Δεν άντεξαν...
Στην απόμερη παραλία που τ’ αλμυρίκια
σκύβανε τολμηρά να χαϊδέψουν τ’ ακροδάχτυλα
της χρυσογάλαζης θάλασσας με θρόισμα
ερωτικό στο σεμνό φλοίσβημά της
- ο ζωγράφος εκστατικός στην παλέτα του
βούτηξε σπάταλα τον χρωστήρα στον μενεξί
τον ουρανό αφήνοντας επίτηδες τις πιτσιλιές
να πέφτουνε του σπερνού ήλιου στην άσπρο άμμο∙
- κι ο
ποιητής με νου σχεδόν σαλεμένο
απ’ την
πολλή ομορφιά έψαχνε στη θεϊκή βίβλο
λέξεις επίμονα ν’ αποτυπώσει την εικόνα
μουσκεύοντας το χαρτί απ’ την υγρή καρδιά του∙
- κι ο Γέρων ασκητής με τα βαθουλωμένα μάτια
όπως συνήθιζε γονάτισε ν’ αφήσει τον Χριστό
λεύτερο στην καρδιά του να ψάλει με χαρά
«Φως ιλαρόν...», του δούλου Του Αθηνογένη.