῾Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἀποτελεῖ
τήν πιό κατανυκτική περίοδο τῆς ᾽Εκκλησίας μας πού σκοπό ἔχει, ὅπως πολλές
φορές ἔχει ἐπισημανθῆ, νά μᾶς προετοιμάσει ἔτσι, ὥστε νά μπορέσουμε νά γίνουμε
μέτοχοι τῶν συγκλονιστικῶν γεγονότων τῆς Μ. ῾Εβδομάδος, τοῦ Σταυροῦ ἰδίως καί τῆς
᾽Αναστάσεως τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι χωρίς προϋποθέσεις ἀδυνατεῖ κανείς νά
γευθῆ πνευματικά γεγονότα. Κι ἡ προετοιμασία ἔγκειται στό νά καθαρίσουμε τήν
καρδιά μας ἀπό τά νέφη τῶν παθῶν, ἀφοῦ κλείνουν τόν ὁρίζοντά μας γιά νά δοῦμε
τόν Θεό. ῾Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι
αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται᾽ (Ματθ. 5,8) εἶπε ἄλλωστε ὁ Κύριος.
῾Η κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἐπιτυγχάνεται
μέ τήν τήρηση τοῦ βασικοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μέ
τήν σειρά της ὁ ἄνθρωπος νά πορεύεται τόν δρόμο τῆς ἐγκρατείας. Καί τοῦτο γιατί
ἡ ἐγκράτεια πού ἀναφέρεται καί στό σῶμα καί στήν ψυχή θά τοῦ δώσει τήν
δυνατότητα νά ὑποτάξει τό σῶμα στήν ψυχή, ἡ ὁποία ὅμως ψυχή θά ὑποτάσσεται στόν
λόγο τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ ἐγκράτεια ἀφενός ὡς ἀγώνας νηστείας σέ περιορισμό τροφῆς
ποσοτικά καί ποιοτικά, ἀλλά καί περιορισμό τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, ἀφετέρου ὡς ἀγώνας
ἐλέγχου τῶν ψεκτῶν παθῶν καί μεταστρέψεώς τους σέ ἔνθεα πάθη λειτουργεῖ ἐξισορροπητικά
γιά τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τόν ὁδηγεῖ στήν φυσιολογική κατάστασή του, κατά τήν ὁποία
σῶμα καί ψυχή ἁρμονικά συνταιριασμένα ὑποτάσσονται εὐχαρίστως στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό νόημα τῆς νηστείας, ὅπως καί κάθε ἄλλου πνευματικοῦ
ἀγώνα, βρίσκεται στήν ἀγάπη, καί μόνον ἔτσι θεωρούμενα τά πράγματα δικαιώνονται
χωρίς νά ὁδηγούμαστε σέ φαρισαϊσμό καί σέ καύχηση.
᾽Εδῶ βεβαίως ἴσως τεθῆ τό ἐρώτημα:
μά πρέπει νά περιμένουμε τήν Σαρακοστή ἤ γενικά τίς περιόδους νηστείας γιά νά
ζήσουμε τήν ἐγκράτεια ὡς ἐξισορροπητικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου; Βεβαίως, ὄχι. ῾Η
ἐγκράτεια ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς συνειδήσεως, πού θά πεῖ ὅτι
βιώνεται ἀπό τόν χριστιανό καθημερικῶς καί διαρκῶς. Διότι δέν ὑπάρχουν διαλείμματα στήν πνευματική ζωή. ῾Η ᾽Εκκλησία μας μᾶς τό ἐπισημαίνει ἀδιάκοπα: ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. Μέ ἄλλα
λόγια ἄν δέν δοῦμε τήν ζωή μας σέ καθημερινή καί συνεχή συνάρτηση μέ τήν
παρουσία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἀμφισβητήσουμε τήν χριστιανική μας ἰδιότητα. ῾Η
Σαρακοστή ὅμως ἔρχεται πιό ἔντονα νά μᾶς ὑπενθυμίσει τήν ἀλήθεια αὐτή καί γι᾽ αὐτό
ὁ χριστιανός τήν θεωρεῖ ὡς τήν πιό εὐλογημένη περίοδο, ἀφοῦ τοῦ καθαρίζει τό
πνευματικό του ὀπτικό πεδίο καί τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά δεῖ τόν ἑαυτό του
καί τόν κόσμο ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα. Πάντοτε λοιπόν ὁ χριστιανός ἐγκρατεύεται,
πιό ἔντονα ὅμως καί μέ μεγαλύτερη συναίσθηση τήν περίοδο αὐτή.
