Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ...

 


«Συγκρατήστε με δύο λόγια το εξής: Πρέπει να κόψουμε το θέλημά μας, για να γνωρίσουμε το θέλημα του αδελφού μας που αγαπάμε, για να γνωρίσουμε τον Ίδιο τον Θεό μέσα από τις εντολές Του» (όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ).

1. «Συγκρατήστε με δύο λόγια». Πρόκειται για το τέλος μίας ομιλίας του οσίου Γέροντα, συνεπώς η προτροπή του αποσκοπεί στο να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ακροατών του σε ό,τι πιο ουσιώδες έχει αναπτύξει προηγουμένως – ένα είδος συγκεφαλαίωσης («κεφάλαιον ἐπί τοῖς  λεγομένοις» που λέει ο απόστολος Παύλος). Αλλά δεν είναι θέμα μόνο παιδαγωγικό για τον άγιο∙ συνιστά και βασική θέση του που η επιστήμη της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας την έχει επισημάνει από παλιά: «Κάποτε τα πολλά λόγια μπορεί να μη συμβάλλουν στην εμβάθυνση της αντιλήψεως, αλλά το αντίθετο». Κι αυτό γιατί προφανώς ο ανθρώπινος νους έχει την ιδιότητα να επικεντρώνει την προσοχή του για να κατανοήσει κάτι στην κεντρική ιδέα, στον πυρήνα του εκφερομένου λόγου,  γραπτού ή προφορικού, και όχι τόσο στα στολίδια και τα πολλά «ενδύματά» του.  «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» που λέει κι ο λαός μας θυμόσοφα, διότι συχνά επιχειρώντας να διευκρινήσουμε κάτι, φλυαρούμε υπέρμετρα με αποτέλεσμα αντί να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα να τα συσκοτίζουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συνοπτικός λόγος, κατά τον τύπο των αρχαίων Λακώνων, θεωρείται ένα είδος αξιόλογης φιλοσοφίας – «τό λακωνίζειν ἐστί φιλοσοφεῖν» - που σημαίνει πως πρέπει να μάθουμε να λέμε με λίγα τα πολλά, «ἐν ὀλίγοις πολλά», αποφεύγοντας την αμετροέπεια που κρύβει πολλές φορές και το λίγο που έχουμε να πούμε.

 Και δεν είναι καθόλου εύκολο κατόρθωμα τούτο. Διότι απαιτείται καλλιεργημένος νους, βαθιά κατανόηση αυτού που έχουμε να πούμε και μεγάλη εξάσκηση στη χρήση του λόγου. Όπως το είχε εκφράσει κάποτε ένας σπουδαίος συγγραφέας, ο οποίος επειδή βιαζόταν να δώσει γραπτή απάντηση σε έναν γνωστό του σ’ ένα θέμα, του έγραψε στο τέλος: «Σου γράφω πολλά, γιατί δεν έχω χρόνο να σου γράψω λίγα!» Ο όσιος Σωφρόνιος λοιπόν μας δίνει την ευκαιρία απαρχής να θίξουμε αυτό το κρίσιμο θέμα, το οποίο έχει απασχολήσει όχι λίγους από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας – την ακριβολογία και τη συνοπτική διατύπωση, ιδίως σε θέματα της πίστεως και της αποκαλυμμένης εν Χριστώ αλήθειας.

2. «Για να γνωρίσουμε...». Αλλά ποιο είναι το ουσιώδες που τονίζει εμφατικά ο μεγάλος Γέρων κι αυτό είναι το πρώτιστο βεβαίως με το οποίο ασχολούνται και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας; Η γνώση του αδελφού μας και του Θεού μας! Κι είναι το πιο ουσιώδες και το πρώτιστο, διότι από τη γνώση αυτή εξαρτάται και η εν Χριστώ σωτηρία μας. Γνωρίζω τον αδελφό μου, γνωρίζω τον Θεό μου  σημαίνει πως ήδη βρίσκομαι στην πορεία της πνευματικής ζωής, ήδη περιπατώ κατά Χριστόν – είμαι μέσα στην «Ὁδόν» που είναι ο Χριστός. Γιατί; Διότι «γνῶσίς ἐστιν μετουσία», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, δηλαδή η γνώση σημαίνει μετοχή στον άλλον, είτε Θεός είναι αυτός είτε άνθρωπος είτε ακόμη θα λέγαμε και η κτιστή δημιουργία. Κι η μετοχή αυτή (με την έννοια της αυτοπαράδοσης στον άλλο) είναι ευνόητο ότι παραπέμπει στην ίδια την αγάπη. Με άλλα λόγια γνωρίζω κάποιον, γιατί τον αγαπώ, κι αγαπώντας τον μετέχω στη ζωή του, με αποτέλεσμα την αποκάλυψή του σ’ εμένα και άρα τη γνώση του. Πρόκειται για την έννοια της (εμπειρικής) γνώσεως που εξαγγέλλει η αγία Γραφή και ο Πατερικός βεβαίως λόγος, όπως του Ευαγγελιστού Ιωάννη για παράδειγμα: «αὕτη ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν», ή του αποστόλου Παύλου: «γνόντες τόν Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπ’ Αὐτοῦ». Εκεί μάλιστα που ιδιαιτέρως κηρύσσεται η ταυτότητα γνώσεως του Θεού (και κατ’ επέκταση του ανθρώπου) και αγάπης προς Αυτόν, αγάπης που εκφράζεται με την τήρηση των αγίων εντολών Του όπως λέει και ο όσιος Σωφρόνιος, είναι στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή στην Α΄ Καθολική του επιστολή. «Ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτόν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ μή τηρῶν, ψεύστης ἐστίν, καί ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν. Ὅς δ’ ἄν τηρῇ αὐτοῦ τόν λόγον, ἀληθῶς ἐν τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τετελείωται. Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ ἐσμεν» (Όποιος λέει ότι γνώρισα τον Θεό, αλλά δεν τηρεί τις εντολές Του, είναι ψεύτης και δεν υπάρχει αλήθεια σ’ αυτόν. Όποιος όμως τηρεῖ τον λόγο Του, πράγματι σ’ αυτόν η αγάπη του Θεού έχει φτάσει στο τέλος της. Από αυτό γνωρίζουμε ότι ζούμε και υπάρχουμε μέσα σ’ Αυτόν).

3. «Να κόψουμε το θέλημά μας». Τι είναι εκείνο που συνιστά προϋπόθεση και χαρακτηριστικό της αγάπης που οδηγεί στη γνώση του Θεού και του ανθρώπου (ως εικόνας Αυτού), κατά τον όσιο Γέροντα; Η εκκοπή του ιδίου θελήματος. «Πρέπει να κόψουμε το θέλημά μας» - ένα θέμα που συγκεφαλαιώνει και τον λόγο του Κυρίου Ιησού Χριστού αλλά και τον Πατερικό ασκητικό λόγο.  Γιατί αυτό; Διότι το θέλημά μας λόγω της πτώσεως στην αμαρτία ρέπει «ἐπιμελώς ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος». Αν κάτι μας χωρίζει από τόν Θεό και τη σχέση μας μαζί Του είναι ακριβώς αυτό το θέλημα που κυριαρχείται από το πάθος του εγωισμού. «Το θέλημά μου τείχος χάλκινο είναι που με χωρίζει από τον Θεό» (Γεροντικό). Και τη δύναμη για την εκκοπή αυτή, ώστε να μπορεί ο νους να μένει ενωμένος με τον Θεό, τη δίνει μόνο ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός. Ο Ίδιος το τόνιζε επανειλημμένως. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Κι όλος ο πνευματικός αγώνας που αποτελεί «βιασμόν τῆς φύσεως» εκεί επικεντρώνεται∙ γιατί φανερώνει την ασκητική προσπάθεια του πιστού να αποκτήσει το φρόνημα του Κυρίου Ιησού, που θα πει την εν αγάπη και ταπεινώσει αγία υπακοή Του – ό,τι δημιουργεί χώρο στην ανθρώπινη ύπαρξη για να «αναπαύεται» ο Θεός.