«Έβλεπα ότι δεν έχει καμιά σημασία να διαβάζω σχετικά με τον Θεό, να
μάθω θεολογία μέσα από τα βιβλία, αν δεν την ενώσω με την προσευχή... Είναι πιο
σπουδαίο να ζει κανείς τον Θεό, παρά να έχει μελετήσει πολλά βιβλία που μιλούν
γι’ Αυτόν» (όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ).
Ο άγιος Γέρων δεν
εκφράζει κάποια πρωτότυπη σκέψη. Μαρτυρεί από το προσωπικό του πια βίωμα ό,τι
όλοι οι Πατέρες επισημαίνουν και εξαγγέλλουν: τον Θεό δεν Τον «μαθαίνει» κανείς
μέσα από τα βιβλία, αλλά μέσα πρωτίστως από τον προσωπικό του αγώνα ἐν Ἐκκλησίᾳ,
που θα πει «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»,
μαζί με τους άλλους αδελφούς – ο χριστιανός είναι χριστιανός ως γνωστόν όταν
είναι ενταγμένος στο άγιο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, ως μέλος Εκείνου∙ με
τη λατινική ορολογία αγίου αρχαίου Πατρός «unus christianus, nullus christianus», ένας χριστιανός κανείς
χριστιανός. Και γιατί όχι μέσα από τα βιβλία; Διότι τα βιβλία, με όσα σοφά και
άγια γράφονται εκεί, αναφέρονται κατεξοχήν στη νόηση και τη διάνοια του
ανθρώπου, τροφοδοτούν τη γνώση ως προσφορά πληροφοριακού υλικού (και όχι με τη
βιβλική έννοια της εμπειρίας του Θεού), συνεπώς δεν επηρεάζουν τόσο εκείνο το
κέντρο στο οποίο φανερώνεται ο Θεός, δηλαδή την καρδιά για την οποία μίλησε ο
ίδιος ο Κύριος ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, εξαιρέτως δε στην Καινή. «Ἄνθρωπος εἰς πρόσωπον Θεός εἰς καρδίαν
βλέπει». «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν». «Ἰδού, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι».
Εννοείται ασφαλώς ότι ο
όσιος δεν έχει καμία πρόθεση να υποβαθμίσει και την προσφορά τῶν βιβλίων – ο ίδιος
άλλωστε υπήρξε και είναι, έστω και χωρίς τέτοια απαρχής προοπτική, μέγας
συγγραφέας. Η ίδια η Αγία Γραφή, όπως και τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, ήταν η
συνεχής και εκείνου πνευματική τροφοδοσία και σ’αυτά παρέπεμπε και παραπέμπει
στα γραπτά και τις ομιλίες του. Θέλει να τονίσει όμως ο σοφός Γέρων ότι τα
βιβλία έχουν τότε ιδιαίτερη σημασία, όταν έρχονται να ενισχύσουν το φρόνημα
(φρόνημα Χριστού) του πιστού ανθρώπου, ο οποίος θέτει τον εαυτό του επάνω στις
εντολές του Χριστού και του αγίου θελήματός Του και τρέφεται από τα μυστήρια
της Εκκλησίας, το σώμα και το αίμα του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού. Ο Γέρων
Σωφρόνιος είναι εκείνος που επανειλημμένως σημείωνε ότι η χριστιανική πίστη δεν
είναι θέμα διαλογισμού: να κάθεται κάποιος στην πολυθρόνα του και να διαβάζει
σκεπτόμενος και διαλογιζόμενος∙ αποτελεί κίνηση και ενέργεια που εντείνει στο
έπακρο τις πνευματικές αλλά και σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου – ο Χριστός δίνει
εντολή στον άνθρωπο που θα Τον πιστέψει, να Τον ακολουθήσει «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης
τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» στον τρόπο της δικής Του ζωής. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν
καί ἀράτω τον σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Λοιπόν, πρώτα ποιεῖ και
πράττει ο άνθρωπος, έχοντας στη συνέχεια σύμμαχό του τα βιβλία, τα θεόπνευστα
της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων, προκειμένου να ζει κατά Θεόν.
Ο όσιος Γέρων στην
πραγματικότητα επαναλαμβάνει, όπως είπαμε, την εμπειρική θέση των Πατέρων, σαν
του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για παράδειγμα, ο οποίος τονίζει ότι «Ο Θεός μακάρισε όχι αυτόν που γνωρίζει (ως
πληροφορία) κάτι για τον Θεό, αλλά αυτόν που έχει μέσα του τον Θεό, “τό ἐν ἑαυτῶ
σχεῖν τόν Θεόν”». Κι επίσης ο όσιος Σωφρόνιος συχνά μνημονεύει, όπως και
στον παραπάνω λόγο του, το αποδιδόμενο στον όσιο Νείλο λόγιο «εἰ θεολόγος εἶ, προσεύχει ἀληθῶς∙ καί εἰ
προσεύχει ἀληθῶς, θεολόγος εἶ». Η αληθινή θεολογία, η γνώση και η έκφραση
συνεπώς της αλήθειας για τον Θεό, είναι θέμα προσευχής – προσευχή και θεολογία
ταυτίζονται, γι’ αυτό και ο ίδιος άγιος Γέρων έλεγε πολύ συχνά στους μοναχούς
και τις μοναχές του ότι ανώτερο στάδιο της θεολογίας είναι όταν αυτή γίνεται το
περιεχόμενο της προσευχής του πιστού χριστιανού, όπως το βλέπουμε ιδιαιτέρως
στη θεία Λειτουργία και μάλιστα του Μ. Βασιλείου. Είναι αξιοσημείωτο ότι την αλήθεια αυτή την είχε κατανοήσει από πολύ νωρίς ο όσιος Σωφρόνιος, ο
οποίος ξεκινώντας από τη θεολογική ακαδημία του αγίου Σεργίου στο Παρίσι, τότε
που οι πνευματικές αναζητήσεις του τον έστρεψαν εξολοκλήρου στον Χριστό, γρήγορα
εγκατέλειψε τις σπουδές αυτές, γιατί διαπίστωσε ότι (κατ’ ανάγκην βέβαια)
μιλούσαν στα σπουδαστήρια για τον Θεό, αλλά «Θεό εκεί δεν έβλεπε». Ενώ όταν πήγε έπειτα στο Άγιον Όρος, πάλι
κατά τη δική του διατύπωση, «κανείς εκεί
δεν μιλούσε για Θεό, αλλά έβλεπες παντού τον Θεό».
