«Καρδίας τοῖς πίναξιν, ἐγγραφείσας τῆς σῆς δεδεγμένος Θεσπέσιε, δακτύλῳ
τοῦ Πνεύματος, ὥσπερ ἔμψυχος βίβλος, ἐμπράκτως ἐτήρησας Χριστοῦ τάς ζωτικάς ἐντολάς»
(ωδή γ΄ όρθρου οσίου Κυριακού).
(Σαν ζωντανό βιβλίο, θεσπέσιε Κυριακέ, αφού δέχθηκες τις ζωηφόρες εντολές του Χριστού που γράφτηκαν με το δάκτυλο του αγίου Πνεύματος στους πίνακες της καρδιάς σου, τις τήρησες στη ζωή σου).
Ο άγιος υμνογράφος,
είτε πρόκειται περί του Θεοφάνους είτε περί του Στεφάνου Σαββαῒτου, δανείζεται
την εικόνα περί ζωντανού βιβλίου για να αποδώσει το πνευματικό πορτραίτο του
οσίου Κυριακού από την ακολουθία του κανόνα του ακαθίστου ύμνου της Παναγίας
μας. Εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως έμψυχος βίβλος, γιατί με την
ενέργεια («δακτύλῳ ἐγγέγραπται») του αγίου Πνεύματος σαρκώθηκε στη γαστέρα της
ο Υιός και Λόγος του Θεού. Το ίδιο συμβαίνει, μας λέει ο ποιητής, και με τον
μεγάλο όσιο Κυριακό: αναδείχτηκε έμψυχη βίβλος, ζωντανό βιβλίο, στο οποίο
διαβάζει κανείς την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, με άλλα λόγια ο όσιος είναι
ένα ζωντανό ευαγγέλιο, ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. Κι αυτό γιατί; Διότι
δέχτηκε στην καρδιά του εν Πνεύματι – κανείς δεν γίνεται χριστιανός από μόνος
του, αν το Πνεύμα του Θεού δεν βρει μέσα στην καρδιά του χώρο λόγω παρουσίας
κάποιας ταπείνωσης: «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» - (δέχτηκε λοιπόν)
τον Χριστό, μέσα όμως από τις άγιες εντολές Του.
Πρόκειται για μία από
τις σπουδαιότερες αλήθειες που μας απεκάλυψε ο Κύριος, ότι δηλαδή βρίσκουμε τον
Ίδιο όχι ψάχνοντας από δω κι από κει, αλλά ενστερνιζόμενοι τις άγιες εντολές
Του. Διότι εκεί «κρύβεται» κατά τον λόγο Του. «Όποιος τηρεί τις εντολές του
Θεού, μένει μέσα στον Θεό και Αυτός μένει μέσα σ’ αυτόν», μας λέει ο άγιος
Ιωάννης ο Θεολόγος, ακολουθώντας βεβαίως τα ίδια τα λόγια του Χριστού: «Όποιος
έχει τις εντολές μου και τις εφαρμόζει, εκείνος είναι που με αγαπά. Κι αυτός
που με αγαπά, θα δει ότι θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου κι εγώ θα τον αγαπήσω,
και θα του φανερωθώ μέσα του». Οι άγιοι Πατέρες μας μίλησαν για θεία κοινωνία
στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ αναλογία με τη μυστηριακή θεία κοινωνία, όταν
κανείς μετέχει στο σώμα και στο αίμα του Χριστού. Έχουμε δηλαδή δύο θείες
κοινωνίες: τη μυστηριακή και την πνευματική. Και δεν μπορεί να υπάρξει η μία
χωρίς την άλλη, γιατί η καθεμία αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Τι σημαίνει
αυτό; Ότι για να μετάσχω στο σώμα και το αίμα του Χριστού (μυστηριακή κοινωνία)
και να μη μου γίνει «εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα» απαιτείται ο πνευματικός
καθημερινός αγώνας τήρησης των αγίων εντολών του Κυρίου (πνευματική κοινωνία).
Κι από την άλλη: για να μπορώ να τηρώ τις άγιες εντολές απαιτείται η συμμετοχή
μου εν Εκκλησία στη μυστηριακή θεία κοινωνία, από την οποία ικανώνομαι να τηρώ
τις εντολές. Στο «δίπολο» αυτό οδηγούμαι στην έκπληξη της ενεργούς παρουσίας
του Κυρίου στην ύπαρξή μου, όπως ο Κύριος είδαμε ότι υποσχέθηκε, κι εκεί μου
αποκαλύπτεται με απόλυτη βεβαιότητα ότι όντως ο άρτος και ο οίνος στην αγία
Τράπεζα είναι αυτό το σώμα και αυτό το αίμα του Χριστού – «έρχεται στιγμή, κατά
την οποία αυτό γίνεται σαφές, χωρίς εξήγηση», όπως σημειώνει και ο όσιος
Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ. Αν δεν υπάρχει αυτό το «δίπολο», τότε η χριστιανική
πίστη εκπίπτει δυστυχώς είτε σε μία μαγεία είτε σε μία θεωρούμενη
πνευματοκρατία και σ’ έναν υποκριτικό ηθικισμό, (κάτι που το διαπιστώνουμε και
στις ημέρες μας, όπου άνθρωποι άγευστοι από την εκκλησιαστική ζωή, τη
μυστηριακή και την πνευματική, «αποφαίνονται» αδιάκριτα και χωρίς επίγνωση για
το θέμα της θείας κοινωνίας).
Ο όσιος Κυριακός
λοιπόν, κατά τον υμνογράφο, πίστεψε στον Χριστό καρδιακά, ένιωσε δηλαδή το «δάκτυλο»
του Πνεύματος του Θεού να γράφει τις εντολές Του στην καρδιά του, και αποδύθηκε
στον αγώνα ενεργοποίησης των εντολών στην καθημερινότητά του. Οπότε, καθώς
είπαμε, έγινε μία φανέρωση του Χριστού στον κόσμο – ό,τι σημειώνει και ο άγιος
απόστολος Παύλος λέγοντας ότι ο κάθε χριστιανός, αν είναι συνεπής, αποτελεί «ἐπιστολήν
Χριστοῦ», η οποία κατανοείται και διαβάζεται από όλους. Τι ευλογία, πράγματι, να
είμαστε κι εμείς μέσα στην προοπτική αυτή: να μας βλέπουν και να μας
αναγνωρίζουν όλοι ως βίβλο Χριστού∙ να λειτουργούμε ως ζωντανό ευαγγέλιο! Αρκεί
βεβαίως να θυμόμαστε ότι για μεν τους καλοπροαιρέτους θα γινόμαστε δοξολογικό
σκαλοπάτι του Θεού, για δε τους κακοπροαιρέτους (που έχουν αποφασίσει τον
πνευματικό θάνατό τους κατά Παύλο και πάλι) θα γινόμαστε πρόκληση μεγαλυτέρου
δαιμονισμού τους!