Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΩΪ ΩΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ...


«Φυλάξτε τον νου σας από το πρωί ώς το βράδυ μέσα στο πνεύμα των εντολών του Θεού, και σιγά- σιγά, χάρη στη στάση αυτή, την πολύ ταπεινή, θα έρθουν πάνω σας μεγαλειώδεις ευλογίες του Θεού» (όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ).

Ο όσιος Σωφρόνιος, ο οποίος μιλάει μέσα από την εμπειρία της προσευχής και της αγιοπνευματικής ζωής του: είναι αυτός που επιμένει ότι «έχει ως αρχή να μην αφεθεί να ομιλεί από τον νου του αλλά από την προσευχή», τονίζει επανειλημμένως στα βιβλία του και στις προφορικές ομιλίες του αυτό που αποτελεί ό,τι κεντρικότερο και ουσιαστικότερο υπάρχει στην πνευματική ζωή της χριστιανικής πίστεως: τη φύλαξη (φυλακή) του νου. Πράγματι, όποιος επιχειρήσει να διεξέλθει έστω και φυλλομετρώντας οποιοδήποτε ασκητικό πατερικό κείμενο θα δει ότι η συγκεκρινή φράση, αυτούσια ή παραλλαγμένη, κυριαρχεί στον λόγο του Πατέρα, κι αυτό γιατί ο νους (που πολύ συχνά εναλλάσσεται με τον όρο καρδιά) συνιστά το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου – είναι ο οφθαλμός της ψυχής, από την υγεία ή όχι του  οποίου εξαρτάται η όλη κατάσταση του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος ήταν Εκείνος που μίλησε για την εσωτερική αυτή πραγματικότητα, αναφέροντας ότι η ποιότητά της κάνει τον άνθρωπο να βρίσκεται στο φως ή στο σκοτάδι. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Κι αλλού: «Εἰ τό φῶς τό ἐν σοί σκότος, τό σκότος πόσον;» Δηλαδή αν ο νους σου που ως οφθαλμός πρέπει να φωτίζει την ψυχή σου είναι στο σκοτάδι, πόσο πρέπει να κυριαρχεί το σκοτάδι στην ύπαρξή σου; Γι’ αυτό και ο Ίδιος μας αποκάλυψε ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» - η καρδιά κι ο νους του ανθρώπου συνιστούν το έδαφος που φανερώνεται και αναπαύεται ο Θεός.

Κι αυτόν τον νου λοιπόν που είναι το πολυτιμότερο στοιχείο στον άνθρωπο πρέπει κανείς να τον διαφυλάξει από ό,τι αποτελεί βρωμιά και ακαθαρσία: τον εγωισμό και τα παρακλάδια του, την ίδια την αμαρτία. Όχι μόνο δηλαδή μία κακή στάση του ανθρώπου ως συμπεριφορά, αλλά και ο παραμικρότερος λόγος που θα εκφραστεί από την (εμπαθή) πηγή της καρδιάς και του νου, ακόμη δε και ο πιο λεπτός και κρυμμένος λογισμός που έχει χρωματιστεί από οποιαδήποτε κακία, έχουν ως αποτέλεσμα το θόλωμα του νου, την περιοδική ή πιο μόνιμη τύφλωσή του, συνεπώς την απώλεια της όρασης της αληθούς πραγματικότητας, που δεν είναι άλλη από τη θέα του Θεού, που θα πει τη συμμετοχή του ανθρώπου στην άκτιστη ενέργειά Του!  Γι’ αυτό και οι άγιοι επιμένουν διαρκώς στη φυλακή του νοός, στην εγρήγορση και τη νήψη, ώστε και το παραμικρό θόλωμα του οφθαλμού της ψυχής να εκλείψει και ο πιστός να αρχίσει να βιώνει εν καθαρότητι ό,τι έχει υποσχεθεί ο ίδιος ο Θεός μας: τη βασιλεία του Θεού  στην ύπαρξή μας, «τις μεγαλειώδεις ευλογίες του Θεού» που λέει ο άγιος Σωφρόνιος.

Και τι συγκεκριμένα πρέπει να κάνει ο πιστός για να βρίσκεται μέσα στη δυναμική αυτή, κατά τον Γέροντα; Να «βιάζει» τον εαυτό του ώστε να βρίσκεται «μέσα στο πνεύμα των εντολών του Θεού». Για τον άγιο, βεβαίως, δεν υπάρχει άλλος τρόπος σχέσεως με τον Θεό πέρα από τον αγώνα τήρησης των εντολών και του θελήματος του Θεού. Είναι τα υψηλά, σημειώνει, πέρα από τις δικές μας απλές δυνατότητες. «Η εντολή του Θεού μάς υπερβαίνει. Εμείς ποτέ δεν φθάνουμε την αιώνια τελειότητά της».  Όμως μας ενισχύει η χάρη του Θεού, που σημαίνει ότι ο «βιασμός» αυτός ως ασκητική προσπάθεια μάς κάνει να «αρπάζουμε τη Βασιλεία» Του και να βλέπουμε Θεού πρόσωπο. Ο άγιος όμως διευκρινίζει, καθώς μας παίρνει κυριολεκτικά από το χέρι. Ο αγώνας αυτός, πρώτον, δεν έχει διαλείμματα∙ γίνεται «από το πρωί ώς το βράδυ» - διαλείμματα στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Την ώρα που λες να ξεκουραστώ, την ίδια ώρα έχει αρχίσει η υποχώρηση. «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι» (ο Κύριος). Ο όσιος Γέρων δεν παύει να τονίζει ό,τι η Εκκλησία μας προτρέπει πρωί, εσπέρας, νύκτα: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ (τῇ ἑσπέρᾳ, τῇ νυκτί) ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς». Και δεύτερον, δεν χρειάζονται βιασύνες. Οι βιασύνες στην πνευματική ζωή δουλεύουν όχι στον Κύριο, αλλά στον Πονηρό διάβολο. Ο διάβολος τοξεύει τον νου του ανθρώπου για να φτάσει γρήγορα στο «τέλος», έστω και θεωρούμενο καλό και πνευματικό. Μα συνήθως το βιαστικό τέλος φέρνει και το τέλος της σχέσης με τον Θεό. Είναι λυπηρό να ακούμε τον Κύριο, και μαζί Του και τους  αγίους αποστόλους,  να μας προτρέπουν και να μας επιτάσσουν τον αγώνα μας να τον κάνουμε ἐν ὑπομονῇ («ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὖτος σωθήσεται»∙ «δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα») κι εμείς να θέλουμε διαμιάς να προχωρήσουμε. Κατά τον όσιο Γέροντα η βιασύνη υποκρύπτει αλαζονεία και υπερηφάνεια, ενώ το «σιγά-σιγά» φανερώνει εκείνη την ταπείνωση που ελκύει τη χάρη του Θεού. «Αρχίζουμε από το άλφα, εκπληρώνοντας σταδιακά μικρά πράγματα».