Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ)

«῞Ωσπερ γάρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ» (Ματθ. 25, 14)

(Ὅπως δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος, ὀ ὁποῖος ἔφευγε γιά ταξίδι, κάλεσε τούς δούλους του καί τούς παρέδωσε τά ὑπάρχοντά του).

α. ῾Η παραβολή τῶν ταλάντων ἔρχεται ὡς συνέχεια τῆς παραβολῆς τῶν δέκα παρθένων, γιά νά δηλώσει ὁ Κύριος ὅτι «δέν ἀρκεῖ νά εἴμαστε μόνο προνοητικοί καί φρόνιμοι» σάν τίς πέντε φρόνιμες παρθένους, «ἀλλά καί δραστήριοι καί ἐπιμελεῖς» (Π. Τρεμπέλας). ῾Η σημερινή παραβολή δηλαδή τῶν ταλάντων ἔχει ὡς σκοπό νά ἐξάρει τήν ἀνάγκη ἀξιοποίησης τῶν χαρισμάτων πού ὁ Θεός δίνει σέ κάθε ἄνθρωπο: δέν φτάνει μόνο ὁ Θεός πού δίνει, ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ ἀνθρώπινη συνέργεια. Χωρίς αὐτήν ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο μένει ἀνενέργητη, ἀλλά δυστυχῶς λειτουργεῖ εἰς βάρος τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ὁριστική τελική ἀποτίμηση πού κάνει ὁ Κύριος στό τέλος τῆς παραβολῆς γιά τόν τεμπέλη καί ἄχρηστο ῾ἀχρεῖο᾽ δοῦλο εἶναι πράγματι συγκλονιστική: «τόν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον. ᾽Εκεῖ ἔσται  ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων».

β. 1. ᾽Εκεῖνο πού καταρχάς τονίζει ἡ παραβολή εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει δεχτεῖ χαρίσματα ἀπό τόν Θεό. ῞Οπως ὁ «ἀποδημῶν ἄνθρωπος ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ», ἔτσι καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τό δέχονται εἴτε ὄχι, ἀνήκουν στόν Θεό. Μπορεῖ ὁ λαός τοῦ ᾽Ισραήλ νά εἶχε κληθεῖ ἀπό τόν Θεό ὡς ἐκλεκτός Του λαός, συνεπῶς οἱ ᾽Ισραηλίτες σέ πρώτη φάση νά θεωροῦνταν οἱ κατεξοχήν δοῦλοι Του, ὅμως ἡ κλήση του αὐτή μέ τό δεδομένο τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία κατενοεῖτο ὡς εὐθύνη καί ἀνάθεση διακονίας: νά κρατήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά τήν μεταδώσουν καί στούς ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἀνῆκαν σ᾽ Ἐκεῖνον.  ῾Ο ἐρχομός τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἔπειτα ἐπιβεβαίωσε ἐντελῶς τήν ἀλήθεια αὐτή: οἱ πάντες, ἀνεξάρτητα ἀπό καταγωγή καί φυλή, εἶναι κλητοί τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα κλητοί προκειμένου νά μετάσχουν στό ἀνώτερο ἐξ ὅλων τῶν χαρισμάτων, «τό μορφωθῆναι ἐν αὐτοῖς τόν Χριστόν» (ἀπ. Παῦλος), νά γίνουν κατά χάριν υἱοί Θεοί. ῞Ολοι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὅλοι δέχονται τά τάλαντα ᾽Εκείνου, πού σημαίνει ὅτι γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχουν διακρίσεις ἀπέναντι στά πλάσματά Του. «Οὐκ ἔστιν γάρ προσωπολήπτης ὁ Θεός» (απ. Πέτρος).

