«Αυτός ο όσιος είναι
βλάστημα και εντρύφημα της Ελλάδας. Οι πρόγονοί του ήταν από τη νήσο Αίγινα, οι
οποίοι μη αντέχοντας τις συνεχείς επιθέσεις των Αγαρηνών μετανάστευσαν και
έφτασαν στην κεντρική Ελλάδα, στην οποία και γεννήθηκε ο μακάριος Λουκάς. Αυτός
από μικρό παιδί απείχε όχι μόνον από το κρέας, αλλά και από τα αυγά και τα
τυριά. Το φαγητό και το πιοτό του ήταν ο κρίθινος άρτος, το νερό και τα όσπρια.
Ταλαιπωρώντας το σώμα του με κάθε ασκητική κακοπάθεια και σκληραγωγία, θεωρούσε
ευχαρίστησή του να τρέφει τον πεινασμένο και να χαρίζει ενδύματα στον γυμνό,
και με αυτά χόρταινε. Γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή πολλές φορές είχε δώσει
και το δικό του ένδυμα, γύριζε στην κατοικία του γυμνός. Κι όποτε ανέπεμπε
τις προσευχές του στον Θεό, τα πόδια του απομακρύνονταν ένα πήχυ σχεδόν από το
έδαφος, και φαίνονταν να μην ακουμπούν στη γη. Όταν μάλιστα ακολούθησε και τον
μοναχικό βίο, δεν είναι δυνατόν να πει κανείς πόση εγκράτεια και κακουχία
επέδειξε ο μακάριος. Ως μοναχός πέρασε από όλες τις παραλιακές περιοχές και με
τα θαύματα που τελέστηκαν από αυτόν έγινε αίτιος σωτηρίας για πολλούς. Ύστερα
άφησε τις μετακινήσεις και έμεινε στο χώρο του Μοναστηριού. Επτά έτη αργότερα
στον χώρο αυτόν, προείπε το τέλος του σε όλους και έτσι άφησε τη ζωή αυτή».
Η ζωή του οσίου Λουκά
του εν Ελλάδι, του γνωστού μας οσίου Λουκά του εν Στειρίω Βοιωτίας, αποτελεί
επακριβή έμπρακτο υπομνηματισμό του λόγου του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα ή
μητέρα…υπέρ εμέ ούκ εστι μου άξιος»[1]. Ο όσιος Λουκάς πράγματι,
από πολύ μικρός στην ηλικία, στράφηκε με πόθο αγάπης προς τον Χριστό τέτοιο,
που ξεπέρασε τη φυσική αγάπη προς τους γονείς του, και μάλιστα προς τη μητέρα
του που τον υπεραγαπούσε. Ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει την
ολοσχερή αυτή αγάπη του: «Ολωσδιόλου από τη νεότητά του ακολούθησες τον Κύριο
και γι’ αυτό εγκατέλειψες, ένδοξε, τον σύνδεσμό σου με τους γονείς και τη
στοργή προς τον κόσμο»[2] (στιχηρό εσπερινού)∙ «Αναπτερώθηκες από τον θερμό έρωτα του
Σωτήρος Χριστού και έκανες πέρα το φίλτρο των γονέων για χάρη Του, και έγινες,
ω Λουκά, ξένος από όλα τα τερπνά της ζωής, μακάριε»[3] (ωδή γ΄).
Η φυγή του από τον
κόσμο λόγω της προς Κύριο αγάπης του ήταν η απαρχή. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας
σημειώνουν ότι ο νεαρός Λουκάς αποδύθηκε έπειτα σε μεγάλες ασκήσεις εγκρατείας
και ταπείνωσης του σώματος, ώστε να υποτάξει τα άτακτα θελήματα αυτού στον
ηγεμόνα νου και να μπορέσει να προσαρμοστεί πλήρως στο θέλημα του Κυρίου, κάτι
που βεβαίως σήμαινε αύξηση της αγάπης του και προς Εκείνον και προς τον
συνάνθρωπο. «Ο ιερός Λουκάς, Σωτήρα Κύριε, σε πόθησε ολοκληρωτικά και γι’ αυτό
στράφηκε με στέρεο τρόπο προς την άσκηση, υπομένοντας καρτερικά θλίψεις,
μόχθους, κόπους, για τα οποία βρήκε την ατελεύτητη τρυφή»[4] (ωδή α΄)∙ «Πίεζες το σώμα σου πάντοτε, πάτερ Λουκά,
με την εγκράτεια, με τη συνεχή αγρυπνία, με κάθε κακουχία διακριτικά, και
κυριάρχησες στις ορμές των εμπαθών ηδονών»[5] (ωδή α΄)∙ «Αναδείχτηκες,
μακάριε, υπάκουος σαν δούλος σε κάθε θεία εντολή»[6] (ωδή γ΄).
