῾῾Αμαρτάνοντες εἰς
τούς ἀδελφούς...εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε᾽
(Α´ Κορ. 8, 12)
α. Μέ τήν παραβολή τῆς
κρίσεως πού προβάλλει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν ᾽Απόκρεω μᾶς ὑπενθυμίζει
ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὄχι μόνο θά τελειώσει, ἀλλά καί θά ἐλεγχθεῖ. Θά᾽
ρθει ὁ Χριστός στήν Δευτέρα Του Παρουσία κι ἐκεῖ θά ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα
μέ αὐτά πού πολιτεύτηκε, σέ σχέση μάλιστα μέ τόν συνάνθρωπό του. Στό ἴδιο μῆκος
κύματος ὅμως βρίσκεται καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. ᾽Αναφέρεται σέ ἕνα
συγκεκριμένο πρόβλημα τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Κορίνθου, δηλαδή στή στάση ὁρισμένων
πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέσα στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας τους ἔτρωγαν ἀπό τά
λεγόμενα εἰδωλόθυτα, δηλαδή τά κρέατα ἀπό τίς εἰδωλολατρικές θυσίες, καί ἐνῶ γι᾽
αὐτούς δέν ὑπῆρχε συνειδησιακό πρόβλημα, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κάποια ῾ἱερότητα᾽ στά
εἰδωλόθυτα, προκαλοῦσαν τή συνείδηση τῶν ἁπλῶν καί ἀσθενῶν στή συνείδηση ἀδελφῶν,
οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦσαν νά δοῦν τά εἰδωλόθυτα ὡς ἁπλά κρέατα. ῎Ετσι ὅμως ἡ ἐλευθερία
τους αὐτή, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γινόταν ἁμαρτία μέ τήν πρόκλησή τους αὐτή, ἡ
ὁποία τελικῶς ἀναφερόταν στόν ἴδιο τόν Κύριο. ῾῾Αμαρτάνοντες εἰς τούς ἀδελφούς καί τύπτοντες τήν συνείδησιν αὐτῶν ἀσθενοῦσαν
εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε᾽. ῾Αμαρτάνοντας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς καί πληγώνοντας
τή συνείδησή τους πού εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε ἀπέναντι στόν ἴδιο τόν Χριστό.
β. 1. ῾Ο ἀπόστολος μᾶς
πάει σέ βαθιά νερά: μᾶς ἀνοίγει τά μάτια καταρχάς νά δοῦμε τά πραγματικά ὅρια τῆς
ἁμαρτίας. Διότι μᾶς λέει ὅτι ἁμαρτία δέν εἶναι μόνον ὅ,τι εὐθέως προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο
– τόν ἑαυτό μας ἤ τόν συνάνθρωπο – δηλαδή οἱ βαριές λεγόμενες ἁμαρτίες: φόνος, ὕβρεις,
μοιχεῖες, πορνεῖες κλπ., ἀλλά καί αὐτό πού ἔστω ἐπ᾽ ἐλάχιστον προκαλεῖ τή
συνείδηση τοῦ ἄλλου, ὅπως γιά παράδειγμα μία καλή θεωρούμενη δική μας ἐνέργεια,
ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νά σκανδαλίσει ἕναν ἀρχάριο ἐν Χριστῷ ἀδελφό. Καί πέραν
τούτου: ἁμαρτία εἶναι, ὅπως διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καί ὅ,τι μπορεῖ νά τόν
προκαλέσει καί σέ ἐπίπεδο λογισμῶν μέ τίς κατά διάνοιαν λεγόμενες ἁμαρτίες. Διότι
δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἁμαρτία ξεκινᾶ ὡς λογισμός στή διάνοια κι ἔπειτα
προχωρεῖ καί γίνεται πράξη. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά βλάπτει τόν συνάνθρωπό του –
καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του βεβαίως: ὁ πρῶτος συνάνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός
- ἀπό τήν ὥρα πού θά δεχθεῖ καί τήν παραμικρή ὑποψία ἤ κακή σκέψη ἀπέναντί του.
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοί μας, παλαιότεροι καί νεώτεροι, ἐπανειλημμένως
τόνιζαν τή σημασία τῶν λογισμῶν πού καλλιεργοῦμε μέσα μας ἀπέναντι στόν
συνάνθρωπό μας: καλός λογισμός σημαίνει οὐσιαστική βοήθεια σ᾽ αὐτόν, κακός
λογισμός σημαίνει ἀρνητική ἐνέργεια πού τόν ὠθεῖ σέ ἄσχημους ἀτραπούς. ᾽Από τήν
ἄποψη αὐτή λοιπόν ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας βαθαίνει πάρα πολύ, διότι ἀνάγεται στό
βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος ἁμαρτάνει εἴτε λόγῳ εἴτε ἔργῳ εἴτε
διανοίᾳ.
2. Τά πράγματα ῾σκληραίνουν᾽
ἀκόμη περισσότερο ὅμως μέ τήν ἀναγωγή πού κάνει ὁ ἀπόστολος: ἡ ὅποια ἁμαρτία
μας, ἀκόμη καί ἡ παραμικρότερη, δέν ἔχει τελικό ἀποδέκτη τόν συνάνθρωπο, ἀλλά
τόν ἴδιο τόν Χριστό. ῾Εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε᾽.
Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν κατανοεῖται σέ ἐπίπεδο μόνο ὁριζόντιο· ἁπλώνεται σέ χῶρο
πέραν τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, στήν ἴδια τή θεότητα. ῾Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα᾽ ἀκοῦμε ἤδη ἀπό
τόν ψαλμωδό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῞Οταν ἁμαρτάνουμε λοιπόν δέν καταστρατηγοῦμε ἁπλῶς
ἕναν κανόνα, δέν γίνεται μία παρέκκλιση πού εἶναι ἐπιφανειακή, ἀλλά χαλᾶμε τή
σχέση μας μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, πού θά πεῖ δέν παθαίνει βεβαίως κάτι ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς,
ἀλλά ἀλλοιώνονται ὅλες οἱ δικές μας σχέσεις μαζί κι ὁ ἑαυτός μας. ῾Η παραβολή
τοῦ ἀσώτου μάλιστα τῆς προηγουμένης Κυριακῆς μέ τρόπο ἀνάγλυφο καί
συγκλονιστικό μᾶς περιέγραψε τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας ὡς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν
Θεό Πατέρα: ἡ ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ καί ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῾῾Ο υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν...καί ἀπολωλός᾽.
3. ῾Η ἀναγωγή αὐτή, ἡ ταύτιση
δηλαδή τῆς ἁμαρτίας πρός τόν συνάνθρωπο μέ τήν ἁμαρτία πρός τόν Χριστό δέν ἀποτελεῖ
βεβαίως μία αὐθαίρετη ὑπόθεση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. ῾Ο ἀπόστολος κινεῖται ἀπολύτως
ἐκκλησιολογικά καί ἀναφέρεται σ᾽ αὐτό πού συνιστᾶ τή βάση τῆς ᾽Εκκλησίας: διά
τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ντυθήκαμε τόν Χριστό καί γίναμε ζωντανά μέλη τοῦ ἁγίου
σώματός Του. ῾῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε,
Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Συνεπῶς ὅ,τι
συμβαίνει στή σχέση μας μέ τόν συνάνθρωπο, ὅπως καί μέ ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἀναφέρεται
στόν ἴδιο τόν Κύριο. Πρόκειται γιά τήν ἴδια πραγματικότητα γιά τήν ὁποία κάνει
λόγο καί ἡ παραβολή τῆς Κρίσεως τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Κατά τόν λόγο τοῦ
Κυρίου: ῾ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε᾽.
Καί ῾ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν
ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε᾽. ῾Ο Χριστός ταυτίζει τόν ἑαυτό
Του μέ ἐμᾶς κι αὐτό τό βλέπουμε νά ἐνεργοποιεῖται μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου
βαπτίσματος. ῾Η θετική ἤ ἡ ἀρνητική στάση μας λοιπόν ἔναντι τοῦ κάθε
συνανθρώπου μας, καί μάλιστα τόν χριστιανό, ἀντανακλᾶ ἀκριβῶς στόν ῎Ιδιο. Κι αὐτό
σημαίνει βεβαίως ὅτι τό μόνο πού μᾶς δικαιώνει ἀπέναντί Του εἶναι ἡ στάση τῆς ἀγάπης
μας ἔναντι τοῦ συνανθρώπου μας, γιατί Αὐτός εἶναι ἀγάπη.
