«Η πίστη είναι το φτερό της προσευχής… Η
πίστη είναι η αδίστακτη στάση της ψυχής, που δεν κλονίζεται από καμία
εναντιότητα. Πιστός είναι, όχι εκείνος που έχει τη γνώση ότι όλα είναι δυνατά
στον Θεό, αλλά εκείνος που πιστεύει ότι θα τα επιτύχει όλα (όσα ζητεί από τον
Θεό)» (λόγ. κζ΄ 33).
Ξέρεις την
αξία της προσευχής: είναι αυτή που σε ενώνει με τον Θεό και σε ανεβάζει στα
ουράνια. Είναι η κατεξοχήν πνευματική θεία κοινωνία πέρα από τη μυστηριακή
κοινωνία: τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου. Χωρίς προσευχή δεν
μπορεί να νοηθεί χριστιανός, όπως και γενικά κάθε άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο
ότι όπου γης οι άνθρωποι και σε κάθε θρησκεία έχουν την προσευχή ως βασικό
συστατικό της πίστης τους. Πολύ περισσότερο για τον χριστιανό, που είναι μέλος
Χριστού και οργανικό κομμάτι συνεπώς Αυτού! Βγάλε την προσευχή λοιπόν και ούτε χριστιανισμός υπάρχει αλλ’ ούτε
καν η ίδια η ζωή. Γιατί, όπως έχει τονίσει κι αλλού ο όσιος, δεν υπάρχει η πηγή
της, η Ζωή που είναι ο Χριστός.
Ο όσιος όμως
σου ανοίγει τα μάτια σ’ ένα θεωρούμενο αυτονόητο: «το φτερό της προσευχής είναι η πίστη». Κι είναι τόσο σημαντικό
τούτο γι’ αυτόν που το επισημαίνει και λίγο παρακάτω: «Η πίστη έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να
πετάξει στον ουρανό» (κη΄ 29). Πράγματι! Αν δεν πιστεύεις στον Θεό σε ποιον
απευθύνεσαι με την προσευχή σου; Μονάχα ίσως σε μια «καρικατούρα» θεότητας που
είναι ο ίδιος ο εαυτός σου! Δες εν
προκειμένω τον Φαρισαίο της γνωστής παραβολής: προσευχόταν, αλλά έχοντας ως «θεό»
του το είδωλο του εαυτό του. «Σταθείς εις
εαυτόν»! Γι’ αυτό και η «προσευχή» του αυτή όχι μόνο δεν τον δικαίωσε, αλλά
τον καταδίκασε: τον έκανε χειρότερο με την έννοια ότι και τον συνάνθρωπό του
εξουδένωσε και τον Θεό τον έβαλε απέναντί του ως «εχθρό»!
Καταλαβαίνεις
όμως ότι μιλάμε για την πίστη την αληθινή: όχι μία ιδεολογικού τύπου πίστη –
αποδέχομαι τον Θεό αλλά δεν με επηρεάζει στη ζωή μου – αλλ’ ούτε κι εκείνη που
την αντιμετωπίζω επιλεκτικά – αποδέχομαι ό,τι μου ταιριάζει και απορρίπτω ό,τι
προσκρούει στα πάθη μου! Και η πρώτη και η δεύτερη είναι πολύ εύθραυστες, γιατί
κριτήριο έχουν όχι την αποκάλυψη του Κυρίου, συνεπώς ό,τι ζει και διδάσκει και
η Εκκλησία Του, αλλά το αλλοιωμένο και σαπισμένο από την αμαρτία εγώ μου. Πίστη
αληθινή είναι να ‘σαι αταλάντευτα και αδίστακτα και ακλόνητα τοποθετημένος
ενώπιον του Τριαδικού Θεού, τότε μάλιστα που λειτουργεί ο κατεξοχήν πειρασμός της
απιστίας: στην ώρα της δοκιμασίας και της όποιας εναντιότητας στην πορεία της ζωής
σου – εκεί δηλαδή που κατεργάζεται κανείς την υπομονή και οδηγείται ανθρωπίνως
και σ’ αυτήν την τελειότητα! (πρβλ. Ιακ. 1, 2-3).
Στη
χαρισματική αυτή στιγμή, ο πιστός ενισχυόμενος από τον Κύριο βλέπει δύο
πράγματα στη ζωή του: πρώτον, ότι η πίστη του αυτή, «της ευθείας καρδίας» (34), παίρνει πάντοτε τη μορφή της αληθινής
θυσιαστικής αγάπης, κατά τον λόγο του αποστόλου «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη»· δεύτερον, ότι όσα ζητεί με την αγάπη
αυτή και προς το πνευματικό του συμφέρον
από τον Κύριο, τα προσδοκά ότι θα γίνουν όλα πραγματικότητα στη ζωή του – ό,τι συνέβη
και με το όριο της αληθινής πίστης και του
αληθινού ανθρώπου: την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία κατεξοχήν αυτή «επίστευσε ότι έσται τελείωσις τοις
λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»!