους, ως η αρετή που φανερώνει, όταν δεν είναι βεβαίως καρπός εγωισμού και πείσματος, τη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, η οποία τον απορροφά τόσο στη θεία αγάπη, που δεν του αφήνει περιθώριο για κενά και ανούσια λόγια. Η αποτίμηση μάλιστα του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος περί της σιωπής, ως κρυφής πνευματικής ανάβασης και αφανούς προκοπής, είναι, νομίζουμε, κλασική. Παρ’ όλα αυτά. Υπεράνω της σιωπής βρίσκεται ασφαλώς η αγάπη, η οποία ρυθμίζει τελικώς τον άνθρωπο στο αν θα μιλά ή θα σιωπά, διότι του δίνει τον φωτισμό της διάκρισης. «Μίλα δια τον Θεόν, σιώπα δια τον Θεόν» ακούμε από τους αγίους αββάδες στο Γεροντικό (όσιος Ποιμήν). Και δικαιολογημένα: η αγάπη είναι η βασίλισσα των αρετών, ο σκοπός της ύπαρξής τους, διότι πηγάζει από τον Θεό και φανερώνει τη λυτρωτική παρουσία Του.
Κάτω από την οπτική αυτή κατανοούμε και τον υμνογράφο, ο οποίος ομολογεί στο τροπάριο: «Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα». Δεν θα σιωπήσω, προκειμένου να φωνάζω πολύ δυνατά, για να φανερώνω τα δικά Σου μεγαλεία, (Παναγία). Προφανώς είναι τέτοια η αγάπη του προς την Παναγία από τη χάρη Της, την οποία δέχτηκε κι αυτός και οι άλλοι πιστοί που γνωρίζει, είναι τέτοια τα χαρμόσυνα συναισθήματα που τον έχουν κατακλύσει, από αυτήν την ενέργεια της αγάπης της – προέκταση βεβαίως της αγάπης του Χριστού – ώστε νιώθει ότι δεν μπορεί να τα αποσιωπήσει ή να τα καταπιέσει. Όπως συμβαίνει πάντοτε που, όταν νιώθουμε μία πολύ μεγάλη χαρά από ένα εξαιρετικό γεγονός, θέλουμε να το διαλαλήσουμε και να το μοιραστούμε με άλλους – «μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά» λέει ο λαός μας – έτσι και με τον ποιητή: διαλαλεί τη χαρά του μπροστά στο μέγεθος της χάρης της Παναγίας, μπροστά στην αγάπη της, μπροστά στις ευεργεσίες τις οποίες απηύλασε. Γι’ αυτό «δοξάζει, υμνολογεί και μεγαλύνει» την προς αυτόν και όλο τον κόσμο συμπάθεια της Παναγίας.
Να διαλαλούμε την αγάπη του Θεού, της Παναγίας, των αγίων απέναντί μας. Αλλά κι εδώ θέλει προσοχή και διάκριση. Αυτό το «διαλάλημα» και η κραυγή μας ίσως πρέπει πρωτίστως να είναι έκφραση της αγιασμένης ζωής μας και λιγότερο των λόγων μας. Όταν πράγματι αγαπάμε την Παναγία μας κι έχουμε δεχτεί τις ευεργεσίες της, τούτο φαίνεται από την ίδια την ύπαρξή μας, κατά το «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», γεγονός που σημαίνει ότι και σιωπώντας κραυγάζουμε και μαρτυρούμε την αγάπη αυτή. Τότε βεβαίως και ο όποιος λόγος μας όχι μόνο παίρνει τη μορφή της δοξολογίας και του ύμνου, αλλά γίνεται και εξαιρετικά πειστικός.