Η
ενεργούσα χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που
τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την
αγάπη τους και προς τους εχθρούς τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα,
αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με
τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να
πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον
Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι
από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα
και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό - αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε,
εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’
ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος.
Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του
Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’ Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει
όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;
Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της
αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο
υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το
μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από
την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙
ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς
εξεφόβησεν».