Κι ἕνα στοιχεῖο ἐγκρατείας
πού ἀναφέρεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πέρα ἀπό τήν νηστεία καί τόν περιορισμό ὅπως
εἴπαμε τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, εἶναι καί ὁ ἀγώνας γιά ἀκατακρισία: νά μήν
κατακρίνουμε τόν συνάνθρωπό μας. Εἶναι ἕνας ἀγώνας πού κατεξοχήν τονίζεται τήν
Σαρακοστή, γιατί ἡ ἀκατακρισία ἀποτελεῖ τό βασικό σημάδι τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου
νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του μέ ἀγάπη, χωρίς μίσος καί κακίες.
Θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε
στό σημεῖο αὐτό ὅτι ὁ Κύριος καταδικάζει τήν κατάκριση καί ὄχι τήν κρίση. ῾Η
κρίση ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καί συνεπῶς ὁ Κύριος δέν
θέλει νά τήν καταργήσει: ὁ Χριστός ἦλθε ὄχι νά καταστρέψει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά
τόν σώσει. ῾Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε᾽
(Ματθ. 7, 1) βεβαίως εἶπε, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς κατακρίσεως. Διότι ὁ ῎Ιδιος
σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι μποροῦμε νά κρίνουμε τόν συνάνθρωπο, ἀλλά ὅταν ἡ
κρίση μας εἶναι δικαία. ῾Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν,
ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε᾽ (᾽Ιωάν. 7, 24).
Ποιά εἶναι ἡ δικαία κρίση
τήν ὁποία προτείνει ὁ Κύριος; Καί πάλι ὁ ῎Ιδιος μᾶς ὑποδεικνύει τήν λύση. ῾῾Η κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί – λέει - ὅτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό
θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός᾽ (᾽Ιωάν. 5, 30). ῾Η δικαία κρίση λοιπόν εἶναι
ἐκείνη πού πηγάζει ἀπό πρόσωπο πού ζεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς δικό του θέλημα.
Κι ἐπειδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, γι᾽ αὐτό καί τότε κρίνουμε κατά
τρόπο δίκαιο, ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι γεμάτη ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. ᾽Από
τήν ἄποψη αὐτή ἡ μόνη δικαία κρίση εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος ῾ἀγάπη ἐστί᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 8), ὅπως καί τῶν
ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀγωνίσθηκαν νά τό κάνουν
δικό τους θέλημα.
Κατά συνέπεια, ὅσο
βλέπουμε ὅτι ἐπικρατεῖ μέσα μας τό δικό μας θέλημα καί ὄχι τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει
νά στηριζόμαστε στήν κρίση μας. Θά πρέπει νά τήν ἀμφισβητοῦμε, νά θέτουμε ἐρωτηματικό
κατά πόσο κρίνει ὀρθά. Διότι σίγουρα ἡ κρίση μας στήν περίπτωση αὐτή δέν εἶναι
δικαία. ῾Ο Κύριος ἐπεσήμανε τήν ἀλήθεια αὐτή καί μέ ἄλλες λέξεις. Στήν ἐπί τοῦ ῎Ορους
ὁμιλία γιά παράδειγμα χαρακτηρίζει ὡς ὑποκριτική τήν κρίση πού προέρχεται ἀπό
μία ὄχι καθαρή καρδιά. ῾῾Υποκριτά –
φωνάζει - ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ
σου καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τό κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου᾽
(Ματθ. 7, 5). Δέν εἶναι δυνατόν, ὅσο κανείς βρίσκεται ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν παθῶν
του – καί ποιός μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἔφτασε στήν ἀπάθεια; - νά προβῆ σέ ὀρθή
κρίση τοῦ συνανθρώπου του. Μόνον ὁ καθαρός στήν καρδιά, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης,
μπορεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του σωστά καί ἄρα νά τόν κρίνει χωρίς νά ἐπιφέρει
βλάβη.
῎Ετσι ἐκεῖνο πού
καταδικάζεται εἶναι ἡ κατάκριση, ἡ κρίση δηλαδή πού συνδυάζεται μέ πάθος, μέ ἐγωϊσμό.
