β) ῾Πνεῦμα ἀργίας,
περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας
μή μοι δῷς᾽.
῾Υπάρχει ἕνα πλέγμα παθῶν
πού καί ὡς διάθεση ἀκόμη ἀποτελεῖ ἄρνηση γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ.
Τέτοια πάθη ἀρνητικά εἶναι ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία καί ἡ ἀργολογία.
῾Ο ὅσιος ᾽Εφραίμ εἶναι
βαθύς γνώστης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γνωρίζει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁποιαδήποτε
ἀμέλεια τοῦ ἀνθρώπου σχετικά μέ τήν πνευματική ζωή ἀνοίγει τόν δρόμο γιά νά
σκηνώσουν στήν ψυχή ὅλα τά ψεκτά πάθη. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἄνθρωπος ὅσο βρίσκεται
στόν κόσμο αὐτό εἶναι ἐκτεθειμένος στίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, πού ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα
καταπίῃ᾽ (Α´Πέτρ. 5,8), ὅπως καί εὔκολα προσκλίνει στήν ἀνυπακοή στόν Θεό
λόγω ῾τῆς οἰκούσης ἐν αὐτῷ ἁμαρτίας᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἐξαρτώντας ὁ πιστός τόν ἑαυτό
του ἀπό τόν Θεό-Χριστό, ὅπως ἐξηγήσαμε, ζητᾶ ἀπό Αὐτόν ὡς χάρη τήν ἀποφυγή τοῦ
πνεύματος τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας.
῾Η ἀργία
Τό πρῶτο πάθος λοιπόν πού
ζητᾶ νά ἀποφύγει ὁ πιστός εἶναι τό πάθος τῆς ἀργίας. Θέ λέγαμε μάλιστα ὅτι ἰδιαιτέρως
σήμερα ἔχει σημασία ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα τῆς ἀργίας, ἀφοῦ ὁ σύγχρονος
πολιτισμός τείνει νά δημιουργήσει, μᾶλλον ἔχει δημιουργήσει, ἕναν τύπο ἀνθρώπου
πού ὡς κύριο χαρακτηριστικό του ἔχει τήν ἀργία. ῞Ολα τά στοιχεῖα γύρω μας τό ἐπιβεβαιώνουν:
ἀγωνιζόμαστε οἱ ἄνθρωποι νά περιορίσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τίς ἐργάσιμες ἡμέρες
καί νά αὐξήσουμε τίς ἡμέρες ἀργίας· θεωροῦμε ὡς δικαίωμα ἱερό, γιά τό ὁποῖο εἴμαστε ἕτοιμοι καί νά θυσιασθοῦμε,
τήν κατάκτηση ὁρισμένων ἡμερῶν ὡς ἡμερῶν ἀργίας· ἐπιζητοῦμε γενικῶς
αὔξηση τῶν ἀποδοχῶν μας, ἀλλά μέ ταυτόχρονο περιορισμό τῆς ἐργασίας μας. Τά
χαρακτηριστικά αὐτά τά διαπιστώνουμε δυστυχῶς καί στόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς
παιδείας. Κι εἶναι εὔλογο: τά παιδιά προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τούς μεγάλους, ἐνῶ ἡ
ἀγωγή πού παίρνουν ἐκφράζει τόν τύπο ἀνθρώπου πού κυριαρχεῖ στούς μεγάλους. ῎Ετσι
φυσιολογικά πιά τά παιδιά καί οἱ νέοι θέλουν βαθμούς χωρίς ὅμως καί νά μελετοῦν,
ἀγωνίζονται γιά τό ῾δικαίωμα᾽ τῆς...κοπάνας ἀπό τά σχολεῖα ἤ καί τίς
καταλήψεις, θεωροῦν πολλές φορές ὅτι ὁ χρόνος στό σχολεῖο τους εἶναι χρόνος
χαμένος, ἐνῶ χαρακτηρίζουν ὡς κέρδος τους τό χάσιμο τῶν ὡρῶν διδασκαλίας καί
τίς ἐκδρομές.