4. Καί πράγματι: ἡ ἁμαρτία
στό ὁποιοδήποτε ἐπίπεδό της σημαίνει τήν ἔλλειψη τῆς πίστης καί τῆς ἀγάπης. ῾Πᾶν ὅ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστί᾽ θά πεῖ
ὁ ἀπόστολος, καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽.
Προκαλοῦμε τόν ἄλλον δηλαδή καί ἁμαρτάνουμε ἀπέναντί του διότι ἀκριβῶς δέν τόν ἀγαποῦμε.
Καί δέν τόν ἀγαποῦμε γιατί δέν ἔχουμε Θεό μέσα μας πού μᾶς δίνει τά μάτια νά
βλέπουμε τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους ὡς συνέχεια ᾽Εκείνου: ἡ ἁμαρτία ὡς ἄρνηση
τῆς ἀγάπης φανερώνει τήν πνευματική μας τύφλωση. Κι αὐτό θά πεῖ: στόν βαθμό πού
ἀρχίζουμε νά ἀγαπᾶμε σταματᾶμε καί νά ἁμαρτάνουμε. ῞Ο,τι κάνουμε ἐν ἀγάπῃ ἔστω κι ἄν φαίνεται ἀρνητικό,
τελικῶς λειτουργεῖ ὑπέρ τοῦ ἄλλου καί ὑπέρ ἡμῶν. Κι αὐτό γιατί, ὅπως εἴπαμε, μέ
τόν τρόπο αὐτό ἐνεργοποιεῖται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μόνο στήν ἀγάπη βρίσκει
τό πρόσφορο ἔδαφος παρουσίας καί ἀναπτύξεώς της.
Κριτήριο λοιπόν τῆς στάσης
τοῦ χριστιανοῦ ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του εἶναι ἡ ἀγάπη καί μόνον αὐτή. Μπορεῖ ὁ
χριστιανός νά ζεῖ καί νά ἀναπνέει ἐλεύθερα, διότι ῾ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθη᾽, ἡ ἐλευθερία του ὅμως αὐτή περιορίζεται ἀπό
τήν ἀγάπη του. Μία ἐλευθερία χωρίς ἀγάπη ἀποτελεῖ ἐπικάλυμμα κακίας, τήν ὁποία
καταδικάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α´ Πέτρ. 2, 16). ᾽Ελευθερία καί ἀγάπη
λοιπόν συνυπάρχουν καί καμμία δέν ὑφίσταται χωρίς τήν ἄλλη, ἄν θεωρηθοῦν
χριστιανικά. ᾽Εδῶ συνεπῶς κατανοοῦμε αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος στούς
Κορινθίους: πῶς μπορεῖ ἡ ἐλευθερία σας νά μή λαμβάνει ὑπόψη τή συνείδηση τῶν ἀσθενῶν
ἀδελφῶν σας; Εἶναι σά νά μή λειτουργεῖτε μέ ἀγάπη. ῾Βλέπετε μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν᾽.
Προσέξτε μήπως τό ἐλεύθερο δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά σκοντάψουν καί νά πέσουν
ἐκεῖνοι πού ἡ πίστη τους εἶναι ἀδύνατη.
γ. Δέν μποροῦμε νά ἁμαρτάνουμε
μέ ἐλαφριά τή συνείδηση. ῾Η ἁμαρτία ἔχει ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό καί συνεπῶς ὅταν
τή διαπράττουμε διακυβεύουμε τό αἰώνιο μέλλον μας. Δυστυχῶς ἡ ἐποχή μας
χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐλαφρότητα αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὑπάρχουν τόσες ἀνισορροπίες,
τόσες μελαγχολίες, τόσες φοβίες, τόσες διαμάχες. ῾Η μόνη λύση εἶναι νά ἐνεργοποιοῦμε
ὡς χριστιανοί καθημερινῶς τήν αὐτοσυνειδησίας μας, νά νιώθουμε μέ τή χάρη τοῦ
Θεοῦ ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, νά βλέπουμε τόν Χριστό στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Αὐτό
σημαίνει ὅμως διαρκή ἀγώνα μετανοίας, γεγονός πού ἀποκαλύπτει τό μεγαλεῖο τῆς
Σαρακοστῆς πού ζοῦμε στήν ᾽Εκκλησία μας. Διότι Σαρακοστή σημαίνει κλήση γιά
μετάνοια.