Θα πρέπει να τονίσουμε
ιδιαιτέρως αυτό που με σοφό τρόπο εξαγγέλλει ο ιερός υμνογράφος: ότι η σκληρή
ασκητική του προσπάθεια ήταν για να
παραμένει στις εντολές του Κυρίου, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον
συνάνθρωπο. Διότι αν η όλη ασκητική διαγωγή του χριστιανού δεν κατατείνει προς
αυτόν τον σκοπό, την αγάπη δηλαδή, δεν έχει νόημα. Διαστρέφεται και γίνεται
φαρισαϊκή ηθική, ευσεβισμός, καύχηση για αρετές χωρίς νόημα, σκλήρυνση της
καρδιάς. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος έχει αρετές, όχι όμως Θεό. Λείπει η
ταπείνωση ως οριστικό άφημα του εαυτού στον Χριστό. «Πέρασες τη ζωή σου με
σωφροσύνη και με καλό τρόπο, φιλοξενώντας αδιάκοπα και ελεώντας τον συνάνθρωπό
σου πλούσια και άφθονα»[7] (ωδή ς΄). Είναι ευνόητο
λοιπόν για τον άγιο Ιωσήφ να συμπεράνει ότι αυτή η απλότητα και η ταπείνωση και
η αγάπη και η πραότητα του οσίου Λουκά τον έχουν κατατάξει στη βασιλεία του
Θεού, μαζί με τους αγίους και δικαίους Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ. «Έδειξες,
πάτερ, αληθινά απλό και απονήρευτο και ταπεινό, γεμάτο από έλεος προς τους
φτωχούς, και φιλόξενο και φιλέρημο, ήσυχο και πράο ήθος. Γι’ αυτό και
κατατάχτηκες με τον Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ»[8] (ωδή θ΄).
Ο άγιος Ιωσήφ μας
υπενθυμίζει όμως με δύο ύμνους του μία ενέργεια του Θεού, που
φανερώνει πόσο βαθιά φιλόστοργος και φιλάνθρωπος είναι. Είναι ίσως η κορυφαία
στιγμή της σύνθεσης του κανόνα του για τον όσιο Λουκά. Περί τίνος πρόκειται; Ο
όσιος, είπαμε, από μικρή ηλικία στράφηκε ένθερμα προς τον Χριστό. Έφυγε μάλιστα
κρυφά από τους γονείς του και προχώρησε στις πνευματικές ασκήσεις του,
ακολουθώντας και τη μοναχική ζωή. Η μητέρα του ιδιαιτέρως πόνεσε πολύ από την
κρυφή φυγή του, γι’ αυτό και με δάκρυα και σπαραγμό ψυχής παρακαλούσε τον Κύριο
να της φανερώσει το πού βρίσκεται. Κι ο Κύριος ακριβώς κάμφθηκε. Χωρίς να θέλει
κάτι τέτοιο ο αγαπημένος του δούλος Λουκάς, Εκείνος της τον φανέρωσε. Έτσι και
ο Λουκάς στεφανώθηκε από τον Χριστό για την ολοσχερή αγάπη του προς Αυτόν, την
υπερβαίνουσα και το γονεϊκό φίλτρο, και η μητέρα του δέχτηκε τον καρπό της
προσευχής της: έμαθε για το παιδί της. Θεωρούμε ότι είναι η κορυφαία στιγμή της
ακολουθίας, διότι δείχνει ότι ο Κύριος μπροστά στα καρδιακά αιτήματα του
ανθρώπου κάμπτεται. Δεν ξέρουμε, αλλά μας θυμίζει λίγο η υπενθύμιση αυτή του
αγίου υμνογράφου αυτό που είναι γνωστό σαν θρύλος από τις επεμβάσεις της
Παναγίας: οι απορριπτόμενοι του Παραδείσου, λόγω της «ακρίβειας» του αποστόλου
Πέτρου, του κρατούντος τα κλειδιά της Βασιλείας, γίνονταν δεκτοί «παρανόμως»
από την Παναγία, η οποία τους εισήγαγε στον Παράδεισο από το πλάι της θύρας με
το μαφόρι της.