Τί εἶναι ὅμως ἀργία; Εἶναι,
ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἴδια τήν λέξη, ἡ ἀπραξία, ἡ ἔλλειψη διαθέσεως γιά ἐργασία,
ἄρα μία κατάσταση ραθυμίας καί τεμπελιᾶς. Εὔκολα συνεπῶς ἐπισημαίνουμε τήν
προέλευσή της: πηγάζει ἀπό τήν φιληδονία, τήν ἐφάμαρτη αὐτήν κατάσταση πού μέ
τήν σειρά της πηγάζει ἀπό τήν φιλαυτία, τήν μητέρα ὅλων τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν.
Καί ἀντιστρόφως: ἡ φιλαυτία πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ἁμαρτίας ὡς ὁ ἐγωϊσμός τοῦ
ἀνθρώπου, γεννᾶ μεταξύ τῶν ἄλλων παθῶν τήν φιληδονία, ἐνῶ αὐτή μέ τήν σειρά της
γεννᾶ καί τήν ἀργία, ῾τήν μητέρα πάσης κακίας᾽ κατά τήν γνωστή παροιμία. ῎Ετσι ἡ
ἀργία εἶναι μία ἁμαρτωλή κατάσταση, διότι φανερώνει ἀντίθεση πρός τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ.
῎Ας τό ἐξηγήσουμε
περισσότερο. ῾Ο Θεός πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἕνας ῾ἐργατικός᾽
Θεός. ῾῾Ο πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ
ἐργάζομαι᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 5, 17). Καί τοῦτο γιατί ὁ Θεός δημιούργησε
τόν κόσμο κι ἐξακολουθεῖ νά συνεχίζει τό δημιουργικό Του ἔργο, ἀφοῦ μετά τήν
δημιουργία δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἀλλ᾽ ἐξακολουθεῖ νά τόν φροντίζει καί νά
τόν συντηρεῖ καί μάλιστα νά τόν διακυβερνᾶ στόν τελικό του προορισμό. ῎Ετσι ὁ
Θεός μας δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό ἀνενέργητο ὄν τοῦ Θεοῦ τῶν φιλοσόφων, ἀλλ᾽
εἶναι ἕνας δραστήριος Θεός, πού ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη Του, πέρα ἀπό
τήν Οὐσία Του.
῾Η ὥς ἕνα βαθμό βεβαίως
κατανόηση τοῦ Θεοῦ δίνει τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου
ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε τούς ἀνθρώπους ῾κατ᾽
εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἐργασία ἀνήκει στό ἀρχικό
θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, τό νά ἐργάζεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τήν
ἀπαρχῆς πλάση του καί τήν φυσιολογική πορεία τῆς ζωῆς του. Τοῦτο φαίνεται ἄλλωστε
καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀπαρχῆς ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο ῾ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν᾽ αὐτόν.
῎Ετσι ἡ ἐργασία κατανοεῖται
ὡς συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ - ὁ ἄνθρωπος ἐργαζόμενος
γίνεται συνεργάτης καί συν-δημιουργός μέ τόν Θεό. Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ ἐργασία ἦταν
πηγή χαρᾶς καί εὐτυχίας γιά τόν ἄνθρωπο, πλαίσιο φανέρωσης τῆς ἐλευθερίας καί τῆς
ἀγάπης του, ἀφοῦ καί ὁ Θεός μέ τήν δημιουργία φανερώνει τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία
Του.
Ποιό τό ἀντικείμενο ἐργασίας
τοῦ ἀνθρώπου; ᾽Ασφαλῶς ἡ φύση, ἡ δική του καί ἡ ἔξω ἀπό αὐτόν. ῾Η ἐργασία ἀπέβλεπε
δηλαδή στήν καλλιέργεια τοῦ ἴδιου ὡς αὔξηση τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ καί στήν καλλιέργεια τῆς ἔξω
φύσεως, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐκφράζει τήν κυριαρχική του θέση μέσα στήν
δημιουργία, μέ τήν ἔννοια βεβαίως ὄχι τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς
δημιουργικῆς κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διαμορφώσεως αὐτῆς. ῾Η καλλιέργεια λοιπόν
τῶν ἀρετῶν καί ἡ διαχείριση τῆς φύσεως ἦταν τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου,
μέ σκοπό νά φθάσει στόν προορισμό του, τήν ἕνωση μέ τόν Θεό.
