«Οι άγιοι ζούσαν
επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν
Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν,
παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο
και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού
αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».
Ο άγιος Ιωσήφ στον κανόνα του για τους
αγίους επιμένει πάρα πολύ στο γεγονός της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου,
την οποία συνδέει στενότατα με το μαρτύριό του. Ο άγιος, λέει, παρίσταται
ενώπιον του θρόνου του Θεού, «ως ιερεύς
ευπρόσδεκτος και μάρτυς άριστος»,
ενώ το μαρτύριο του αίματός του έκανε πιο έντονο το χρώμα της ιερατικής
του στολής, καθιστώντας την με τη χάρη του Θεού ιερότερη. «Μαρτυρίου εν αίματι, την στολήν σου, Ζηνόβιε, επιχρώσας ένδοξε,
απετέλεσας ιερωτέραν εν χάριτι». Ο άγιος υμνογράφος εν
προκειμένω επισημαίνει τη βασική αλήθεια
της μαρτυρικής διάστασης της ιερωσύνης –
απόρροια της μετοχής στην αρχιερωσύνη του ίδιου του Κυρίου - η οποία επιτείνεται απλώς και με το μαρτύριο
του αίματος. Ιερωσύνη και μαρτύριο βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα
ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό: η διακονία του είναι
οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν
ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την
πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο
κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του
Κυρίου.