Κι υπάρχει και κάτι
ακόμη χειρότερο, για τον άγιο: να γράφει κανείς για τον Θεό, για τον
χριστιανισμό, για την πίστη, αλλά τελικώς αυτό που γράφει να «όζει» από αίρεση
και από πονηρία, έστω κι αν έχει του κόσμου τις παραπομπές στη Γραφή και τους
Πατέρες! Πώς; Διότι αυτό που γράφει προέρχεται από διάνοια που δεν εκφράζει την
καθαρή και φωτισμένη καρδιά, αλλά τον εγωισμό των παθών του. Πρόκειται για ένα
είδος «δαιμονικής» θεολογίας, καθώς τη
χαρακτηρίζουν έτσι ορισμένοι Πατέρες, δεδομένου ότι και ο Διάβολος, ακόμη και
στους πειρασμούς του Κυρίου στην έρημο μετά τη Βάπτισή Του, αγιογραφικά χωρία χρησιμοποίησε για να Τον πειράξει! «Πολλά
βιβλία για τον χριστιανισμό – λέει ο όσιος - είναι γραμμένα από ανθρώπους που δεν έχουν πείρα του Θεού, από
ανθρώπους των οποίων ο νους κινείται στο γήινο επίπεδο». Και διερωτάται ο
Γέρων, επισημαίνοντας τον κίνδυνο: «Πώς
να αποφύγουμε την επίδραση των διανοιών αυτών;» (Το ίδιο νομίζουμε ερώτημα
θα έθετε πολύ περισσότερο και σήμερα, που μέσω του διαδικτύου ένα πλήθος ανθρώπων
χωρίς καμία επίγνωση, χωρίς πνευματική πείρα, υπό κατοχή συχνά ταραχής
δαιμονίων, γράφουν και εξάπτουν τα πάθη, ακόμη και για πνευματικά και εκκλησιαστικά
θέματα, με αγιογραφική όμως πάντα(!) και πατερική «θεμελίωση»!)
Η θεολογία λοιπόν ως
έκφραση της προσευχής και η προσευχή ως έκφραση της θεολογίας: το ζητούμενο του
αγίου Σωφρονίου. Το κρίσιμο ερώτημα στο
οποίο βεβαίως εξίσου συχνά επανέρχεται ο Γέρων είναι τι σημαίνει προσευχή που
κάνει τον άνθρωπο πραγματικό θεολόγο με γνώση υπαρξιακή του Θεού; Κι η απάντηση
μεταξύ των άλλων που δίνει και συγκεφαλαιώνει θα έλεγε κανείς τις εν προκειμένω
αντιλήψεις του είναι όταν η προσευχή έχει ως περιεχόμενο τη βαθιά επιθυμία του
ανθρώπου να τηρεί το θέλημα του Θεού (: «Να
ζητούμε από τον Θεό με κλάμα: δώσε μου τη σοφία και τη δύναμη, ώστε να ζήσω
σύμφωνα με την εντολή Σου»), κάτι που οδηγεί στο να έρχεται το ίδιο το
Πνεύμα του Θεού και να προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο. «Προσευχή είναι, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, ο Θεός ο Ίδιος που
προσεύχεται μέσα μας». Κι εδώ ακριβώς χρειάζεται η διάκριση. Διότι είναι
πολλοί που προσεύχονται αλλά χωρίς την παραπάνω επίγνωση, οπότε η προσευχή τους
καθίσταται αναποτελεσματική. «Συχνά,
ακούμε να λένε (λέει ο Γέροντας): “Προσευχήθηκα
στον Θεό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα!” Αυτά τα λόγια μού θυμίζουν έναν μύθο του
Κριλώφ (Ρώσου ποιητή και θεατρικού
συγγραφέα) για μια μαϊμού, της
οποίας η όραση είχε μειωθεί λόγω ηλικίας∙ οι άνθρωποι της είπαν ότι αυτό δεν
ήταν πραγματικά τόσο σοβαρό, και ότι θα έπρεπε να δοκιμάσει να φορέσει γυαλιά.
Παρήγγειλε λοιπόν πενήντα ζευγάρια γυαλιά, αλλά τα έβαζε οπουδήποτε, κάποτε
πίσω από το κεφάλι, κάποτε στην ουρά κλπ. Το ίδιο και εμείς: να μη
χρησιμοποιούμε την προσευχή με αυτόν τον τρόπο».
Να μελετούμε λοιπόν,
ναι! Αλλά εκείνα τα κείμενα και εκείνα τα βιβλία που εκφράζουν το ήθος το
πατερικό, το ήθος της ταπεινής αγάπης και της άγιας προσευχής – ό,τι μας
ανεβάζει πνευματικά και μας γλυκαίνει την καρδιά. Κάθε τι άλλο θέλει μεγάλη
προσοχή! Γιατί το πιο ουσιαστικό και σημαντικό στη ζωή μας είναι «να ζούμε τον Θεό»!