῾Η ἀργολογία
Τελευταῖος κρίκος τοῦ πλέγματος
τῶν παθῶν πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ εἶναι ἡ ἀργολογία. Γιά τήν ἀργολογία ἔχουμε
ἐπακριβῶς τίς ἀξιολογήσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πού εἶναι ἀπόλυτες καί
συγκλονιστικές: ῾Πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν
λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. ᾽Εκ γάρ τῶν
λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ᾽ (Ματθ. 12, 36-37).
῾Ο λόγος μας κατά τόν Κύριο ἐκφεύγει τῶν ἁπλῶν ὁρίων αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἀποκτᾶ
σωτηριολογικές διαστάσεις: θά σωθοῦμε ἤ ὄχι ἀπό τήν ποιότητα τῶν λόγων μας.
Γιατί ὅμως ἀποκτᾶ τέτοια
βαρύτητα ὁ λόγος μας; Ποῦ ὀφείλεται ἡ δύναμή του αὐτή; Τήν ἀπάντηση τήν
παίρνουμε ἀπό τά θεόπνευστα λόγια καί πάλι τοῦ Κυρίου: ῾Τά ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ
τόν ἄνθρωπον. ᾽Εκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι,
πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Ταῦτά ἐστι τά κοινοῦντα τόν ἄνθρωπον᾽
(Ματθ. 15, 18-20) (῞Οσα βγαίνουν ἀπό τό στόμα προέρχονται ἀπό τήν καρδιά, κι αὐτά
κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο Γιατί ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν πονηρές σκέψεις,
φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλαστήμιες. ῞Ολα αὐτά κάνουν
ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο). ῾Η δύναμη τοῦ λόγου ἔγκειται ὄχι στόν ἐκφρασμένο λόγο
καθ᾽ ἑαυτόν, ἀλλά στήν πηγή ἀπό τήν ὁποία ἐξέρχεται. Κι ἡ πηγή αὐτή εἶναι ἡ
καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια ὁ λόγος ὁ προφορικός ἀποκαλύπτει τήν
ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου: τήν χάρη πού ἔχουμε ἤ τόν ὑπάρχοντα
δαιμονισμό μας.
Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ
τόν Κύριο ὁ ἀδελφόθεος ᾽Ιάκωβος στήν ὁμώνυμη καθολική του ἐπιστολή μέ πολύ
παραστατικό τρόπο θά σημειώσει: ῾Καί ἡ γλῶσσα
πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. Οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ
σπιλοῦσα ὅλον τό σῶμα καί φλογίζουσα τόν τροχόν τῆς γενέσεως καί φλογιζομένη ὑπό
τῆς γεένης. Πᾶσα γάρ φύσις θηρίων τε καί πετεινῶν, ἑρπετῶν τε καί ἐναλίων
δαμάζεται καί δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, τήν δέ γλῶσσαν οὐδείς δύναται ἀνθρώπων
δαμᾶσαι. ᾽Ακατάσχετον κακόν, μεστή ἰοῦ θανατηφόρου. ᾽Εν αὐτῇ εὐλογοῦμε τόν Θεόν
καί Πατέρα, καί ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τούς ἀνθρώπους τούς καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ
γεγονότας. ᾽Εκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καί κατάρα᾽ (᾽Ιάκ. 3,
6-10) (Κι ἡ γλώσσα εἶναι σάν τήν φωτιά. Εἶναι ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ἀδικίας. ῾Η
γλώσσα ἐξουσιάζει τά μέλη μας. Αὐτή σπιλώνει ὅλο τό σῶμα. Κατακαίει τόν κύκλο τῆς
ζωῆς μας καί παίρνει τήν φλόγα της ἀπό τήν φωτιά τῆς κόλασης. ῞Ολα τά εἴδη τῶν
θηρίων καί τῶν πτηνῶν, τῶν ἑρπετῶν καί τῶν θαλασσινῶν, δαμάστηκαν καί
δαμάζονται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τήν γλώσσα ὅμως κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν
μπορεῖ νά τήν δαμάσει. Εἶναι ἀσυγκράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. Μ᾽
αὐτήν εὐλογοῦμε τόν Θεό καί Πατέρα καί μ᾽ αὐτήν καταριόμαστε τούς ἀνθρώπους πού
πλάστηκαν καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. ᾽Από τό ἴδιο στόμα βγαίνει ἡ εὐλογία καί ἡ
κατάρα). Σύμφωνα μέ τά παραπάνω λοιπόν ῾εἴ
τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὖτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα᾽
(᾽Ιακ. 3, 2).
Εἶναι εὐνόητο λοιπόν γιατί
καταδικάζεται ἡ ἀργολογία. Διότι ἀργολογία σημαίνει κάθε λόγο πού δέν
σχετίζεται μέ τά οὐσιώδη καί τίμια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. ῾Σημαίνει νά λέμε
λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, εὐτράπελους, κατακριτικούς᾽. ᾽Ακόμη: ῾νά
φλυαροῦμε ὑπέρμετρα ἤ ἀπεριόριστα, νά ἐκστομίζουμε λέξεις πού δέν εἶναι λόγοι
καρδιᾶς, πού δέν γεννιοῦνται ἀπό τήν καρδιά, κατά τό ῾δίδαξον τό στόμα σου λαλεῖν ἅ ἔχει ἡ καρδία σου᾽, πού δέν ἔχουν
νικήσει τήν ὑποκρισία, κατά τό ῾ὑποκριτής
ἐστιν ὁ διδάσκων τόν πλησίον αὐτοῦ πρᾶγμα, εἰς ὅ οὗτος οὐκ ἔφθασε᾽ (π.
Μιχαήλ Καρδαμάκης). Κατά συνέπεια ἡ καταδίκη τῆς ἀργολογίας σημαίνει τήν
καταδίκη τῆς διαστροφῆς τῆς καρδιᾶς μας.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πολύ
καλά γιατί τόσο πολύ ἡ ἐκκλησιαστιατική μας παράδοση, καί μάλιστα ἡ ἀσκητική,
τονίζει τήν ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς σιωπῆς. ῎Οχι γιατί θέλει νά καταργήσει τόν λόγο
– αὐτός εἶναι θεόσδοτος, ἀφοῦ καί ὁ Κύριος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται -
ἀλλά γιατί θέλει νά ἐξαλείψει τόν δαιμονισμό τοῦ λόγου, προκειμένου νά γίνει αὐτός
λόγος θεϊκός, ἔκφραση τῆς κεκαθαρμένης καρδίας. ῎Ετσι ἡ ἀρετή τῆς σωπῆς, ὅλως παραδόξως,
διασαλπίζει τήν μεγαλειώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές τόν δένει μέ τόν κόσμο, γιά
νά εἰσέλθει στόν χῶρο, ὅπως ἑρμηνεύσαμε καί παραπάνω, τῆς καρδιᾶς. Κι αὐτός ὁ χῶρος
εἶναι ὁ τόπος τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό.
῾Υπό τό πρίσμα αὐτό ἡ
σιωπή δέν εἶναι κενή περιεχομένου, δέν εἶναι ἀπουσία τῆς ὑπάρξεως, ἀλλά πλήρης
περιεχομένου καί Λόγου: τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν σιωπή δηλαδή παραμερίζει ὁ ἀνθρώπινος
διεστραμμένος λόγος γιά νά φανερωθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο φίλος τῆς σιωπῆς – λέγει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος – προσεγγίζει τόν Θεό καί συνομιλώντας μυστικά
μαζί Του φωτίζεται ἀπό Αὐτόν᾽. ῎Ετσι τόσο πιό γνήσια εἶναι ἡ θεολογία, ὅσο
περισσότερο εἶναι καρπός σιωπῆς. Χωρίς τήν σιωπή γίνεται ἡ θεολογία ἔκφραση
πτωχῆς διανοίας. Καί ῾οὐδέν πτωχότερον
διανοίας φιλοσοφούσης τά τοῦ Θεοῦ χωρίς Θεοῦ᾽ (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς).
Μέ βάση τά παραπάνω
κατανοοῦμε ὅτι ὑπερβαίνεται εὔκολα τό δίλημμα πού θέτουν ἀρκετοί χριστιανοί: νά
μιλᾶ κανείς ἤ νά σιωπᾶ; ῾Η ἀπάντηση δίνεται ἀπό τόν ἀββά Ποιμένα σέ παρόμοια ἐρώτηση
νεαροῦ μοναχοῦ: ῾῞Οποιος μιλᾶ γιά χάρη τοῦ
Θεοῦ καλά κάνει. Καί ὅποιος σιωπᾶ γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, πάλι καλά κάνει᾽. Σ᾽ αὐτόν
πού ἔχει χάρη Θεοῦ καί συνεπῶς κριτήριο ρυθμιστικό τῆς ζωῆς του εἶναι ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει θέμα σιωπῆς ἤ ὁμιλίας. Μέ τήν σιωπή του μιλᾶ καί ἡ ὁμιλία
του εἶναι καρπός σιωπῆς.