῾Η φιλαρχία
Μόλις προηγουμένως ὁ
Σιναΐτης ἅγιος ζωγράφισε τήν κατάσταση τοῦ περιέργου: ῾ταξιδεύει μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ περιέργεια
σχετίζεται μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπερηφάνεια δέ μέ ὅ,τι ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ ὀνομάζει
φιλαρχία. Γιατί φιλαρχία σημαίνει ἀγάπη γιά ἀρχή, δίψα γιά ἐξουσία, ἐπιβολή ἐπί
τῶν ἄλλων. Μία ἐξήγηση τοῦ φαινομένου δίνει σέ παραπλήσιο ἐπίπεδο και πάλι ὁ
μέγαλος νηπτικός ἅγιος Διάδοχος. ῾῾Ο
πνευματικός λόγος – σημειώνει – φυλάγει
πάντοτε τήν ψυχή ἀπό τήν κενοδοξία, γιατί τήν φωτίζει σέ ὅλα τά μέρη της καί
τήν κάνει νά μήν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινη τιμή. Γι᾽ αὐτό καί φυλάγει τήν
διάνοια ἀπό φαντασίες, καθώς τήν ἀλλοιώνει καί τήν στρέφει ὁλόκληρη στήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ. ᾽Αντίθετα, ὁ λόγος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου παρακινεῖ πάντοτε τόν ἄνθρωπο
στήν φιλοδοξία. ᾽Επειδή δέν ἱκανοποιεῖ μέ νοερή αἴσθηση τήν ψυχή, προξενεῖ
στούς ὀπαδούς του ἀγάπη γιά ἐπαίνους, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα κενόδοξων ἀνθρώπων᾽.
῾Η φιλοδοξία λοιπόν κατά
τόν ἅγιο Διάδοχο καί ἡ ἀγάπη τῶν ἐπαίνων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κενότητας τῆς ψυχῆς.
Καί ἡ κενότητα αὐτή ὀφείλεται στήν ἀπουσία τῆς χάρης καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς καί ἡ φιλαρχία ὡς καρπός κενοδοξίας ἀποκαλύπτει τήν ἐσωτερική στέρηση
τοῦ ἀνθρώπου, τήν κατάσταση τοῦ σκοτασμοῦ τῆς ψυχῆς του, ἄρα τήν τραγικότητα τῆς
ὑπάρξεώς του. ῾Ο φίλαρχος δηλαδή μή ἔχοντας ἐσωτερική πληρότητα ἀναζητεῖ νά
γεμίσει τό κενό τῆς ψυχῆς του μέ τήν ἐξωτερική ἀναγνώρισή του ἀπό τούς ἄλλους. ῎Ετσι
καί ἡ φιλαρχία ἀποτελεῖ σύμπτωμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι
ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ δίψα γιά ἐξουσία καί ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων, τόσο
μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Κατά συνέπεια ὁ φίλαρχος μόνον ὡς ἀντικείμενο
οἴκτου καί λύπης θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ.
Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅμως
στό σημεῖο αὐτό νά κάνουμε μία διάκριση. Καταδικάζοντας τήν φιλαρχία δέν
καταδικάζουμε ταυτοχρόνως καί τό ἄρχειν. ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός ἀναφέρει
γιά παράδειγμα: ῾Οὐκ ἔστι κακόν τό ἄρχειν,
ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία, οὐδέ ἡ δόξα ἀλλ᾽ ἡ φιλοδοξία καί ἡ χείρων ταύτης κενοδοξία᾽.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία γιά ἀρχή καί ἐξουσία μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀρκεῖ
νά μήν εἶναι δεμένη μέ τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. ῾Η ἐμπαθής δηλαδή ἐπιθυμία τοῦ ἄρχειν καταδικάζεται.
῾Ο λόγος γι᾽ αὐτό εἶναι
γνωστός. Τό ἄρχειν ἀνήκει σ᾽ ἐκεῖνα τά χαρίσματα πού δόθηκαν ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο
λόγω τῆς κατ᾽ εἰκόνα Αὐτοῦ πλάσεώς του. Τό ἄρχειν δηλαδή ἐντάσσεται στά πλαίσια
τῆς λεγόμενης ἀρχέγονης δικαιοσύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η πτώση στήν ἁμαρτία
διέστρεψε καί αὐτό τό χάρισμα, τό ὁποῖο βρῆκε τήν ἀποκατάστασή του μεταξύ τῶν ἄλλων
στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. ῎Ετσι ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος μπορεῖ
νά ἐπιθυμεῖ τό ἄρχειν, ἀλλά μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ:
μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης. Κατά συνέπεια ἡ ἐπιθυμία τῆς πρωτιᾶς ἐννοεῖται
μόνον ὡς διακονία καί θυσία πρός χάρη τοῦ συνανθρώπου. ῾Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽
(Μάρκ. 9, 35). Λοιπόν ἐκεῖνος γίνεται φυσικός ἀρχηγός: ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νά
θυσιασθεῖ πρός χάρη τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ προτεραιότητα καί ἡ ἀρχηγία
τοῦ ἄνδρα ἔναντι τῆς γυναίκας στήν οἰκογένεια: ὡς δηλαδή προτεραιότητα
διακονίας καί προσφορᾶς. Κι ἀκόμη. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό γίνεται ἀποδεκτή καί ἡ
ἐπιθυμία γιά ἐξουσία ἀπό τόν χριστιανό: ὡς ἐπιθυμία γιά διακονία τῶν συνανθρώπων.