2. Κι ἐκεῖνο πού ἐξίσου ἀπαρχῆς τονίζει ἡ παραβολή εἶναι ὅτι τά τάλαντα, τά χαρίσματα πού δίνει ὁ Θεός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι δικά Του, ἀνήκουν σ᾽ ᾽Εκεῖνον – «παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ» λέει ὁ Κύριος -  δηλαδή ἡ χορήγησή τους ἀποτελεῖ εὐθύνη γιά τόν ἄνθρωπο: ἀπό τό πῶς θά τά ἐργαστεῖ καί θά τά ἀξιοποιήσει θά ἐξαρτηθεῖ ἡ περαιτέρω κατάστασή του καί μάλιστα σέ αἰώνιο ἐπίπεδο. Πρέπει νά σταθοῦμε μέ πολλή προσοχή στό σημεῖο αὐτό: ὅ,τι καλό ἔχουμε στή ζωή μας, ὅ,τι χαρισματικό ἐπισημαίνουμε στήν ὕπαρξή μας, τήν ψυχική καί τή σωματική: ὑγεία, εὐφυΐα, καλωσύνη, ὑλικά ἀγαθά ἐνδεχομένως,  ἐνῶ φαίνεται ὅτι μᾶς ἀνήκει καί εἶναι δικό μας, στήν πραγματικότητα ἀνήκει στόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος μᾶς τό ἔδωσε γιά νά τό λειτουργήσουμε κατά τό θέλημά Του, ὥστε νά αὐξηθοῦμε πνευματικά καί νά ὁδηγηθοῦμε στόν σκοπό μας πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἔνταξή μας στή Βασιλεία Του. ῾Η δοξολογική καί εὐχαριστιακή θεώρηση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἑαυτοῦ μας ἐν προκειμένῳ συνιστᾶ μονόδρομο. «῾Εαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Καί: «Εἴτε ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ἄλλο ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (ἀπ. Παῦλος).

3. Μέ μία βαθύτερη θεώρηση τά τάλαντα τῆς παραβολῆς παραπέμπουν στήν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ἀπαρχῆς προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τά δῶρα τοῦ εἰκονισμοῦ Του σ᾽ αὐτόν – τήν ἐλευθερία, τή δημιουργικότητα, τή συνειδητότητα, τή δυνατότητα νά ἀγαπᾶ - ὥστε καλλιεργώντας τα μέ ἐπίγνωση καί κατά τό θέλημα ᾽Εκείνου νά φτάσει νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου του. «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ᾽Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». ῎Ετσι «πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι, καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν φώτων» (ἀπ. Ἰάκωβος).

᾽Ιδίως γιά τόν χριστιανό πού ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τῶν παραπάνω ἀληθειῶν λόγω τῆς ἐνσωμάτωσης του στόν Κύριο διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος  ἰσχύει τό τοῦ ἀποστόλου: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (ἀπ. Παῦλος). Κατά συνέπεια εἶναι εὐνόητο τό γιατί ἡ πίστη μας θεωρεῖ τήν ταπείνωση ὡς τήν φυσιολογική ὁδό τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς τήν κρηπίδα πάνω στήν ὁποία στηρίζεται τό οἰκοδόμημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. «᾽Απούσης ταπεινοφροσύνης πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα» κατά τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ διδασκάλου ἁγίου ᾽Ιωάννου τῆς Κλίμακος. Μόνον ἕνας τυφλός, δηλαδή μόνον ἕνας ἄπιστος ἤ ἀλλοιωμένος κατά τήν πίστη του ἄνθρωπος, δέν θά ἔβλεπε τήν πραγματικότητα αὐτή. Μέ τή χαριτωμένη διατύπωση τοῦ ὁσίου  Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου «τό μόνο πού ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του ἔχει εἶναι ὅ,τι κατεβάζει ἡ μύτη του!».

