Πρό καιροῦ παραβρέθηκα
σέ μία συζήτηση, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε πολλαπλῶς χρήσιμη γιά τήν ἐπισήμανση τοῦ βασικοῦ
προβλήματος τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν ἀκρίβεια, δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐπιβεβαιώσω
γιά μία ἀκόμη φορά τό πρόβλημα, γεγονός πού μοῦ δημιούργησε καί πάλι ἀπαισιόδοξες
σκέψεις γιά τήν πορεία μας ὡς ἀνθρώπων. Συγκεκριμένα, οἱ συζητητές μιλοῦσαν γιά
τά φλέγοντα ἐθνικά καί κοινωνικά μας θέματα, ὁπότε σέ κάποια στιγμή ὁ ἕνας εἶπε
ὅτι γιά τά θέματα αὐτά ἔχει κυκλοφορηθεῖ ἕνα πολύ ὡραῖο βιβλίο πού δίνει
κατατοπιστικές πληροφορίες. Πρότεινε μάλιστα νά τό δώσει στόν συνομιλητή του
πρός ἐνημέρωση. ῾Ο ἄλλος ἔδειξε ἐνδιαφέρον, ἀλλά μόλις ἔμαθε τόν συγγραφέα τοῦ
βιβλίου, κούνησε ἀρνητικά τό κεφάλι παρατηρώντας: «῎Οχι, δέν τό θέλω οὔτε
πρόκειται ποτέ νά τό διαβάσω. Δέν ἀνήκει ὁ συγγραφέας στόν δικό μου χῶρο».
Ἡ ἀπάντηση νομίζουμε ὅτι
ἐκφράζει αὐτό πού συνιστᾶ τήν τραγικότητά μας ὡς ἀνθρώπων καί ἐπισημαίνει τό
καίριο πρόβλημά μας: δέν μᾶς ἐνδιαφέρει στήν πραγματικότητα ἡ ἀλήθεια, δέν
ψάχνουμε νά δοῦμε ὅλες τίς διαστάσεις τῶν θεμάτων πού μᾶς ἀπασχολοῦν, ἀλλά
κινούμαστε μέ προκατασκευασμένες ἀντιλήψεις. Προσεγγίζουμε δηλαδή τά πράγματα ἀλλά
καί τούς ἀνθρώπους μέ ἰδεολογικές προϋποθέσεις, ὁπότε βλέπουμε μόνον ὅ,τι
θέλουμε νά δοῦμε καί ὄχι ὅ,τι πράγματι παρουσιάζεται ἐνώπιόν μας - βρισκόμαστε μπροστά
στήν ἴδια τήν τύφλωσή μας!
Μέ ἁπλή ψυχολογική ἑρμηνευτική,
μία τέτοια τοποθέτηση τῶν πραγμάτων δηλώνει τήν ἀνασφάλεια τῶν ἀνθρώπων γι' αὐτό πού πιστεύουν. ᾽Αρνοῦνται νά γνωρίσουν κάτι πού δέν ἐντάσσεται στήν
ἰδεολογία τους, διότι δέν εἶναι βέβαιοι γι᾽ αὐτήν καί φοβοῦνται μήπως
κλονισθοῦν ὡς πρός τίς προϋποθέσεις τῆς ζωῆς τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔτσι εἶναι
ἄξιοι οἴκτου καί λύπης: στηρίζονται σέ ῾ξυλοπόδαρα᾽ καί τό οἰκοδόμημά τους εἶναι
ἀπό ἄχυρο, ὁπότε πέφτει μέ τό παραμικρότερο φύσημα τοῦ ἀέρα. ῞Οπως κι ἄν εἶναι
ὅμως τά πράγματα ἡ ἰδεολογοποιημένη αὐτή προσέγγιση τῆς ζωῆς συνιστᾶ τελικῶς
πρόβλημα. Κι ἐδῶ θά θέλαμε νά προχωρήσουμε λίγο περισσότερο.
Ἡ προσέγγιση τῆς ζωῆς, ἀνθρώπων
καί πραγμάτων, κάτω ἀπό ἰδεολογικές προϋποθέσεις σημαίνει ἐγωϊσμό καί στένωση
τοῦ ἀνθρώπου: προσεγγίζει κανείς τόν κόσμο κάτω ἀπό λογικά σχήματα καί ὄχι ὅπως
εἶναι. Χάνεται ἔτσι ἡ προσωπική σχέση συνεπῶς καί ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης. Πού θά πεῖ:
ὅταν ὡς κριτήριο ἔχουμε σχήματα τοῦ μυαλοῦ μας, χάνουμε καί τόν ἄνθρωπο πού ἔχουμε μπροστά μας καί τήν
ἴδια τήν ζωή. Κι αὐτήν τήν κατάσταση τήν ἐπισημαίνουμε κατά πρῶτον πολύ συχνά σέ ἀρκετούς ὀπαδούς διαφόρων κομμάτων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή
βάζουν μπροστά στά μάτια τους ὡς προτεραιότητα τήν κομματική τους σημαία,
κρίνουν τούς πάντες καί τά πάντα μέ βάση ἀκριβῶς τήν πολιτική τους ἰδεολογία.
Οὔτε στιγμή ἴσως δέν τούς περνᾶ ἡ ὑποψία ὅτι ὑπάρχουν ὑψηλότερα καί ἀνώτερα ἀπό
τήν προσκόλληση στήν κομματική συνείδηση: ἡ προσωπική σχέση ἀγάπης, ἡ ἀποδοχή
τοῦ ἄλλου ἔστω καί τοῦ θεωρουμένου πολιτικοῦ ἀντιπάλου.
Ἀλλά τήν ἴδια κατάσταση
ἐπισημαίνουμε καί μέσα στόν χριστιανισμό. Εἴτε στούς διαφόρους αἱρετικούς πού
κινοῦνται πράγματι ὄχι μέ βάση τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ ἀλλά μέ τίς νοητικές
συλλήψεις τοῦ μυαλοῦ τους∙ εἴτε (τραγικά) καί σέ ὀρθοδόξους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι
κάνοντας πολλές φορές τήν πίστη ἰδεολογία - ἕνα λογικό σχῆμα στήν οὐσία ὡς ἀποδοχή
ὀρθῶν προτάσεων – ἀδυνατοῦν νά ἀγαπήσουν τόν συνάνθρωπό τους, διαγράφοντας ἔτσι
καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό. Διότι ὡς γνωστόν ἡ ἀγάπη στόν συνάνθρωπο
καί ἡ ἀγάπη στόν Χριστό εἶναι ταυτόσημες πραγματικότητες. Καί τί γίνεται; Τόν
συνάνθρωπο οἱ χριστιανοί αὐτοί τόν βλέπουν πότε ὡς ἀντικείμενο προσηλυτισμοῦ πού πρέπει νά «ὑποταχτεῖ», καί
πότε ὡς ἀντίπαλο στήν περίπτωση ἄρνησής του νά δεχτεῖ τήν προσηλυτιστική τους ἐνέργεια.
Κι ὑπάρχει ἀκόμη, ἄς ἐπιτραπεῖ νά τό θίξουμε, καί μία ἐκ δεξιῶν πλανεμένη ἰδεολογία τῆς πίστεως, ἄδηλη, ἀνεπαίσθητη καί «ἁγία», πού μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ σέ ἀγωνιστές καί συνεπεῖς πιστούς: ἡ διάθεση, χωρίς καμία ἐναντίωση ἐννοεῖται στούς συνανθρώπους, στροφῆς τους σέ μελέτη θεολογικῶν κειμένων, προκειμένου νά ἐμβαθύνουν στή θεολογία. Καί ποῦ ἡ πλάνη ἐν προκειμένω; Ὅταν αὐτή ἡ μελέτη ἀπορροφᾶ τόσο τή σκέψη καί τήν καρδιά, ὥστε νά παραθεωρεῖται ἡ σχέση μέ τόν συνάνθρωπο ὡς προτεραιότητα τοῦ χριστιανοῦ. Εἶναι συγκλονιστικός ὁ διάλογος ἐπί τοῦ προκειμένου πού διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, νεαροῦ ἀκόμη ὄντος στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἄθω, καί τοῦ Γέροντός του ἁγίου Σιλουανοῦ. Στήν παρατήρηση τοῦ Σωφρονίου ὅτι λόγω ἀσθένειας δέν ἔχει δυνάμεις γιά νά μελετήσει βαθύτερα τή θεολογία τῶν Πατέρων πῆρε τήν ἀπρόσμενη ἀπάντηση: «Νομίζεις πώς εἶναι μεγάλο πράγμα αὐτό; Μεγάλο εἶναι νά ταπεινωθεῖ κανείς, γιατί ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς ἐμποδίζει νά ἀγαπᾶμε». Ἡ «ἰδεολογία» γιά ἐμβάθυνση στήν (ἀκαδημαϊκή) θεολογία ἀπό τή μιά καί ἡ ἀλήθεια τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἄλλη γιά τό οὐσιῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὡς ζωῆς ἀναζήτησης τῆς ταπείνωσης, συνεπῶς καί τῆς ἀγάπης πού φέρνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.