῾Η πτώση ὅμως στήν ἁμαρτία
διέστρεψε μεταξύ τῶν ἄλλων τόν χαρακτήρα τῆς ἐργασίας. ῾Η ἐργασίας ἔγινε
δουλεία καί ἀπό συμμετοχή στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἔγινε αὐτόνομη
προσπάθεια ἐκμεταλλεύσεως τῆς φύσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε
στήν ἀργία μέ μία διπλή ἔννοια: α) σταμάτησε νά ἐργάζεται τήν ἔσω του φύση –
δέν μποροῦσε πιά νά ἐργάζεται τίς ἀρετές, καί β) ἡ καλλιέργεια τῆς ἔξω φύσεως, ὅταν
δέν σταμάτησε, ἔγινε ὑποδούλωση σέ αὐτήν. ῎Ετσι ἀργία σημαίνει πρωτίστως:
σταματῶ νά ἐργάζομαι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχω διάθεση νά κάνω μέ χαρά ὁποιαδήποτε
ἐργασία καί, ὅταν ἐργάζομαι, δέν σχετίζω τήν ἐργασία μου μέ τόν Θεό. ᾽Από τήν ἄποψη
αὐτή ἡ ἀργία ἔχει σχέση μέ τήν ἀπώλεια τῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι ὁ ἱερέας
τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ. ᾽Ενῶ μέχρι τήν πτώση δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρόσφερε μέ τήν ἐργασία
του τήν φύση στόν Θεό ὡς δοξολογία Αὐτοῦ, γιατί σ᾽ ᾽Εκεῖνον ἀνῆκε, γινόμενος ἔτσι
ἱερέας αὐτῆς, μετά τήν ἁμαρτία χάνει τήν ἱερατική αὐτή θέση καί, καθώς εἴπαμε, ὑποδουλώνεται
στήν φύση.
῾Ο ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ ἀποκαθιστᾶ
ὅμως τόν ἄνθρωπο. ᾽Ανοίγεται καί πάλι ὁ δρόμος εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ἡ ἐργασία
προσφέρεται ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο ὡς δυνατότητα συμμετοχῆς στό δημιουργικό ἔργο
τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ὡς χριστιανοί μποροῦμε καί πάλι νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὅπως
καί νά βρίσκουμε νόημα καί χαρά στήν καταβολή κόπου καί ἔργου. Γιά τόν
χριστιανό μάλιστα ὁ κόπος τῆς ἐργασίας περικλείει τήν ἀνάπαυση, δότι ἡ ἐργασία
δέν αὐτονομεῖται, ἀλλά προσφέρεται στόν Θεό ὡς προσφορά ἀγάπης στόν συνάνθρωπο.
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λέει
σέ μία ἐπιστολή του: ῾εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι,
μηδέ ἐσθιέτω᾽ (Β´Τιμ. 3, 10). Πρέπει νά τό ἐννοήσουμε καί βιολογικά ἀλλά
καί πνευματικά. Δέν μπορῶ νά περιμένω καμμία ἀπολαβή, ὑλική ἤ πνευματική, ἄν
δέν ἐργασθῶ. ῞Οπως δηλαδή ἡ σωματική ἀργία δέν μπορεῖ νά μοῦ ἀποφέρει τά πρός
τό ζῆν, ἔτσι καί ἡ πνευματική ἀργία δέν μπορεῖ νά μέ θρέψει. Καί τροφή
πνευματική εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Μ᾽ ἕναν λόγο: μέ τήν ἀργία ποτέ δέν πρόκειται
νά φθάσω στόν προορισμό μου ὡς ἄνθρωπος: νά ἔχω χάρη Θεοῦ, νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό.