«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε τὸ ἔτος 1522 μ.Χ. στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Ὁ Κύριος ποὺ ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημα ἐκείνων ποὺ Τὸν σέβονται καὶ Τὸν ἀγαποῦν, ἄκουσε τὴν δέησή της. Καὶ πράγματι, μία ἡμέρα ἡ Συρίγα μπῆκε κατὰ τὴν συνήθειά της στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἔντονης και ἐπίμονης προσευχῆς τὴν πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἕνα φῶς ἰσχυρὸ καὶ λαμπρὸ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ εἰσῆλθε στὴν κοιλιά της. Ἔτσι ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἔκρινε ὅτι τὸ ὅραμα αὐτὸ σήμαινε τὴν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ Συρίγα ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὴ μονάκριβη θυγατέρα της. Μαζὶ μὲ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴν μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.
Σὲ ἡλικία
14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα,
ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα
μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ
παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Κατ’ ἀρχάς, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ
Πρωτόκλητου, τὸν ὁποῖο εἶδε σὲ ὅραμα, οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ
κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Στὸ μοναστήρι
πρόσθεσε καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα οἰκοδομήματα καὶ ἐκτάσεις καὶ τὸ προικοδότησε μὲ
μετόχια καὶ ὑποστατικά, ποὺ ὑπερεπαρκοῦσαν γιὰ τὴ διατροφὴ καὶ συντήρηση τῶν
μοναζουσῶν. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη
τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι
μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ
ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες.
Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸν θησαυρὸ τοῦ
τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο
στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ
Χριστιανοί. Τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας σκορποῦσε εὐωδία, γεγονὸς ποὺ ἀποτελοῦσε
ἐμφανὴ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας αὐτῆς. Τὸ παράδειγμά της, λοιπόν, νὰ
ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε
νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι.
Ἐκεῖ βρίσκουν προστασία ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴν σκλαβιά. Ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι
βρίσκουν θεραπεία, οἱ πεινασμένοι τροφή, οἱ γέροντες στήριγμα καὶ τὰ ὀρφανὰ
στοργή. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ
ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων,
διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων
των». Πρωτοστατεῖ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει μὲ τὰ λόγια
καὶ μὲ τὴ ζωή της. Στηρίζει τοὺς πονεμένους σκλάβους μὲ τὴν προσευχή της. Ἰδιαίτερες
εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν
Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.
Ἡ ὅλη ὅμως
δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν
συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω
διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο λατρεύω καὶ προσκυνῶ
μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά, ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ ἄνθρωπο τέλειο καὶ θὰ σᾶς
χρωστάω μεγάλη εὐγνωμοσύνη ἂν μπορεῖτε μία ὥρα πρωτύτερα νὰ μὲ στείλετε πρὸς Αὐτὸν
μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ ἀπάντηση πρὸς τοὺς
κατακτητές, ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ πανευτυχὴς καὶ φερώνυμη Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ
ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία
σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ
διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία. Ἀφεθεῖσα πλέον ἐλεύθερη,
ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπέστρεψε ἀναίμακτη στὸ μοναστήρι της, ὅπως ἐπὶ Μεγάλου
Κωνσταντίνου ὁ μυροβλύτης Νικόλαος καὶ πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Φρόντιζε δέ, ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς
δικῆς της ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ τοὺς μὲν ἐνάρετους τοὺς στερέωνε στὴν ἀρετή,
τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βελτίωνε ἠθικὰ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια. Καὶ ἀποκλειστικὰ
γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει
μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους
λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε
θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς
ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα.
Ἔτσι
λοιπόν, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἀφοῦ ἔφθασε στὴν τελειότητα καὶ στὴν πράξη καὶ στὴν
θεωρία, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, πρὸς ἀπόδειξη
τοῦ θαυματουργικοῦ της χαρίσματος, θὰ μνημονεύσουμε ἕνα μόνο, τὸ ἀκόλουθο: Ζοῦσε
στὴν ἐποχή της ἕνας νέος, ποιμένας προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ πολὺ μικρὸς εἶχε
συνηθίσει στὶς κλεψιὲς καὶ στὶς ρᾳδιουργίες. Ὁ νέος αὐτός, κατὰ παραχώρηση τοῦ
Θεοῦ, κυριεύθηκε ἀπὸ τὸν Σατανᾶ. Ἐξ αἰτίας τούτου περιφερόταν στὰ βουνὰ καὶ στὶς
σπηλιὲς γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, θέαμα ὄντως ἐλεεινό. Πολλὲς φορές, ὅταν
συνερχόταν ἀπὸ τὴν τρέλα, στὴν ὁποία τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ Σατανᾶς, σύχναζε στὰ
γύρω μοναστήρια γιὰ νὰ βρεῖ θεραπεία στὴν ἀσθένειά του. Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ
πετύχει τίποτε. Κάποιοι, ποὺ τὸν εὐσπλαγχνίστηκαν, τὸν ὁδήγησαν στὴν Ἁγία
Φιλοθέη ἡ ὁποία, ὕστερα ἀπὸ πολὺ καὶ ἐκτενὴ προσευχὴ τὸν λύτρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ
διαβολικὴ μάστιγα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸ νουθέτησε ἀρκετά, τὸν εἰσήγαγε καὶ στὴν τάξη
τῶν μοναχῶν. Καὶ ἔτσι ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς
ζωῆς του μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση, θαυμαζόμενος ἀπ’ ὅλους.
Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνῶν»[1].
Ἡμέρα ξεχωριστῆς χαρᾶς ἡ
ἑορτή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, και μάλιστα γιά τήν Ἀθήνα, ἡ ὁποία τιμᾶ ἰδιαιτέρως
τήν ὁσιομάρτυρα. Καί δικαίως∙ στήν Ἀθήνα ἔζησε καί ἁγίασε καί μαρτύρησε ἡ ἁγία.
Κι ἀκόμη περισσότερο∙ ἐκεῖ βρίσκονται καί τά τίμια λείψανά της. Τά λείψανα τῶν ἁγίων,
ὡς γνωστόν, ἀποτελοῦν τόν μεγαλύτερο θησαυρό γιά ἕναν τόπο, μέ τό δεδομένο
βεβαίως ὅτι ὑπάρχουν πιστοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Διότι οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουμε τά
«μάτια» νά μποροῦμε νά βλέπουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτό πού γιά τούς ἀπίστους
εἶναι ἕνα νεκρό σῶμα, ἕνα πτῶμα. Για ἐμᾶς, τό «πτῶμα» εἶναι ἡ
ζωντανή παρουσία τοῦ ἁγίου καί ἡ ἁπτή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἁγιάζει
τόν ἄνθρωπο ὁλοτελή – καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Πού σημαίνει: ἡ ψυχή ζεῖ τήν ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ, καθώς εἶναι στραμμένη σ’ Ἐκεῖνον, κι αὐτή ἡ ἐνέργεια μεταγγίζεται καί
στό συνδεδεμένο μέ αὐτήν σῶμα. «Μή δεῖς αὐτό – σημειώνει ἐν προκειμένῳ ὁ ἱερός
Χρυσόστομος[2] –
ὅτι δηλαδή βρίσκεται μπροστά μας γυμνό τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος, ἔρημο ἀπό τήν
ψυχική ἐνέργεια, ἀλλά ἐκεῖνο ἐξέταζε, ὅτι δηλαδή στή θέση τῆς ψυχῆς παρακάθεται
ἄλλη μεγαλύτερη στό σῶμα δύναμη: ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Γιά νά
συμπληρώσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[3]:
«Δέν χωρίστηκε ἀπό τά λείψανα τῶν ἁγίων ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς δέν
χωρίστηκε ἡ θεότητα ἀπό τό προσκυνητό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὥρα τοῦ ζωοποιοῦ
Του θανάτου».
Κανείς ὑλισμός δέν εἶναι
ἀνώτερος καί δραστικότερος ἀπό αὐτόν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τά καθημερινά
θαύματα πού ἐπιτελοῦνται ἀπό τόν ἅγιο, μέσω τῶν λειψάνων του, εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση
τῆς παραπάνω ἀλήθειας. Κι ἀκόμη∙ τά λείψανα, εὐωδιάζοντα καί μυροβολοῦντα,
δείχνουν σέ πόση πλάνη βρίσκονται ὅλοι ἐκεῖνοι πού πρεσβεύουν τήν καύση τῶν
νεκρῶν. Πόσος πνευματικός μυωπασμός καί ἔλλειμμα πίστεως κρύβεται πίσω ἀπό τήν
πεποίθηση αὐτή! Ἡ ἀκολουθία τῆς ἁγίας ἔρχεται νά ἐξαγγείλει αὐτήν τή χαρά.
«Σήμερα ἡ ἔνδοξη Ἀθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σέ προσκύνηση τά θεῖα λείψανα τῆς
Φιλοθέης, κι ὅλος ὁ λαός κατασπάζεται αὐτά μέ πόθο»[4] (αἶνοι).
Ἡ χαρά ὅμως, κατά τόν ὑμνογράφο,
δέν εἶναι μόνο γιά τήν ὕπαρξη τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας. Ἡ πόλη χαίρεται, καί μαζί
της κάθε πόλη καί χώρα, καί γιά τό γεγονός ὅτι ἡ ἁγία ὑπῆρξε μία ζωντανή καί ἀληθινή
φανέρωση, ὅσο ζοῦσε, τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Διότι φανέρωνε τήν ἀγάπη Ἐκείνου – «ὁ
Θεός ἀγάπη ἐστί»[5] -
σέ βαθμό πού ὑπῆρξε μία δεύτερη ἀκένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αὐτῆς ἀρετῆς. Ἡ ὁσιομάρτυς
δηλαδή ὄχι μόνον εἶχε συμπάθεια πρός τόν συνάνθρωπο, ἀλλά εἶχε τήν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, ἡ ὁποία φθάνει σέ σημεῖο θυσίας γιά χάρη τοῦ συνανθρώπου, ἀκόμη καί τοῦ
θεωρούμενου ἐχθροῦ[6].
Κι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή ἀκριβῶς λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ἀληθινοῦ
πιστοῦ, δέν τελειώνει ποτέ. Ὅπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τίς ἡμᾶς
χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις, στενοχωρία, κίνδυνος, μάχαιρα; Οὐδέν
δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[7].
Τό ἴδιο λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στήν ἁγία Φιλοθέη. «Φάνηκες ἀτέλειωτη πηγή
αγάπης»[8] (αἶνοι).
Κι εἶναι εὐνόητο
βεβαίως ὅτι μία τέτοια ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ἔχει χαρακτήρα θεωρητικό. Ἐκφράζεται
πάντοτε ἔμπρακτα, ὡς προσφορά στόν συνάνθρωπο. «Πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω,
δίψασα καί μέ ποτίσατε, ξένος ἤμουν καί μέ περιμαζέψατε»[9],
λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἄλλωστε μία ἀγάπη πού δέν παίρνει συγκεκριμένη μορφή
σταματᾶ νά εἶναι ἀγάπη. Γίνεται ἕνα ἰδεολόγημα, πού ἐξυπηρετεῖ μᾶλλον ἄλλες
σκοπιμότητες. Ἡ ἁγία Φιλοθέη λοιπόν ὑπῆρξε ἕνα ὑπόμνημα αὐτῆς τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης.
Κατά τό συναξάρι καί κατά τόν ὑμνογράφο συνεπῶς, «πρέπει νά χαίρεται, γιατί
σκόρπισε ὅλον τόν ἐπίγειο πλοῦτο της γιά νά περιθάλψει τόν κάθε ἀναγκεμένο,
κατεξοχήν δέ τίς ἀνάγκες τῶν νέων γυναικῶν»[10] (αἶνοι).
«Σύ, ὁσία, μοίρασες τόν ρευστό πλοῦτο σου στούς ἀναγκεμένους»[11] (ὠδή
γ΄).
Ἡ προσφορά της αὐτή ἀποκτᾶ
ἀκόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, ἐγγίζει κορυφές πνευματικοῦ ὄρους, διότι ἀκριβῶς
πραγματοποιήθηκε σέ πολύ δύσκολη ἐποχή. Δέν ἔκανε ἐλεημοσύνες σέ ἐποχή ἐλευθερίας,
πού ἔχει κανείς ἴσως τήν ἄνεση γιά κάτι τέτοιο. Ἡ ζωή της ὅλη, ζωή ἐλεημοσυνῶν,
βρισκόταν ὑπό συνεχή παρακολούθηση τῶν Τούρκων καί ἀπειλεῖτο διαρκῶς. Καί στό
τέλος δέν ἀπέφυγε πράγματι τόν μαρτυρικό θάνατο. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὑπῆρξε στό
σκοτάδι τό ἔντονο φῶς καί στόν χειμώνα ἕνα μοσχομύριστο λουλούδι καί στή στυγνή
δουλεία τῆς Τουρκοκρατίας ἕνας ζεστός ἥλιος. Καί ὄντως ἔτσι τήν παρουσιάζει
μεταξύ ἄλλων ὁ ὑμνογράφος: «Σάν ὁλόλαμπρος ἀστέρας ἔλαμψες στό σκοτάδι, καί σάν
εὐωδιαστό καί μυρίπνοο ἄνθος ἄνθησες τόν χειμώνα. Σάν φῶς καί σάν ἥλιος ἀνέτειλες
χαμογελαστά στήν Ἀθήνα, θερμαίνοντας καί φωτίζοντας τούς σκοτεινιασμένους ἀπό
τή στυγνή δουλεία»[12] (στιχ.
ἑσπ.).
Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας καταλήγουν στό αὐτονόητο: νά πρεσβεύει ἡ ἁγία γιά ὅλους μας, κυρίως ὅμως γιά τήν ἀγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε γιά τήν πόλη, στήν ὁποία ἔζησες τή ζωή σου μέ ὁσιότητα»[13] (αἶνοι). Καί θά ’λεγε κανείς ὅτι εἶναι τό πιό ἐπίκαιρο καί κρίσιμο αἴτημα αὐτό γιά τήν Ἀθήνα, ὅταν βλέπει τό πῶς τήν ἔχουν καταντήσει καί πολλοί κάτοικοί της, οἱ ὁποῖοι σέ ἕνα μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν καί ἔφυγαν γιά «καλύτερες» περιοχές, καί οἱ διάφοροι ἐχθροί της, οἱ ὁποῖοι κάθε λίγο καί λιγάκι, χωρίς κανένα ἴχνος σεβασμοῦ στίς ὀμορφιές καί τίς παραδόσεις της, στά μνημεῖα καί τά προσκυνήματά της, τήν καταστρέφουν καί τή διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει νά θλίβεται πάρα πολύ ἡ ἁγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αὐτά πού κάθε φορά διαδραματίζονται «εἰς τάς κλεινάς Ἀθήνας». Ἴσως τήν προφυλάσσει καί ὁ Κύριος, καλύπτοντας τούς ὀφθαλμούς της, γιά νά μή βλέπει τί ἀσχήμια ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑμνήθηκε ὁ ἀττικός οὐρανός καί ἀναπέμφθηκαν ὁλόθερμες δεήσεις πρός τόν Κύριο τῆς δόξης. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως, θέλοντας νά βλέπει μέ αἰσιοδοξία τά πράγματα καί γνωρίζοντας ὅτι τελικῶς τό καλό κυριαρχεῖ ἐπί τοῦ κακοῦ, ἐπιμένει καί θά ἐπιμένει: «Περίσωζε τήν πόλη σου μέ τίς προσευχές σου πρός τόν Δεσπότη Χριστό»[14] (ὠδή γ΄).
[1] Ἀπό τό ἱστολόγιο:
Ὀρθόδοξος Συναξαριστής.
[2] Λόγος α΄ εἰς
τόν ἱερομάρτυρα Βαβύλαν: «Μή γάρ τοῦτο ἴδῃς, ὅτι γυμνόν τοῦ Μάρτυρος
τό σῶμα πρόκειται τῆς ψυχικῆς ἐνεργείας ἔρημον, ἀλλ’ ἐκεῖνο σκόπει, ὅτι τῆς ψυχῆς
αὐτῆς ἑτέρα παρακάθηται μείζων αὐτῷ δύναμις, ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις».
[3] Δεκάλογος κατά
Χριστόν: «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί τοῦ
ζωοποιοῦ θανάτου».
[4] «Σήμερον χαίρουσιν αἱ κλειναί Ἀθῆναι, ὅτι εἰς
προσκύνησιν τά θεῖα λείψανα τῆς Φιλοθέης προτίθεται καί μετά πόθου πᾶς ὁ λαός
ταῦτα κατασπάζεται».
[5] Α΄Ἰωάν. 4, 16.
[6] Ἰωάν. 15, 13: «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους,
καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ
θῇ ὑπέρ τῶν φίλων
αὐτοῦ».
[7] Βλ. Ρωμ. 8,
35-39.
[8] «ἀγάπης ὤφθης πηγή ἀκένωτος».
[9] Ματθ. 25,
35-36: «Ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν,
ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με, γυμνός καί περιεβάλετέ
με, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καί ἤλθετε πρός με».
[10]«Χαῖρε, πανέντιμε. Σύ γάρ τόν ἐπίγειον πλοῦτον
σκορπίσασα, περί σαυτήν δέ συνάξασα παρθένων πλήθη...».
[11] «Σύ τόν πλοῦτον ἔνειμας, ὁσία, τόν σόν
δεομένοις, τόν ῥευστόν».
[12] «Ὡς ἀστήρ φαεινότατος ἐν τῷ σκότει ἐπέλαμψας
καί ὡς ἄνθος εὔοσμον καί μυρίπνοον ἐν τῷ χειμῶνι ἐξήνθησας∙ ὡς φῶς καί ὡς ἥλιος
ἐξανέτειλας φαιδρῶς ἐν Ἀθήναις, θερμαίνουσα καί φωτίζουσα τούς δουλείᾳ στυγνῇ ἐζοφωμένους».
[13] «Ὑπέρ τοῦ ἄστεως πρέσβευε, ἐν ᾧ τόν βίον ἐν ὁσιότητι
διετέλεσας».
[14] «Σαῖς προσευχαῖς πρός τόν Δεσπότην τήν πόλιν
περίσωζε τήν σήν».