Τά ἀποτελέσματα βεβαίως
τῆς ἐν γένει ἰδεολογοποιημένης προσέγγισης τῆς ζωῆς σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τά ἐπισημαίνουμε
καθημερινῶς δίπλα μας, στούς συνανθρώπους μας, ἀλλά καί στούς ἴδιους τούς ἑαυτούς
μας: συγκρούσεις, τσακωμούς, ἐκδικήσεις, ὕβρεις, μάχες, πολέμους. Καί πῶς ἀλλιῶς,
ἀφοῦ ἐλλείπει ἡ ἀγάπη;
᾽Ακριβῶς λοιπόν ἐδῶ ὀρθώνεται
ἡ συνείδηση τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Η χριστιανική πίστη, ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε ἀκροθιγῶς,
δέν ἔχει καμία σχέση μέ τίς διάφορες ἰδεολογίες ἤ τίς ἰδεολογοποιημένες
θεωρήσεις τῆς ζωῆς. ῾Η χριστιανική πίστη μᾶς δίνει τήν ὅραση τῆς ἀγάπης, τῆς ἀποδοχῆς
δηλαδή τοῦ ἄλλου ὅπως εἶναι, ἔστω κι ἄν εἶναι ὁ χειρότερος ἐχθρός. ῾Ο Χριστός εἶπε,
μέ τόν λόγο καί τήν ζωή Του, νά ἀγαπᾶμε τόν συνάνθρωπό μας ὄχι γιατί ἔχουμε τήν
ἴδια πίστη μέ αὐτόν, ἀλλά γιατί εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἐρχόμενος στόν κόσμο
φέρνει καί τό φῶς Ἐκείνου. Μᾶς ἔκανε μάλιστα νά βλέπουμε πίσω ἀπό ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο,
καί μάλιστα τόν χριστιανό, Αύτόν τόν ῎Ιδιο, κατά τό «ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί
τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40).
Κι αὐτό θά πεῖ: ὁ
χριστιανός πού θέλει μέ συνέπεια νά εἶναι μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας δέν πλησιάζει
τόν πλησίον του - ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός – μέ ἄλλες προϋποθέσεις
πέραν τῆς ἀγάπης. ῾Ο πραγματικός χριστιανός ἀποδέχεται τόν ἄλλον ἔστω κι ἄν
διαφωνεῖ μαζί του. ῾Η σχέση κινεῖται σέ ἐπίπεδο καρδιακό καί ὄχι λογοκρατικό.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ὁποιοσδήποτε, ἄν εἶναι ἐλάχιστα καλοπροαίρετος καί ὄχι «παθιασμένος»
μέ τήν πονηρία του, νιώθει ἄνετα καί καλά μέ τόν χριστιανό, κάτι πού βλέπουμε
στίς περιπτώσεις ἀσφαλῶς τῶν ἁγίων ἀνθρώπων.
Τά παρακάτω γνωστά κείμενα,
τό πρῶτο τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου καί τό δεύτερο ἕνα πού συνδυάζει τή σκέψη
καί τήν ἐμπειρία δύο ἀκόμη μεγάλων ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑνός παλαιοτέρου
καί ἑνός συγχρόνου, τῶν Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου καί Πορφυρίου τοῦ
Καυσοκαλυβίτου, εἶναι ἀρκούντως ἀποκαλυπτικά. Τόσο πού μετά τήν μέ ἐπίγνωση ἀνάγνωσή
τους τό μόνο πού θέλεις νά κάνεις εἶναι νά κτυπᾶς τό στῆθος σου ἀπό μετάνοια
καί νά κραυγάζεις: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ
ἁμαρτωλῷ» ἤ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν
με».
- «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καρδιά πού καίγεται γιά ὅλη τή δημιουργία, γιά ἀνθρώπους
καί τά ὄρνεα καί τά ζῶα καί τούς δαίμονες καί γιά κάθε γενικά κτίσμα. Καί ἀπό
τή μνήμη καί τή θεωρία τους ρέουν οἱ ὀφθαλμοί του δάκρυα... Γι’ αὐτό σέ κάθε ὥρα
προσεύχεται μέ δάκρυα, γιά χάρη τῶν ἀλόγων ζώων καί τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀλήθειας καί
γι’ αὐτούς πού τόν βλάπτουν, ὥστε νά διαφυλαχθοῦν καί νά δεχτοῦν τό ἔλεος τοῦ
Θεοῦ».
- «῞Ολους τούς
πιστούς ὀφείλουμε νά τούς βλέπουμε σάν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό
αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός. Καί νά ἔχουμε γιά τόν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά εἴμαστε
ἕτοιμοι νά θυσιάσουμε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί ὀφείλουμε νά μή λέμε οὔτε
νά θεωροῦμε κανέναν ἄνθρωπο κακό, ἀλλά ὅλους νά τούς βλέπουμε ὡς καλούς. Κι ἄν
δεῖς ἕναν ἀδελφό νά ἐνοχλεῖται ἀπό πάθη, νά μήν τόν μισήσεις αὐτόν. Μίσησε τά
πάθη πού τόν πολεμοῦν. Κι ἄν τόν δεῖς νά τυραννεῖται ἀπό ἐπιθυμίες καί
συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μή τυχόν
δοκιμάσεις καί σύ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπό ὑλικό πού εὔκολα γυρίζει ἀπό τό καλό
στό κακό» - «Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό σέ προετοιμάζει νά ἀγαπήσεις περισσότερο
τόν Θεό. Τό μυστικό λοιπόν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό.
Γιατί, ἄν δέν ἀγαπάεις τόν ἀδελφό μου πού τόν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαπάεις
τόν Θεό πού δέν τόν βλέπεις; “῾Ο γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν
οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;” (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 20)».