4. ῾Η διαβάθμιση τῶν ταλάντων: «καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύο, ᾧ δέ ἕν», δέν σημαίνει ἀδικία ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ. ῞Ολοι οὐσιαστικά παίρνουν τό ἴδιο, γιατί ὁ Θεός δίνει «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν». ᾽Αδικία θά ἔκανε ὁ Θεός, ἄν ἔδινε σέ ὅλους ἀδιακρίτως τό ἴδιο. ῾Ο Θεός μας ὅμως μετρᾶ τίς δυνατότητες τοῦ καθενός καί τοῦ δίνει αὐτό πού ἀντέχει. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ ζητᾶ τό ἀντίστοιχο πρός τήν προσφορά Του. ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται νά ἐργαστεῖ ἀνάλογα πρός αὐτό πού ἔλαβε, οὔτε περισσότερο οὔτε λιγότερο. Τό πέντε πρέπει νά γίνει δέκα, τό δύο τέσσερα, τό ἕνα δύο. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό τέσσερα θά εἶναι μεγαλύτερο τοῦ ἐννιά ἤ τοῦ ὀκτώ ἤ τοῦ ἕξι: τό τέσσερα δηλαδή αὐτοῦ πού ἔλαβε δύο θά εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τό ἐννιά αὐτοῦ πού ἔλαβε πέντε – ἡ «παράδοξη» λογική τοῦ Θεοῦ μας, ὄπως τόνιζε καί πάλι ὁ ὅσιος Γέροντας Παῒσιος.

Μέ ἄλλα λόγια αὐτό πού ζητᾶ καί περιμένει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καταβολή τῶν δυνατοτήτων του, ἡ ἐπιμέλεια πού δείχνει στή δική Του χορηγία, τελικῶς δηλαδή τό πόσο ἀνταποκρίνεται ἐν ἀγάπῃ στή δική Του ἀγάπη. «῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ εὐαγγελιστής. Τό μυστικό τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου γιά νά αὐξήσει τά τάλαντα τοῦ Κυρίου του, νά γίνει δηλαδή πιστός οἰκονόμος τῆς χάριτός Του, εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη του πρός ᾽Εκεῖνον. ῎Αν διαγράψουμε τήν ἀγάπη αὐτή, τότε μᾶλλον ἐκπίπτουμε στήν τραγική κατάσταση τοῦ τρίτου δούλου,  ὁ ὁποῖος κατενόησε διεστραμμένα τή σχέση του μέ τόν Κύριό του. Τόν κατενόησε δηλαδή φοβικά καί ἀπειλητικά, κι αὐτό λόγω τῆς πονηρῆς καί ὀκνηρῆς προαίρεσής του. «Πονηρέ δοῦλε καί ὀκνηρέ

γ. ῎Αν ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων προηγεῖται τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων, ἡ παραβολή τῆς τελικῆς κρίσεως ἕπεται. Κι ἡ τελική κρίση προσδιορίζει τό τί σημαίνει τελικῶς ἐργασία πάνω στά τάλαντα πού ἔχει δώσει καί δίνει ὁ Θεός: νά ζοῦμε ἐν ἀγάπῃ. ῾Ο Θεός δηλαδή δωρίζει κάθε καλό στόν ἄνθρωπο – καί πρωτίστως πιά τόν ἴδιο Του τόν ῾Εαυτό -  ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά τό ἀντιδωρίσει ἐν ἀγάπῃ καί εὐχαριστίᾳ στόν συνάνθρωπό του πρός δόξαν καί πάλι Θεοῦ. Οἱ ὕμνοι ἀπό τόν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης ἐν προκειμένῳ μᾶς καθοδηγοῦν: «Ἐμπρός, πιστοί, ἄς ἐργαστοῦμε μέ προθυμία γιά τόν Κύριο. Γιατί μοιράζει στούς δούλους τόν πλοῦτο. Κι ἀνάλογα ὁ καθένας μας ἄς πολλαπλασιάσουμε τό τάλαντο τῆς χάρης: ὁ ἕνας ἄς μεταδώσει σοφία μέ ἔργα ἀγαθά. Ὁ ἄλλος ἄς προσφέρει λαμπρές ὑπηρεσίες στό κοινωνικό σύνολο. ῾Ο πιστός ἄς κοινωνήσει τόν λόγο τῆς πίστης στόν ἀμύητο αὐτῆς. Καί ἄλλος ἄς σκορπίζει τόν πλοῦτο του στούς πτωχούς. ῎Ετσι λοιπόν ἄς πολλαπλασιάσουμε τό δάνειο καί σάν πιστοί οἰκονόμοι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ  ἄς γίνουμε ἄξιοι τῆς χαρᾶς τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ».