῾Ο ὑμνογράφος Ἰωάννης μοναχός
στό δοξαστικό
τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ προβαίνει σέ μία ἐνσυνείδητη ἀνακολουθία: βάζει στήν θέση τοῦ συσταυρωθέντος με τον Κύριο ληστῆ τόν ἴδιο τόν ἅγιο. Βλέπει τόν Λογγίνο ὡς τόν ληστή. Τά λόγια τοῦ ληστῆ γίνονται λόγια καί ἐκείνου. ῾Καθώς βρισκόσουν στόν Σταυρό καί ἔβλεπες αὐτά πού συνέβαιναν, βλέποντας τόν σταυρωμένο ἐπί τοῦ ξύλου Θεό καί ἄνθρωπο φώναζες πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ
σου μνήσθητί μου Κύριε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Σωτήρας φώναζε
σέ σένα: Εἶσαι μακάριος,
Λογγίνε, καί θά σέ θυμοῦνται ὅλοι στούς αἰῶνες᾽(῾᾽Εν τῷ Σταυρῷ παρεστηκώς,
καί τά γενόμενα σκοπῶν, τόν σταυρωθέντα ἐπί ξύλου, Θεόν καί ἄνθρωπον ἑωρακώς,
ἐβόας πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητί
μου Κύριε. Διό καί ὁ Σωτήρ ἐφώνει σοι: Μακάριος εἶ Λογγίνε, καί τό μνημόσυνόν σου εἰς γενεάν καί γενεάν᾽). Νομίζουμε ὅτι στό τροπάριο αὐτό καί τό ῾μπέρδεμα᾽ τῶν ρόλων μεταξύ
ἑκατοντάρχου καί ληστῆ βρισκόμαστε
στό πιό ὑψηλό σημεῖο τῆς ποίησης τῆς ἑορτῆς: ὁ Λογγίνος εἶναι ἤδη σωσμένος ἀπό τήν ὥρα τῆς ὁμολογίας του
κατά τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί ὄχι
ἀπό τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Τό βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν ληστή, συνεπῶς καί γιά τόν Λογγίνο: ῾ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ
Παραδείσῳ᾽. Καί γιά κάτι ἀκόμη: μπροστά στόν ἐσταυρωμένο
Κύριο ὁ ὅποιος ρόλος τοῦ ἀνθρώπου
ἐξαφανίζεται: εἴτε ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου
(ὁ ἑκατόνταρχος) εἶναι κανείς εἴτε ὑπόδικος
(ὁ ληστής), αὐτό
πού σώζει εἶναι ἡ πίστη καί ἡ
ἀγάπη στόν Χριστό. Γιά τόν Χριστό κάθε
ἄνθρωπος εἶναι τό ἴδιο καί κάθε ἕναν τόν θέλει στήν Βασιλεία Του.
Γιά τόν Χριστό κάθε σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου πέραν τῆς ῾καρδιᾶς᾽ δέν ὑφίσταται. Αἴρεται καί
χάνεται.