Κι αὐτό γιατί ὁ ἐγωϊσμός ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας. Πέρα ὅμως ἀπό
τήν ἐπισήμανση αὐτή, ἡ κρίση ἀποτελεῖ στό βάθος καί ὑφαρπαγή δικαιώματος τοῦ
Θεοῦ. ῾Ο μόνος πού ἔχει δικαίωμα τελικῶς νά κρίνει τόν ἄνθρωπο, γιά τίς σκέψεις
του, τά λόγια του, τίς πράξεις του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀφοῦ Αὐτός ἀποτελεῖ
τόν Δημιουργό μας καί τόν Συντηρητή τῆς ζωῆς μας. Κατ᾽ ἐπέκταση θά ἔλεγε κανείς
ὅτι ἡ κατάκριση λειτουργεῖ καί ὡς προφητεία γιά τίς μελλοντικές μας ἁμαρτίες,
διότι ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ῾ἐν ᾧ κρίματι
κρίνετε, κριθήσεσθε᾽ (Ματθ. 7, 1). Σέ ὅ,τι κρίνουμε τόν ἄλλο, θά ἐπιτρέψει ὁ
Θεός νά πέσουμε στό ἴδιο. Εἶναι ἕνας πνευματικός νόμος πού τόν ἀγνοοῦμε καί γι᾽
αὐτό πολύ συχνά καί ἀπερίσκεπτα κατακρίνουμε τούς συνανθρώπους μας.
Μόνο σέ μία περίπτωση ἐπιτρέπεται,
ἤ μᾶλλον ἐπιβάλλεται, ὄχι μόνο νά κρίνουμε ἀλλά καί νά κατακρίνουμε καί νά
καταδικάζουμε. ῞Οταν ἡ κατάκρισή μας ἀναφέρεται στόν διάβολο, τόν ὑποκινητή κάθε
κακοῦ, κυρίως δέ στόν ἑαυτό μας. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ κρίση μας ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό
μας, διότι γίνεται ἡ αἰτία νά καθαρίσει τό ἔδαφος τῆς ψυχῆς μας, νά ἀποκτήσουμε
ἀληθινή μετάνοια καί νά φτάσουμε στήν πιό εὐλογημένη μά δυσκολοκατόρθωτη ἀρετή,
τήν ταπείνωση. ῾Ο τελώνης τῆς παραβολῆς δικαιώθηκε ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀκριβῶς
κατέκρινε τόν ἑαυτό του, τό ἦθος του δέ, ἦθος ταπείνωσης, εἶναι ἐκεῖνο πού στήν
᾽Εκκλησία συνιστᾶ τό ἦθος τῆς ἁγιότητος. Μία τέτοια κατάκριση μπορεῖ καί πρέπει
νά γίνεται: εἶναι ἐκ Θεοῦ. ῾Η ἄλλη, πρός τόν συνάνθρωπο, ἀπαγορεύεται: εἶναι
δαιμονοκίνητη.
῾Η περίπτωση ἑνός μοναχοῦ
πού μνημονεύει τό Γεροντικό τῆς ᾽Εκκλησίας μας φανερώνει ἄμεσα τήν ἀλήθεια ὅσων
ἀναφέραμε.
῏Ηλθε ἡ ὥρα σ᾽ ἕνα
μοναστήρι νά τελειώσει τήν ζωή του κάποιος μοναχός. Μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τό
νεκροκρέββατό του οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μαζί μέ τόν ἡγούμενο. ῞Ολοι ἦσαν θλιμμένοι,
γιατί ἤξεραν ὅτι ὁ μοναχός αὐτός μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη πού ἐξέπνεε ζοῦσε σέ
κάποια ἀμέλεια. Δέν ἐπιτελοῦσε μέ πολύ ζῆλο τά καθήκοντά του. Παραξενεύτηκαν ὅμως,
γιατί ἔβλεπαν ὅτι φεύγει ἀπό τήν ζωή αὐτή χαρούμενος, μέ πολύ μεγάλη εἰρήνη.
Ρώτησε τότε ὁ ἡγούμενος τόν μοναχό. Πῶς, ἀδελφέ, ἐνῶ ἔζησες μέ ἀμέλεια, φεύγεις
μέ χαρά καί ἥσυχος; Δέν φοβᾶσαι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ἦλθε
ἄμεση: Ναί, ἔζησα μέ κάποια ἀμέλεια, εἶναι ἀλήθεια. ῞Ομως ἕνα πράγμα στήν ζωή
μου προσπάθησα νά ζήσω μέ συνέπεια: νά μήν κατακρίνω κανέναν συνάνθρωπό μου. ῞Οταν
λοιπόν μετά ἀπό λίγο θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά τοῦ πῶ μέ παρρησία: Κύριε,
Σύ εἶπες, μή κρίνετε γιά νά μή κριθῆτε. ᾽Εγώ δέν ἔκρινα, Σύ λοιπόν κάνε αὐτό
πού ὑποσχέθηκες. ῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί συγκλονίσθηκαν. Δακρυσμένος ὁ
ἡγούμενος καί σφαλίζοντας τά μάτια τοῦ ἀπερχόμενου ἀπό τόν κόσμο μοναχοῦ τοῦ εἶπε:
Στό καλό, ἀδελφέ. Σύ μέ λίγο καί μικρό ἀγώνα κέρδισες τήν αἰωνιότητα.