«Πληγώθηκες από τον πόθο του Κυρίου και θεώρησες όλα τα ευχάριστα της ζωής ως μηδέν. Τη στέρηση δε της μητέρας σου και την ξενιτεία αγάπησες, και ντύθηκες το μοναχικό ένδυμα, ιερώτατε. Αλλά σε φανερώνει ο Θεός, έστω και παρά τη θέλησή σου, όσιε Λουκά, γιατί κάμφθηκε ο φιλάνθρωπος από τις μητρικές προσευχές»[9] (στιχηρό εσπερινού). «Τον πόθο της μητέρας σου μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη και φέρνοντας τον εαυτό σου σε τόπο άσκησης, τον παρέδωσες εκεί κρυφά. Πάλι όμως ο Θεός σε φανερώνει στη μητέρα σου, που θρηνούσε τη στέρησή σου δίκαια, πανάριστε»[10] (κάθισμα του όρθρου).
[1] Ματθ. 10, 37.
[2] «Όλως εκ νεότητος
ακολουθήσας Κυρίω, γονικήν κατέλιπες, ένδοξε, προσπάθειαν και στοργήν κοσμικήν».
[3] «Ανεπτερώθης τω
θερμώ έρωτι του Σωτήρος, και γονέων το φίλτρον υπερείδες δι’ αυτόν, και
γέγονας, ω Λουκά, ξένος πάντων των τερπνών, μακάριε».
[4] «Ολοσχερώς σε
ποθήσας ο ιερός, Σώτερ, προς την άσκησιν απεδύσατο στερρώς, θλίψεις, μόχθους,
πόνους καρτερών, ανθ’ ων εύρατο τρυφήν την ατελεύτητον».
[5] «Υπωπιάζων το σώμα,
Πάτερ Λουκά, εγκρατεία πάντοτε, αγρυπνία συνεχεί, κακουχία πάση τε σοφώς, τας
ορμάς των εμπαθών ηδονών έστησας».
[6] «Εν πάση θεία
εντολή ευπειθής ως οικέτης ανεδείχθης, παμμάκαρ».
[7] «Σωφρόνως διήνυσας
σου τον βίον και καλώς, φιλοξενών εκάστοτε, ελεών τε πλουσίως και δαψιλώς».
[8] «Απλούν το ήθος και
απονήρευτον, και ταπεινόν, ελέους τε μεστόν προς τους πένητας, και φιλόξενόν τε
και φιλέρημον, ήσυχον πράον όντως, Πάτερ, ενέδειξας∙ όθεν συνετάγης Αβραάμ
και Ιακώβ και Δαυίδ».
[9] «Κυρίου τρωθείς τω
πόθω, τα τερπνά ουδέν λελόγισαι∙ μητρός δε στέρησιν και την ξενιτείαν
ηγάπησας και σχήμα ενεδέδυσο το των μοναχών, ιερώτατε∙ αλλά φανεροί σε
Θεός και μη βουλόμενον, ευχαίς ταις μητρικαίς, Λουκά όσιε, καμφθείς ο
φιλάνθρωπος».
[10] «Μητρός τον πόθον
ουδέν ηγησάμενος, εν Σεμνείω φέρων σαυτόν, λάθρα δέδωκας∙ πάλιν δε μηνύει
σε Θεός τη μητρί σου, θρηνούση την στέρησιν σου δικαίως, πανάριστε».